Διανύει τη δεύτερη τριετία στη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας του θεσμού που το 2025 γίνεται 70 ετών. Και αυτός ο εορτασμός συμπίπτει με την ολοκλήρωση της θητείας της. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, μετά και την ανακοίνωση του εφετινού προγράμματος, ξεδιπλώνει στο «Βήμα της Κυριακής» σκέψεις και απόψεις για το παρόν και το μέλλον του Φεστιβάλ.
Πώς στήνετε το πρόγραμμα;
Θα έλεγα ότι είναι σαν ένας κύκλος. Ξεκινάμε με κάποιους στόχους, κάποιοι άλλοι μπαίνουν μετά – ακόμα και τεχνικοί. Για παράδειγμα, μπορεί εφέτος να πρέπει να έχουμε περισσότερες νέες φωνές, καλλιτέχνες που δεν έχουμε ξαναφέρει στην Ελλάδα, οπότε πάμε να ψάξουμε προς τα εκεί. Από την άλλη υπάρχουν στόχοι που είναι διαχρονικοί – συνδυασμός πληθώρας καλλιτεχνικών γλωσσών, θεματικές. Δεν ξεκινάς από το μηδέν. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια στροφή προς το πολιτικό, ακόμα και στις προσωπικές αφηγήσεις, αλλά και αυτές εντάσσονται σε ένα μεγάλο πολιτικό κομμάτι, που δεν μπορείς να αγνοήσεις. Άλλες φορές μπορεί να υπάρχουν στόχοι που έχουν να κάνουν με ηπείρους ή χώρες – εκεί μας απασχολεί και το οικονομικό αλλά και το οικολογικό. Δεν μπορείς να φέρεις κάποιον, ας πούμε, από την Ιαπωνία μόνο εσύ στην Ευρώπη. Γι’ αυτό προσπαθούμε να κάνουμε συμπράξεις με άλλα φεστιβάλ – Αβινιόν, Βαρκελώνη. Είμαστε στην πέμπτη χρονιά και υπάρχουν πράγματα που τα δουλεύουμε εδώ και τρία χρόνια. Γενικώς ο προγραμματισμός είναι πεδίο τρομερών ανατροπών. Από την εμπειρία μου έχω διαπιστώσει ότι συχνά σχεδιάζεις πράγματα, ιδιαιτέρως τα διεθνή φιλόδοξα εγχειρήματα – είναι η στόχευσή μας – που τελικά ακυρώνονται ακόμα και γιατί ακυρώθηκε η μόνη πτήση που βόλευε την ορχήστρα….
Ποια λάθη δεν θα ξανακάνατε;
Όλοι μας, η ομάδα των καλλιτεχνικών συμβούλων, οι άνθρωποι του γραφείου, το Διοικητικό Συμβούλιο, συνυπολογίζουμε όλα τα διδάγματα. Και συχνά παίρνουμε ρίσκα που ξέρουμε ότι είναι ρίσκα. Για παράδειγμα, δεν είναι όλες οι παραστάσεις για να γεμίσουν, αλλά όλες έχουν λόγο ύπαρξης. Υπάρχουν περιπτώσεις που τελικά ήταν αρκετά διαφορετικές από αυτό που περιμέναμε.
Βασίζεστε στις χορηγίες;
Το Φεστιβάλ στην 70χρονη ιστορία του ξεκίνησε να έχει τμήμα μάρκετινγκ – χορηγιών έναν χρόνο πριν έρθω εγώ. Παλιότερα μπορεί να γίνονταν μεμονωμένες κινήσεις, αλλά δεν ήταν οργανωμένο. Εφέτος σε σχέση με πέρυσι έχουμε 50% αύξηση της χορηγίας, ένας πραγματικά μεγάλος αριθμός, αλλά δεν πρέπει επ’ ουδενί να θεωρηθεί εντυπωσιακό. Η εμπιστοσύνη είναι εντυπωσιακή. Εκτός από εμένα, ασχολούνται με τις χορηγίες και άλλα στελέχη της διοίκησης, άνθρωποι από το τμήμα επικοινωνίας, μέλη του ΔΣ. Δεν το τρέχω μόνο εγώ. Ούτε θέλω να θεωρηθεί προσωπικό επίτευγμα. Πάντως εξακολουθούμε να βασιζόμαστε στην κρατική επιχορήγηση από το υπουργείο Πολιτισμού.
Ποιος είναι ο προϋπολογισμός;
Δώδεκα εκατομμύρια. Ήταν 10,5 μέχρι πέρυσι – η αύξηση αφορά την αύξηση των μισθών. Εξ αυτών τα 4,5 περίπου είναι το καλλιτεχνικό πρόγραμμα.
Πάμε στην Επίδαυρο, που τα τελευταία χρόνια ανοίγει συζητήσεις…
Νομίζω ότι εδώ αξίζει να σημειώσουμε πρώτα απ’ όλα ότι η Επίδαυρος έχει ευρεία γκάμα επιλογών, έχει κάτι για κάθε καλόπιστο θεατή. Δεύτερον, φυσικά λαμβάνουμε υπ’ όψιν το κοινό και τις αντιδράσεις του, γιατί είναι ένα Φεστιβάλ που γίνεται με κάποιους στόχους. Κι έχει αποδέκτες ένα ζωντανό κοινό, οπότε πρέπει να δεις μέχρι πού φτάνουν τα όρια. Από την άλλη, δεν μπορείς να διοικήσεις και να διευθύνεις αν φοβάσαι. Κανένας καλλιτέχνης και καμία πρόταση δεν προχώρησαν με δειλία. Και αυτό είναι κάτι που νομίζω ότι με ακολουθεί γενικά, όχι ειδικά σε αυτή τη θέση από την οποία έτσι κι αλλιώς περαστική είμαι. Είναι μια ωραία φάση της ζωής – αλλά φάση. Εφέτος θα δούμε την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» από τον Τιμοφέι Κουλιάμπιν, που είναι κοντά στο κείμενο του Ευριπίδη, σε μετάφραση βέβαια στα νέα ελληνικά. Δεν πρόκειται όμως για μια νέα δραματουργία – θα έχει σύγχρονη όψη. Η δεύτερη του Ροντρίγκες, ήδη από τον τίτλο «Hecuba, not Hecuba», δείχνει την πρόθεσή της. Πέρυσι στη «Μήδεια» είχε γίνει ευρύτατη συζήτηση σχετικά με τον τίτλο. Είχαμε υπογραμμίσει ότι ήταν του Κάστορφ, όχι του Ευριπίδη. Εφέτος ο τίτλος δεν είναι καν «Εκάβη». Τι θέλω να πω; Ότι όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να μπει στο Ιντερνετ, να ανοίξει το flyer και να διαβάσει σχετικά. Δεν μπορείς να κάνεις λάθος, να πεις «εγώ ήρθα να ακούσω τον λόγο του αρχαίου τραγικού» – θα τον ακούσεις εν μέρει. Μπορείς να διαλέξεις. Δεν είναι όλες οι παραστάσεις για όλους, αλλά θεωρώ χρέος μου, ακριβώς επειδή έχω μεγαλώσει με αυτή την παράδοση και την αγαπώ, να δείξουμε στο κοινό με ποιους ακόμα τρόπους αυτή η παράδοση μεθερμηνεύεται σήμερα. Είναι χρέος του Φεστιβάλ. Το Φεστιβάλ είναι μια γιορτή απόψεων, διαφορετικών οπτικών. Δεν θα ήταν Φεστιβάλ αν ήταν ένα πράγμα.
Πώς σχολιάζετε τις αντιδράσεις του κοινού;
Το πρόβλημα είναι οι μεμονωμένες φωνές φανατισμού που δημιουργούν αυτές τις εστίες. Για παράδειγμα, το ’21 που ο Οστερμάγιερ ανέβασε ένα καινούργιο έργο για πρώτη φορά στα χρονικά, της Μάγια Τσάντες, τον «Οιδίποδα», με τέσσερις ηθοποιούς σε ένα εξοχικό και ένα μπλέντερ, δεν είδα να ωρύεται κανείς. Γιατί; Γιατί έτυχε αυτές οι μεμονωμένες φωνές, λίγο γραφικές κατά τη γνώμη μου, που κάπως παίρνουν πάνω τους την αποστολή μιας δήθεν διάσωσης των αρχαίων ημών προγόνων, να μην το πάρουν χαμπάρι. Δημιουργούν κλίμα ενώ δεν υπάρχει. Επειδή το μνημείο είναι αρχαίο, δεν σημαίνει ότι και οι παραστάσεις πρέπει να είναι αρχαιοπρεπείς. Αυτό είναι μια κάποια περιορισμένη αντίληψη για τη σύγχρονη τέχνη. Το μνημείο το σεβόμαστε, το διατηρούμε, το φροντίζουμε. Η τέχνη εντός του οφείλει να μιλάει στο σήμερα, στο μέλλον. Υπάρχει μεγάλη παρεξήγηση. Είναι ένα ζωντανό θέατρο – καλύτερα να έχει αντιδράσεις. Είναι δείγμα υγιούς επιλογής. Κάποιες από τις παραστάσεις, δεν λέω όλες, να διχάζουν το κοινό. Αυτό σημαίνει ότι κάνουμε καλά τη δουλειά μας. Γιατί φτιάξαμε κάτι που παθιάζει. Αυτά είναι τα διεθνή φεστιβάλ, έτσι συμβαίνει παντού.
Συχνά η θεματολογία των έργων έχει πολιτική χροιά που άπτεται της επικαιρότητας.
Όντως. Ιδιαιτέρως στη Δυτική Ευρώπη, που δίνει εν πολλοίς τον τόνο για το πού πηγαίνει η σύγχρονη δραματουργία, υπάρχει η επικράτηση τέτοιων κατευθύνσεων. Όχι μόνο στην Ευρώπη. Το είδα τώρα που ήμουν στην Αργεντινή ή στη Βραζιλία. Υπάρχει η επικράτηση πραγμάτων της σύγχρονης ατζέντας – ταυτότητα, περιβάλλον, προσωπική ιστορία. Και η κλασική δραματουργία υποχωρεί, δεν την επιλέγουν τόσο συχνά. Αντιθέτως, υπάρχει ενδιαφέρον για την κλασική λογοτεχνία. Λιγότερο θα βρεις έναν Σαίξπηρ, έναν Μολιέρο. Βέβαια στα μεγάλα θέατρα, στις μεγάλες σκηνές, υπάρχουν στο ρεπερτόριό τους. Επειδή τα τελευταία χρόνια ταξίδεψα πραγματικά πολύ και είδα πολλά, ομολογώ ότι και εμένα μου λείπουν συχνά τέτοιες παραστάσεις. Εφέτος μάλιστα είχαμε ένα-δύο κλασικά που τελικώς δεν καταφέραμε να φέρουμε, για τεχνικούς λόγους. Αλλά είναι λίγα πια.
Διανύετε την 5η χρονιά ως επικεφαλής του Φεστιβάλ. Κερδίσατε τον σεβασμό, όχι ως άτομο, αλλά ως φύλο;
Είναι θλιβερή η εξαίρεση αυτή και της ηλικίας και του φύλου. Από τη μια είναι πολύ τιμητικό και από την άλλη λες «τόσα χρόνια περάσαν κι ήμουν εγώ η πρώτη». Έχω κερδίσει, έχω καταλάβει πολλά και σίγουρα η εμπειρία, η δουλειά με την oμάδα του Φεστιβάλ με έχει πλουτίσει και με όπλα νέα. Οι γυναίκες όμως γενικά νομίζω ότι έχουν πολύ δρόμο να κάνουν για να φτάσουν στο επίπεδο των ανδρών σε τέτοιες θέσεις. Ακόμα και από τις ίδιες τις γυναίκες πολλές φορές μπορεί να υπάρχει διάκριση. Δεν μας αρέσει να το λέμε, αλλά είναι αλήθεια.
Το βλέμμα των άλλων απέναντί σας άλλαξε;
Δεν νομίζω. Απλώς δεν το σχετίζω μόνο με το φύλο. Υπάρχει όμως μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, επειδή έχω διατρέξει πολλά χιλιόμετρα.
Το 2025 θα γιορτάσουμε τα 70 χρόνια του Φεστιβάλ. Τι ετοιμάζετε;
Αρχικά για εμένα προσωπικά είναι πολύ συγκινητικό. Δεν το περίμενα ποτέ στη ζωή μου όταν έπαιζα παιδάκι στο Ξενία, όταν ζούσα αυτές τις μεγάλες στιγμές με τους γονείς μου, ότι θα βρεθώ να είμαι διευθύντρια στο Φεστιβάλ στα 70 του χρόνια. Έχουμε έναν μεγαλόπνοο σχεδιασμό, που εδώ και καιρό έχουμε καταθέσει στο υπουργείο – πρέπει να γίνουν έξτρα πράγματα από το κανονικό πρόγραμμα. Θα θέλαμε οπωσδήποτε να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ, κάποια καλλιτεχνικά γεγονότα που σχετίζονται με την επέτειο, αναθέσεις που έχουν να κάνουν με το αρχείο του Φεστιβάλ – έργο, έκδοση, ταινία, μεγάλες παραστάσεις με καλλιτέχνες που σημάδεψαν την πορεία του την τελευταία 25ετία. Ελπίζουμε να τα καταφέρουμε. Χρειαζόμαστε έξτρα στήριξη χορηγών, που είμαι σίγουρη ότι θα βρούμε, γιατί πραγματικά πρόκειται για μια σημαντική επέτειο για την Ελλάδα και την Ευρώπη γενικότερα.
Το ’25 ολοκληρώνεται και η δεύτερη θητεία σας. Τι σκέφτεστε;
Υπάρχουν προτάσεις που μας έχουν γίνει, που δεν μπορούμε να έχουμε το ’25, αλλά αφορούν το ’26 και αποτελούν μια παρακαταθήκη. Αλλά χωρίς καμία δέσμευση για τον επόμενο.
Εσείς όχι;
Όχι. Ο επόμενος ή η επόμενη.
Η εμπειρία αυτή μπορεί να σας ανοίξει νέους δρόμους στη διοίκηση;
Από μικρή μου έδινε χαρά να οργανώνω, να έχω τη συνολική ευθύνη διαφόρων εγχειρημάτων είτε στο σχολικό επίπεδο είτε, μετά, στη σχολή. Πάντα ήμουν μπλεγμένη στα κοινά – υπήρχε ένα μάτι τέτοιο. Αλλά και οι σκηνοθεσίες μου ήταν πάντα σύνθετες και σιγά-σιγά με τα χρόνια έγιναν και πιο απαιτητικές. Δεν με τρόμαζαν οι ευθύνες. Υπήρχε και ένα θέατρο που το λειτουργούσαν οι γονείς μου, που ήταν καλλιτέχνες, και αυτό μου έδωσε μια εξοικείωση – θα μπορούσε να μην μου αρέσει. Όταν ήρθε η πρόταση για το Φεστιβάλ το ’19, ξαφνιάστηκα γιατί δεν είχα σκεφτεί καθόλου προς αυτή την κατεύθυνση. Μου είχαν έρθει προτάσεις στο παρελθόν για θέσεις ευθύνης στη χώρα μας, αλλά δεν ήταν η στιγμή. Τι θα γίνει στο μέλλον, δεν ξέρω. Η ζωή πάντα φέρνει εκπλήξεις. Ομολογώ ότι δεν νιώθω την ανάγκη η ζωή μου να είναι πάντοτε δεμένη με μια τέτοια θέση διοίκησης. Είναι πραγματικά εξαντλητικό να το συνδυάσεις με την προσωπική καλλιτεχνική σου πορεία και με την προσωπική σου ζωή. Και εδώ θα θέσω και το θέμα του φύλου. Γιατί υπάρχει πολύ λιγότερη ανοχή από την ευρύτερη κοινωνία σε μια γυναίκα που δεν έχει χρόνο γιατί δουλεύει πιο πολύ από έναν άνδρα, σε όλα τα επίπεδα. Πολλές φορές δημιουργεί ακόμα και καχυποψία – «τι κάνει αυτή εδώ, δεν έχει σπίτι να πάει», ενώ για να τον άνδρα «κοίτα τι ευσυνείδητος που είναι»….
Την πολιτική την έχετε σκεφτεί;
Ποτέ. Ούτε θέλω, ευτυχώς. Δεν με ενδιαφέρει. Ένας καλλιτέχνης κινδυνεύει να χάσει την ταυτότητά του αν μείνει καιρό σε τέτοιες θέσεις. Δεν αποκλείω, σε μια άλλη φάση της ζωής μου, να ξαναενδιαφερθώ. Τώρα έχω ανάγκη από τον χρόνο που είχα ως καλλιτέχνις.
Πάμε σε πιο προσωπικά θέματα: «The doctor», το λεύκωμα για τον Σπύρο Ευαγγελάτο, η απώλεια του Γιάννη Φέρτη…
Το «The doctor» θα συνεχίσει και του χρόνου – μετά το Πάσχα πάει Θεσσαλονίκη.
Όσο για το λεύκωμα, ξεκίνησε το ’14 από τον πατέρα μου και τον Γιώργο Πάτσα. Πέρασε πολλές περιπέτειες, παραλίγο να μη βγει. Αλλά χάρη στη Χριστιάνα Μαντζουράνη και στον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο και βέβαια στο ΜΙΕΤ, έγινε μια τέτοια έκδοση – και θέλω να τους ευχαριστήσω όλους, διευθυντές, προέδρους, προηγούμενους, νυν. Η βραδιά της παρουσίασης ήταν τόσο συγκινητική – έγινε βραδιά μνήμης. Βέβαια ήταν και μια εξέχουσα περίπτωση ο πατέρας μου, άφησε τεράστιο έργο. Ο Γιάννης Φέρτης, τώρα, είναι μια μορφή συνδεδεμένη με την ιστορία του Αμφι-Θεάτρου. Εκτός από αυτή την ακτινοβολία, τη σπάνια σεμνότητα, τη γοητεία του, κρατάω πολλές στιγμές. Αλλά θέλω να σταθώ στην παρουσία του στις πρόβες της «Αλκηστης» (Εθνικό). Με πόση λαχτάρα ερχόταν νωρίτερα, έλεγε τι καταπληκτικός που είναι ο ένας, ο άλλος, ο Χορός… Ένας άνθρωπος απόλυτα σύγχρονος, και στο παίξιμό το, χωρίς κανένα σταριλίκι. Του είχα ιδιαίτερη αδυναμία. Με συγκλόνισε ο θάνατός του.