Γεννημένος πριν από 84 χρόνια στην Πιατσέντζα της Ιταλίας, ο Μάρκο Μπελόκιο από πολύ νωρίς κέρδισε μια θέση στη νέα γενιά πολιτικοποιημένων δημιουργών της δεκαετίας του 1960, στην οποία ανήκουν δημιουργοί όπως ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και αδελφοί Ταβιάνι.
Ο Μπελόκιο εμφανίστηκε στα φιλμ μεγάλου μήκους με την κλασική πλέον ταινία «Γροθιά στην τσέπη» (1965). Αργότερα με δημιουργίες όπως οι «Εις το όνομα του πατρός» και «Βιασμός στην πρώτη σελίδα» κατάφερε να προκαλέσει αίσθηση και εντάσεις καυτηριάζοντας διάφορα ζητήματα της ιταλικής κοινωνίας, από την Εκκλησία και την παιδεία ως την πολιτική, τη Μαφία και την τρομοκρατία. Πολλά από τα θέματά του έχουν πηγή σημαντικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (ο «Γλάρος» του Τσέχοφ, ο «Ερρίκος Δ’» και η «Παραμάνα» του Πιραντέλο, ο «Διάβολος στο κορμί της» του Ραϊμόν Ραντιγκέ), ενώ το 2021 η σειρά «Esterno Notte» που γύρισε για τη δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών έκανε θραύση (με το ίδιο θέμα είχε ασχοληθεί και στην ταινία «Καλημέρα νύχτα» το 2002).
Κατά τη διάρκεια της 60χρονης πλέον καριέρας του, ο Μάρκο Μπελόκιο δεν σταμάτησε να πειραματίζεται με τη μικρού μήκους παραγωγή και η τελευταία του, το δεύτερο κεφάλαιο της μικρού μήκους ταινίας «Se posso permettermi» (2021), παρουσιάστηκε εφέτος στο Φεστιβάλ Βενετίας, δίνοντας την αφορμή για αυτή τη συνέντευξη. Στο ίδιο φεστιβάλ, παίχθηκε και η ταινία της Φραντσέσκα Κομεντσίνι «Il tempo che ci vuole», στην οποία ο Μπελόκιο έκανε την παραγωγή.
Οταν το 2021 γυρίσατε το πρώτο κεφάλαιο του «Se posso permettermi», είχατε ήδη στο μυαλό σας το δεύτερο κεφάλαιο που παρουσιάζετε σήμερα;
«Οχι. Οταν έφτιαξα το πρώτο κεφάλαιο, δεν είχα καν σκεφτεί ότι θα μπορούσα να κάνω ένα δεύτερο. Το πρώτο κεφάλαιο έχει να κάνει με αυτόν τον άνθρωπο, τον Φάουστο, ο οποίος περιφέρεται από εδώ και από εκεί, σκέφτεται, προσπαθεί να επικοινωνήσει με κάποιες γυναίκες, περιπλανάται. Κατά κάποιον τρόπο, οι σκέψεις του μετατρέπονται σε λέξεις. Το πρώτο κεφάλαιο τελειώνει με το πλάνο στο παράθυρο. Και για εμένα εκεί τελείωναν όλα».
Οπότε πώς προέκυψε το δεύτερο κεφάλαιο;
«Οπως πολύ καλά γνωρίζουμε, στη ζωή όλα εξελίσσονται. Τέσσερα χρόνια αργότερα είδα ότι το «Se posso permettermi» δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό μου και σκέφτηκα «γιατί όχι ένα δεύτερο κεφάλαιο, με τον ίδιο ηθοποιό, τον Φάουστο Ρούσο Αλέσι, στον ρόλο του Φάουστο;». Μάλιστα, αυτή την περίοδο σκέφτομαι ένα τρίτο κεφάλαιο και πάλι με τον ίδιο χαρακτήρα και τον ίδιο ηθοποιό. Αυτή τη φορά ο Φάουστο αρχίζει να σκέφτεται καλύτερα την πρόταση που του κάνει ο ιερέας στη δεύτερη ταινία και αποφασίζει να εργαστεί…».
Το ζήτημα της εργασίας ή, μάλλον, της μη εργασίας του Φάουστο είναι σημαντικό και στις δύο ταινίες. Ο Φάουστο αρνείται να εργαστεί. Πιστεύετε ότι κατά κάποιον τρόπο αυτό είναι ένα γενικότερο φαινόμενο στην Ιταλία σήμερα ή στον κόσμο γενικότερα;
«Ναι, θα μπορούσα να πω ότι είναι. Εξάλλου και στις δύο ταινίες οι αναφορές του Φάουστο στη μητέρα του είναι συχνότατες. Στην πρώτη ταινία νιώθεις ότι η σκιά της μητέρας του καλύπτει κάθε γυναίκα που συναντάει. Συνέχεια αναφέρεται στη μαμά του. «Αν η μαμά μου ήταν ζωντανή, θα μπορούσε να με συντηρήσει με τη σύνταξη του συζύγου της». Πολύ απλά, όπως είπατε, ο Φάουστο αρνείται να εργαστεί. Και νομίζω ότι πολύς νέος κόσμος, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά παντού στον κόσμο, προτιμά να ζει μέσα στην ασφάλεια που του προσφέρουν οι γονείς του».
«Ο Φάουστο είναι ένας χαμένος άνθρωπος, όχι επειδή το επέλεξε, δεν επέλεξε να ζει στη φτώχεια, δεν αποφάσισε να γίνει ερημίτης, δεν επέλεξε την ελευθερία του. Η συμπεριφορά του θα έλεγα ότι είναι παρόμοια με ενός παιδιού.»
Πώς θα σκιαγραφούσατε αυτόν τον χαρακτήρα, τον Φάουστο;
«Ο Φάουστο είναι ένας χαμένος άνθρωπος, όχι επειδή το επέλεξε, δεν επέλεξε να ζει στη φτώχεια, δεν αποφάσισε να γίνει ερημίτης, δεν επέλεξε την ελευθερία του. Η συμπεριφορά του θα έλεγα ότι είναι παρόμοια με ενός παιδιού. Για παράδειγμα, πηγαίνει και κρύβεται στην ντουλάπα όταν θέλει να αποφύγει τη συνάντηση με κάποιον που θα τον φέρει σε δύσκολη θέση. Είναι ένας πολύ εύθραυστος άνθρωπος».
Κάτι που επίσης παρατηρεί κανείς στο «Se posso permettermi» είναι ότι όπως πολλές ταινίες σας, π.χ. το «Χαμόγελο της μητέρας μου» ή τα «Ονειρα γλυκά», κινείται στο όριο πραγματικότητας και φαντασίας. Θα λέγατε ότι σας αρέσει να κινείστε σε αυτή τη λεπτή γραμμή;
«Ναι, έχετε δίκιο με την παρατήρησή σας. Συχνά, ενώ ξεκινάμε από ένα σενάριο με ρεαλιστικές βάσεις ή πραγματικά γεγονότα, κατά τη διάρκεια του γυρίσματος η αφήγηση και η ιστορία κατά κάποιον τρόπο κινούνται. Και φτάνουν σε ένα επίπεδο που συχνά είναι ένα σημείο ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη μη πραγματικότητα.
Παρ’ όλα αυτά, η σύνδεση με την ιστορία εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτός είναι απλώς ένας τρόπος για να εκφράσεις συναισθηματικούς κόσμους και καταστάσεις μυαλού. Χρησιμοποιώ συχνά αυτή την τεχνική, ακόμα και σε έργα περιόδου όπως η σειρά «Esterno note» (για τη δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών). Στη σκηνή της απαγωγής του Αλντο Μόρο βλέπουμε τον Πάπα να κάνει κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θα τον φανταζόμασταν να κάνει. Ηταν ένας τρόπος για να δείξω την αίσθηση της απώλειας του φίλου του, του Μόρο».
Ετσι πάντως όπως εξελίσσεται αυτό το σχέδιο, δεν θα μπορούσε κάποια στιγμή να υπάρξει σύνδεση των κεφαλαίων σε μια ενιαία μεγάλου μήκους ταινία;
«Ωωω, δεν ξέρω για αυτό. Είναι πολύ νωρίς για να το δούμε έτσι. Εργαζόμαστε πάντως με μεγάλη ελευθερία. Η ελευθερία είναι η λεπτή γραμμή μέσω της οποίας συνδέονται αυτές οι μικρού μήκους δουλειές. Η ελευθερία και η τύχη παίζουν σημαντικό ρόλο στην καριέρα ενός κινηματογραφιστή. Για παράδειγμα, αυτό το δεύτερο επεισόδιο που είδατε βρέθηκε κατά τύχη εδώ στη Βενετία. Ετυχε να το δει ο (καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ) Αλμπέρτο Μπαρμπέρα και γι’ αυτό μας κάλεσε. Ποτέ δεν είχαμε την πρόθεση να το παρουσιάσουμε σε κάποιο φεστιβάλ».
Πώς θα ορίζατε την έννοια της ελευθερίας πάνω στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό σχέδιο;
«Τα πράγματα έγιναν πολύ απλά και πραγματικά με ελευθερία. Συνεργάστηκα με κάποιους σπουδαστές κινηματογράφου στο workshop στο οποίο κάθε χρόνο το καλοκαίρι αφιερώνω δύο εβδομάδες (το εν λόγω workshop λαμβάνει χώρα στο χωριό Μπόμπιο που βρίσκεται κοντά στην Πιατσέντζα, στα βόρεια της Ιταλίας, ανάμεσα στη Μπολόνια και στο Μιλάνο). Δεν είχαμε καμία τέτοια πρόθεση. Απλώς… έγινε».
Πώς θα χαρακτηρίζατε την εμπειρία σας ως δασκάλου του κινηματογράφου;
«Δεν διδάσκω, απλώς μοιράζομαι κινηματογραφικές εμπειρίες με νεαρούς φερέλπιδες κινηματογραφιστές, όπως ήμουν και εγώ κάποτε»
Για να επιστρέψουμε στο θέμα της κινηματογραφικής ελευθερίας, πιστεύετε ότι σήμερα έχετε την ίδια ελευθερία με την εποχή που ξεκινούσατε; Μήπως στην πορεία αυτή η ελευθερία μειώθηκε;
«Οπωσδήποτε η ελευθερία είναι μεγαλύτερη όταν φτιάχνεις μια ταινία μικρού μήκους, συγκριτικά ας πούμε με μια σειρά για την τηλεόραση ή για πλατφόρμα ή με μια μεγάλου μήκους ταινία. Σε κάθε περίπτωση, παντού, η ελευθερία, κάθε μορφής ελευθερία, έχει την ανάγκη υπεράσπισης, άμυνας.
Στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, όταν διακυβεύονται πολλά χρήματα, εκατομμύρια ευρώ, είσαι αναγκασμένος να κάνεις υπολογισμούς. Γι’ αυτό και πιστεύω, όπως πάντα πίστευα, ότι η δουλειά του δημιουργού είναι γεμάτη συμβιβασμούς. Η γραμμή ανάμεσα στους συμβιβασμούς που αποδέχεσαι και εκείνους τους οποίους κανονικά δεν θα αποδεχόσουν, γιατί θα ένιωθες ότι προδίδεις κάτι δικό σου, το όραμά σου, τις αξίες σου, είναι πολύ λεπτή».
Εσείς έχετε βρεθεί μπροστά σε διλήμματα τέτοιου τύπου συμβιβασμών;
«Φυσικά. Και μπορώ να σας πω ότι όλοι οι κινηματογραφιστές, ακόμα και οι μεγαλύτεροι, όπως, για παράδειγμα, ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, έχουν αναγκαστεί να κάνουν συμβιβασμούς. Αναγκάστηκαν, π.χ., να συμβαδίσουν με αυτό που θέλει το παγκόσμιο κοινό με αποτέλεσμα να επιλέξουν ηθοποιούς που ίσως να μην ήθελαν οι ίδιοι. Επίσης, είναι πάνω-κάτω γνωστό ότι στο καστ μιας ταινίας πρέπει να βρίσκεται η γυναίκα του παραγωγού, ακόμα και αν δεν είναι η σωστή επιλογή για τον ρόλο. Αναγκάστηκαν να αφαιρέσουν πράγματα που ήθελαν να πουν με την ταινία τους.
Η δημιουργία ενός οπτικοακουστικού έργου είναι μια μεγάλη διαδικασία που ουσιαστικά έχει να κάνει με την ικανότητά σου να κινείσαι ελεύθερα κάνοντας συμφωνίες με όλους τους παίκτες που σχετίζονται με αυτό που έχεις στο μυαλό σου να κάνεις. Φυσικά, σε μια ταινία όπως το «Se posso permettermi» είναι απολύτως ρεαλιστικό να μιλάς για ελευθερία. Αλλά είναι μια μικρού μήκους ταινία. Για να μπορέσεις να αρνηθείς τον συμβιβασμό σε κάτι μεγάλο που θες να κάνεις, θα πρέπει να είσαι απόλυτα σίγουρος ότι δεν θέλεις να καταστρέψεις την ελευθερία και τις αξίες σου.
Υπάρχει ένα σύνορο που δεν πρέπει να περάσεις, ειδάλλως θα έρθεις σε σύγκρουση με την ιδεολογία και τις αξίες σου. Αυτό το έχω ζήσει προσωπικά. Μου έχει τύχει να μου πουν ότι μπορώ να κάνω μια ταινία αν πάρω τον συγκεκριμένο ηθοποιό. Ηξερα όμως ότι αυτός ο ηθοποιός θα κατέστρεφε την ταινία, οπότε επέλεξα να μην κάνω την ταινία. Βαθιά μέσα σου ξέρεις τι μπορείς να κάνεις και τι όχι προκειμένου να μη βλάψεις το όνομα, την εικόνα και τα «πιστεύω» σου».
Υπάρχει κάτι στο οποίο εργάζεστε αυτή την εποχή ή κάτι με το οποίο θα θέλατε να ασχοληθείτε;
«Υπάρχει μια σειρά για τον Ενζο Τόρτορα, έναν διάσημο τηλεπαρουσιαστή της Ιταλίας από τη Γένοβα που το 1993 συνελήφθη αδίκως για ναρκωτικά και σχέσεις με την Καμόρα και φυλακίστηκε. Ηταν μια κλασική περίπτωση λανθασμένης απόδοσης δικαιοσύνης, μια αληθινή τραγωδία, διότι στο τέλος πέθανε».