Η ώρα είναι πέντε το απόγευμα. Η πρόβα των «Βατραχιών», η οποία αυτό το διάστημα πραγματοποιείται στο θέατρο Κιβωτός στην Πειραιώς, έχει τελειώσει. Συναντώ την Εφη Μπίρμπα σε ένα γειτονικό καφέ. Ντυμένη στα μαύρα όπως συνήθως, με εκείνα τα μαλαματένια μάτια της που μοιάζουν πάντα να καίνε, από το πρώτο λεπτό ξεκινά να με μυεί στη δική της ανάγνωση πάνω στους «Βατράχους», το σπουδαίο έργο που παρουσίασε ο Αριστοφάνης το 405 π.Χ. στα Λήναια, σε μια εποχή που η Αθήνα έβραζε, μερικούς μήνες πριν από τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου και την ταπεινωτική ήττα της. Ο Αριστοφάνης σε αυτό το έργο αναζητεί τον σωτήρα. Δεν θα είναι πολιτικός, αλλά ποιητής. Ετσι στήνει το έργο του με τον θεό Διόνυσο να κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο μαζί με τον δούλο του Ξανθία ώστε να αναστήσει τον ποιητή, να φέρει πίσω τον Αισχύλο ως εκείνον που μπορεί να αναμετρηθεί με την επερχόμενη καταστροφή.
Αυτή την «κωμωδία με DNA τραγωδίας» λοιπόν, όπως χαρακτηριστικά λέει, διάλεξε η Εφη Μπίρμπα για το επιδαύριο σκηνοθετικό της βάπτισμα στις 28 και 29 Ιουλίου.
Κυρία Μπίρμπα, έχετε αναμετρηθεί στις παραστάσεις σας με τον Σαίξπηρ, τον Μπέκετ, τον Ντοστογέφσκι, τον Θερβάντες. Θα περίμενα για το σκηνοθετικό σας ντεμπούτο στην Επίδαυρο να επιλέγατε μια τραγωδία και όχι Αριστοφάνη…
«Μεγαλύτερο βάρος νιώθω ότι κουβαλώ αυτή τη δεδομένη στιγμή σκηνοθετώντας τους «Bατράχους» παρά αν καταπιανόμουν με μια τραγωδία. Δεν είναι η κωμική φόρμα που ελαφραίνει, που ελαττώνει τα φορτία ενός έργου. Γιατί η φόρμα αναδιπλώνεται μπροστά στην αλήθεια αναγεννώμενη μέσα από την κωμική της στάχτη. Είναι σπουδαία αφορμή τα «Βατράχια» του Αριστοφάνη για να μιλήσεις, να «εκτοξεύσεις» πράγματα».
Ποια είναι λοιπόν η δική σας ανάγνωση επάνω στο κείμενο;
«Σε αυτό το έργο ενυπάρχει ένα μόρφωμα κωμικό που ηφαιστειακά αναδιπλώνεται. Ο Αριστοφάνης τοποθετεί κωμικές νάρκες σε ένα έργο που στην ύφανσή του είναι τραγωδία οντολογικά φορτωμένη. Φέρνει τον Διόνυσο στη σκηνή φορώντας του κοθόρνους, τον δείκτη της τραγωδίας, γιατί στην αρχαιότητα κοθόρνους φορούσαν μόνο οι ηθοποιοί της τραγωδίας. Το μεγάλο διακύβευμα, ο μεγάλος θόλος του κειμένου, βρίσκεται πέρα, έξω, μετά την κωμωδία. Δεν είναι καν η κατάβαση του Διονύσου και του Ξανθία στον Αδη, αλλά η ανάσταση του ποιητή. Ο Αριστοφάνης τους στέλνει στον Αδη για να αναστήσει τον ποιητή, να τον «σηκώσει» από τον θάνατο ώστε εκείνος με τη βοήθεια του θεού να σώσει τον κόσμο. Και για αυτόν τον σκοπό επιλέγει τον Διόνυσο, αφενός τον θεό του θεάτρου, αφετέρου τον μόνο θεό που πεθαίνει και ανασταίνεται, που περνάει από τον κύκλο του οντολογικού φόβου, της βιωματικότητας του θανάτου και τελικά της ανάστασης. Σπερματικά ο Διόνυσος είναι ο Θεάνθρωπος που κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, εδώ για να αναστήσει τον ποιητή και να αναμετρηθεί εκ νέου για τη σωτηρία του κόσμου. Οι «Bάτραχοι» είναι το μόνο έργο του που δεν το κλείνει με μια πανήγυρη. Αντίθετα δημιουργεί ένα σιωπηλό δείπνο, όπου ο κηδευόμενος κόσμος είμαστε εμείς. Κηδεύουμε τον παλιό κόσμο για να αναστηθούμε στον νέο».
Το γέλιο το θέλετε σε αυτή την παράσταση;
«Γελάμε πολύ στην πρόβα. Τα «Βατράχια» είναι ένα καθαρόαιμο, απόλυτα κωμικό δραματικό έργο, με ένα επίπεδο τραγωδίας να το διατρέχει, με το οποίο θα συναντηθείς στο τέλος – σαν την κοίτη του Ιλισού, είναι εκεί απλά καλυμμένη. Ο Διόνυσος που υφαίνει ο Αριστοφάνης είναι για μένα ο σαλός άγιος που κρύβει την αγιότητά του στην αποτυχημένη του φύση. Ομως εκείνος θα επιτελέσει το θαύμα, θα αναστήσει τον ποιητή, ο οποίος με τη δική του συναίνεση θα τον ακολουθήσει. Ο Αισχύλος θα πει «ναι, εγώ θα έρθω μαζί σου». Eίναι εκείνος που θα μαρτυρήσει για να σώσει την πόλη, στη θυσία βρίσκεται η λύση».
Το στοιχείο της κατάβασης, της πτώσης του ανθρώπου, είναι πάντως ένα στοιχείο που πάντα μοιάζει να σας απασχολεί.
«Μάλλον εκεί οδηγούμαι. Είναι σαν δείκτης για εμένα, μέσα από εκεί υπάρχω. Γιατί η πτώση εμπεριέχει την ταπείνωση. Η τοπιογραφία της αλήθειας είναι η ταπείνωση. Εκεί κρύβεται το φως».
Λέγεται πάντως ότι οι παραστάσεις σας κρύβουν πολύ σκοτάδι…
«Αν ονομάζουμε τον θάνατο σκοτάδι, είναι σαν να μην αντιλαμβανόμαστε ότι ο θάνατος είναι όχημα για το πάσχα, για το πέρασμα δηλαδή στο φως. Για εμένα ο θάνατος του πατέρα μου στα 16 μου χρόνια ήταν η προίκα μου, όχι η καταδίκη μου. Ηταν το σημείο της συνάντησης με την αποκάλυψη του Θεού. Η «γέννησή» μου συμπίπτει με τον θάνατο του πατέρα μου. Ο,τι είμαι σήμερα το οφείλω εκεί. Καθημερινά «ακονίζεται» η σχέση μου με τον θάνατο. Ο θάνατος έχει μερίδιο στην καθημερινότητά μας, ο μόνος τρόπος για να αναβαθμιστείς είναι να σχετίζεσαι με το τέλος. Για παράδειγμα, αν ήξερες ότι θα πεθάνεις αύριο, δεν θα πάσχιζες να είσαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου; Εάν αυτό ονομάζεται σκοτάδι, για εμένα είναι ο τρόπος με τον οποίο κοιτάω τη ζωή και την τέχνη. Δεν συγκινούμαι αν δεν υπάρχει αυτή η προϋπόθεση».
Σας γυρίζω πίσω στο έργο. Τη μετάφραση υπογράφει ο Κωνσταντίνος Μπλάθρας. Ονομάζετε το έργο «Bατράχια» και όχι «Bατράχους» όπως το γνωρίζουμε, ενώ το δελτίο Τύπου αναφέρει ότι τη διασκευή του υπογράφετε εσείς, ο Κωνσταντίνος Μπλάθρας και ο Αρης Σερβετάλης. Θα δούμε λοιπόν ένα νέο έργο και όχι Αριστοφάνη;
«Εγιναν «μεγάλες χειρονομίες» από τους τρεις μας στο κείμενο, φιλτραρισμένες μέσα από τη μεγάλη μας αγωνία μπροστά στο μέγεθος του Αριστοφάνη. Εκείνος είναι ο οδοδείκτης, η μεγάλη λαμπάδα. Αφαιρέθηκαν για παράδειγμα οι αναφορές στα πολιτικά πρόσωπα της εποχής του που ήταν αναγνωρίσιμα στον τότε θεατή, αλλά σήμερα δεν αισθάνομαι ότι έχουν κάτι να προσδώσουν».
Προσθέσατε λοιπόν δικές σας αναφορές με βάση τη σύγχρονη επικαιρότητα;
«Oχι, δεν χρειάστηκε, δεν τις είχε ανάγκη το κείμενο. Το παρόν που επικοινωνεί ο Αριστοφάνης στο έργο του είναι το ίδιο παρόν με αυτό που βιώνουμε. Γιατί να μιλήσω πιο ειδικά για το «τώρα», εφόσον ο ίδιος ο Αριστοφάνης αγωνιά για το παρόν που διατρέχει την ανθρωπότητα; Βρισκόμαστε στην ίδια διαδρομή με αυτή που βρισκόταν και εκείνος τότε, στο ίδιο μονοπάτι οντολογικά. Δεν υπάρχει παρελθόν με αυτή την έννοια».
Φυσικά. Η ανθρωπότητα δεν μαθαίνει τίποτα από τα λάθη της. Πόσο σας απογοητεύει αυτό;
«Απογοητεύομαι σε προσωπικό επίπεδο, με τον εαυτό μου. Γιατί είναι μέσα στις προδιαγραφές μας να επιθυμούμε την αρετή. Και όμως πάμε κόντρα σε αυτό».
Γιατί λοιπόν το κάνουμε;
«Για την αναβάθμισή σου πρέπει να θυσιάζεις συνεχώς το θέλημά σου, την επιθυμία σου. Και η θυσία εμπεριέχει τον πόνο. Οπότε προτιμάμε τον εύκολο δρόμο, τον χωρίς κόπο. Δεν θέλουμε να χάσουμε τη σχέση με την ευκολία μας και δυστυχώς αυτή μας η απόφαση είναι και το δράμα μας».
Είστε μια εικονοκλάστης σκηνοθέτις. Πέρα από τη σκηνοθεσία υπογράφετε, όπως πάντα άλλωστε κάνετε στις παραστάσεις σας, τα κοστούμια και τη σκηνογραφία των «Βατραχιών». Πώς θα αντιμετωπίσετε το έργο αισθητικά;
«Δεν θα ήθελα να μιλήσω για την εικόνα της παράστασης, ώστε να αποκαλυφθεί όταν ο θεατής μπει στο κοίλον της Επιδαύρου. Η εικόνα είναι η οπή για να μπει στον κόσμο που δημιουργεί η παράσταση, για να γίνει ο θεατής μέρος του. Γιατί ο θεατής είναι ο μεγάλος φιλοξενούμενος στο «σπίτι» μας και εμείς πρέπει να του πούμε «κόπιασε». Θέλουμε να χτίσουμε μια σχέση μαζί του, η οποία δεν είναι αυτονόητη με την αγορά του εισιτηρίου. Είναι αμφίδρομη αυτή η σχέση, μετατοπιζόμαστε και οι δύο για να συναντηθούμε».
Τι εννοείτε;
«Η παράσταση είναι ένας μηχανισμός που ανατροφοδοτείται συνεχώς από τη θέαση. Είναι και ευθύνη του θεατή λοιπόν πώς θα θέσει αυτόν τον μηχανισμό προς χρήση. Πρέπει να βγούμε όλοι από το βλέμμα της τηλεόρασης που μας θέλει καθισμένους, επαναπαυμένους. Είναι εύκολο να κοιτάζουμε, αλλά δύσκολο να σχετιστούμε. Εμείς είμαστε εκεί για να «ματώσουμε», για να «θυσιαστούμε» όπως λέγαμε πριν για τον θεατή».
Οπότε το γεγονός ότι θα απευθυνθείτε σε ένα τόσο μεγάλο κοινό στην Επίδαυρο δεν σας ωθεί να κάνετε πιο «εύπεπτη» τη ματιά σας στους θεατές;
«Αντιθέτως, έχεις την ευθύνη να γίνεις πιο οξύς, πιο ακριβής, όχι όμως πιο εύκολος».
Διόνυσος ο Αρης Σερβετάλης, Ξανθίας ο Μιχάλης Σαράντης. Θυμάμαι, την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε μου λέγατε πόσο θα θέλατε να συνεργαστείτε μαζί του…
«Ναι, η επιθυμία προηγούνταν της συνάντησης. Είναι ευλογία να δουλεύεις με τον Μιχάλη, υπέροχος περφόρμερ, όπως και όλοι που παίζουν στην παράσταση βέβαια. Και ύστερα η σχέση του με τον Αρη… Φέρουν μια συγγένεια στον τρόπο που αντιλαμβάνονται τη σκηνική τους τοποθέτηση. Είναι υπερβολικά δημιουργικοί. Θα έλεγα ότι είναι το απόλυτο σκηνικό ζεύγος».
Αλήθεια, ως σκηνοθέτις είστε αυστηρή; Φωνάζετε στους ηθοποιούς σας;
«Δεν είμαι ο άνθρωπος που παράγει ή εκθέτει τους άλλους σε εντάσεις. Αντίθετα τις απεχθάνομαι».
Πάντως για πολλά χρόνια μοιάζει να είχε εγκαθιδρυθεί στο ελληνικό θέατρο το μοντέλο του «δυνάστη σκηνοθέτη».
«Ναι, και παράλληλα είχε δημιουργηθεί εύλογα και ένα περιβάλλον αντίδρασης από τους ηθοποιούς. Προσωπικά, όταν συναντώ έναν ηθοποιό, καταλαβαίνω ποια ήταν η προηγούμενη σχέση του με τον σκηνοθέτη του, από πού προέρχεται».
Εσείς αγαπάτε τους ηθοποιούς σας;
«Μα γίνεται και αλλιώς; Ο ηθοποιός ακουμπά μπροστά στον σκηνοθέτη τον σπόρο του. Πώς μπορείς να μεγαλώσεις αυτόν τον σπόρο με μαστίγιο; Δεν γίνεται. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να κοπιάσουμε και οι δύο. Γιατί εγώ θα πάρω τον σπόρο που μου ακούμπησες, θα τον ποτίσω, θα τον προστατεύσω, αλλά και εσύ οφείλεις να γίνεις όμορφος, να γίνεις ψηλός, να βγάλεις φύλλα. Αν είμαι κάτι, είναι απαιτητική με τις δυνατότητες των περφόρμερ, πρέπει ν’ ανθήσουν».
Κεφάλαιο Επίδαυρος. Πρώτη φορά σκηνοθετείτε στο αργολικό θέατρο. Το γεγονός αυτό σας δημιουργεί άγχος ή τελικά η Επίδαυρος είναι ένα ακόμη θέατρο;
«Στο παρελθόν υπήρξα κολυμβήτρια. Εκανα πρωταθλητισμό. Καμία πισίνα δεν ήταν ίδια με την άλλη και ας είχαν τις ίδιες διαστάσεις. Ετσι και η Επίδαυρος δεν μοιάζει με κανένα άλλο θέατρο. Είναι ένα μνημείο που έχει φτιαχτεί για εμάς, για να συντελεστεί η θεατρική εμπειρία. Και την ίδια στιγμή υπάρχει έξω από εμάς αιώνες τώρα, στέκει εκεί. Σαν ένα υπεραιωνόβιο ηχείο που περιμένει να μας σχετίσει με κάτι μεγαλύτερο. Το ηχείο για να ακουστεί η «φωνή» της παράστασης πιο δυνατά».
Την κριτική της επόμενης ημέρας, που συνοδεύει πάντα μια παράσταση που παρουσιάζεται στην Επίδαυρο, τη φοβάστε;
«Η κριτική οφείλει να έχει γνώμη. Πολλές φορές αποτυγχάνει στις προθέσεις της. Μια εμπαθής κριτική επικοινωνεί κάτι άλλο τελικά, ακόμα και αν νομίζει ότι εκφέρει προσωπική άποψη. Οτιδήποτε κάνουμε και λέμε αν είναι αποθήκη εμπάθειας είναι προβληματικό. Ξέρετε, κανείς καλλιτεχνικά δεν αισθάνεται φτασμένος. Αντίθετα κάθε παράσταση είναι μια προσπάθεια να ακουμπήσεις την αρετή».
Στο παρελθόν με τον σύζυγό σας Αρη Σερβετάλη είχατε βρεθεί στο στόχαστρο όταν εκείνος αποφάσισε να αποσυρθεί από την παράσταση «Ρινόκερος» εξαιτίας της απαγόρευσης της εισόδου των ανεμβολίαστων στους θεατρικούς χώρους. Θεωρείτε ότι λόγω της στάσης που υιοθετείτε οι δυο σας γενικότερα στη ζωή κάποιοι μπορεί να σας περιμένουν στη γωνία;
«Πιο πολύ από πριν; Ειλικρινά δεν ξέρω. Ευτυχώς, ακόμα και τότε που βρισκόμασταν σε εκείνη την κόκκινη ζώνη προσπαθούσαμε να μην επηρεαζόμαστε. Από την άλλη, κατανοώ ότι ο καθένας έχει ένα προσωπικό κριτήριο στο τι εγκρίνει. Ομως δεν μπορούμε και εμείς να πάψουμε να είμαστε αυτό που είμαστε, ο καθένας τον δρόμο του».
«Βατράχια»: Στις 28 και 29 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.
Παίζουν (αλφαβητικά): Μιχάλης Θεοφάνους, Αλεξάνδρα Καζάζου, Εκτορας Λιάτσος, Μαίρη Μηνά, Νάνσυ Μπούκλη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Αργύρης Ξάφης, Κυριάκος Σαλής, Μιχάλης Σαράντης, Αρης Σερβετάλης.