«Σπούδασα ζωγραφική και γλυπτική στο σχολείο και έγινα ηθοποιός κατά λάθος» είχε δηλώσει στο περιοδικό «Parade», αρκετά μεγάλη πια, στα 73 της, η Τζίνα Λολομπρίτζιτα. Στη δήλωση ίσως να υπήρχε δόση αλήθειας, όμως ως κινηματογραφική αστέρας και για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα η Λολομπρίτζιτα, που την περασμένη Δευτέρα απεβίωσε σε ηλικία 95 ετών, δεν θα πρέπει να είχε παράπονο. Πριν από αρκετές δεκαετίες, εκείνες του 1940 και του 1950, το όνομά της βρισκόταν στην κορυφή γιατί σε δύσκολες εποχές είχε καταφέρει να αναδειχθεί σε διεθνή αστέρα. Η «Λα Λολό», όπως την είχαν βαφτίσει, υπήρξε ένα από τα πρώτα κορίτσια της μεταπολεμικής Ιταλίας που έκανε όλον τον κόσμο να πιστέψει ότι η μακαρονάδα δεν ήταν το μοναδικό προϊόν προς… εξαγωγή από τη χώρα της. Στην πατρίδα της την Ιταλία το όνομά της άρχισε να ακούγεται από πολύ νωρίς. Το 1947, σε ηλικία 20 ετών και ενώ είχε ήδη κάνει κάποια πρώτα βήματα στο μόντελινγκ, η Λουιτζίνα Λολομπρίτζιτα, γεννηθείσα στο χωριό Σουμπιάκο στις 4 Ιουλίου 1928, κατάφερε να κατακτήσει την τρίτη θέση στον εθνικό διαγωνισμό ομορφιάς Μις Ιταλία. Στον ίδιο διαγωνισμό μάλιστα, όπου την πρώτη και τη δεύτερη θέση κατέκτησαν αντιστοίχως η Λουτσία Μποζέ και η Τζιάνα Μαρία Κανάλε, οι οποίες επίσης ακολούθησαν καριέρα ηθοποιού, χωρίς όμως ποτέ να κερδίσουν διεθνή αναγνώριση παρόμοια με εκείνην της Λα Λολό. Από την ανωνυμία στη φήμη Οπως συνέβη με πολλές ηθοποιούς, η Τζίνα Λολομπρίτζιτα ξεκίνησε στο σινεμά κρατώντας μικρούς ρόλους, συχνά χωρίς το όνομά της να αναφέρεται στους τίτλους, όπως συνέβη στο κινηματογραφικό ντεμπούτο της, «Aquila nera» (1946) του Ρικάρντο Φρέντα, και στις ταινίες που ακολούθησαν: «L’elisir d’amore», «Il delitto di Giovanni Episcopo» και «Οταν ο πόθος ξυπνά αργά». Ωστόσο η διάρκεια των ρόλων σύντομα θα αυξανόταν και το ενδιαφέρον για αυτήν από την Αμερική δεν θα αργούσε να εκδηλωθεί. Εχει ακουστεί ότι κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του ’40 ο διάσημος αμερικανός επιχειρηματίας και μεγιστάνας του πλούτου Χάουαρντ Χιουζ ήταν εκείνος που την κάλεσε προσωπικά στο Χόλιγουντ. Η Λολομπρίτζιτα πήγε, αλλά αυτή η πρώτη της απόπειρα για καριέρα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεν απέφερε καρπούς. Επέστρεψε στην πατρίδα της, παντρεύτηκε τον σλοβένο γιατρό Μίλκο Σκόφιτς (με τον οποίο απέκτησε το μοναδικό της τέκνο, τον Μίλκο) και αφοσιώθηκε στη δουλειά της. Κατάφερε να γίνει περιζήτητη σε όλα τα κινηματογραφικά είδη. Η γήινη ομορφιά της Λα Λολό ήταν ο άσος στο μανίκι μελοδραμάτων, κοινωνικών δραμάτων, κωμωδιών και ταινιών εποχής. Καθοδηγούμενη από επαγγελματίες σκηνοθέτες όπως ο Λουίτζι Τσάμπα («Campane a martello»), ο Τζόρτζιο Παστίνα («Αλίνα»), ο Μάριο Μονιτσέλι και ο Στένο («Vita da cani») και ο Τζιάνι Φρανκιολίνι («La sposa non puo attendere»), η Λολομπρίτζιτα έκτιζε με σταθερότητα την καριέρα της. Η επιστροφή στο Χόλιγουντ και η αιώνια αντίζηλος Το 1953 η Λολομπρίτζιτα έπαιξε δίπλα στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στο «Πιο δυνατός από τον διάβολο» του Τζον Χιούστον, αλλά ήταν μετά την «Ωραία των ωραίων» (1955) του Ρόμπερτ Λέοναρντ, με συμπρωταγωνιστή τον Βιτόριο Γκάσμαν, που την ονόμασαν «Ομορφότερη γυναίκα του κόσμου». Ο τίτλος έμελλε να την ακολουθήσει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και με τη νέα της προσπάθεια στην Αμερική και το Χόλιγουντ, αυτή τη φορά στέφθηκε με δάφνες: έπαιξε την ακροβάτρια τσίρκου στο «Βαριετέ» (1956), δίπλα στον Μπαρτ Λάνκαστερ και στον Τόνι Κέρτις, την Εσμεράλντα, απέναντι στον Κουασιμόδο του Αντονι Κουίν, στην «Παναγία των Παρισίων» (1956) – που είναι ίσως η καλύτερη ταινία της – και σε λατρεμένες επικές ταινίες όπως η «Ωραία της Καλκούτας» και «Ο Σολομών και η βασίλισσα του Σαββά». Ηταν το πρώτο όνομα. Η αντιπαλότητα ανάμεσα στην Τζίνα Λολομπρίτζιτα και τη νεότερή της ιταλίδα σταρ Σοφία Λόρεν, της οποίας η καριέρα ξεκίνησε λίγο αργότερα, έχει γράψει ιστορία. Οι δύο διασημότητες βρίσκονταν πάντα στα μαχαίρια, πετώντας η μία προς την άλλη δηλητηριώδεις ατάκες. «Εχει περιορισμένη προσωπικότητα» είχε δηλώσει η Λόρεν για τη Λα Λολό, που από την πλευρά της την είχε αποκαλέσει «νόστιμο κοριτσάκι αλλά όχι ότι μπορεί και να με απειλήσει, γιατί είναι αδύνατον να παίξει τις δικές μου ηρωίδες!». Ωστόσο, η καταξίωση της Λόρεν σήμανε προβλήματα στην καριέρα της Λα Λολό, η οποία στη δεκαετία του 1960, όταν η Λόρεν κέρδισε και το Οσκαρ Α’ ρόλου για τις «Δύο γυναίκες», έβλεπε τη δική της καριέρα να φθίνει. Για την ακρίβεια, σε όλη τη δεκαετία του 1960 η Λα Λολό δεν παρουσίασε κάτι το ιδιαίτερο πέρα από δύο αισθηματικές κομεντί με τον Ροκ Χάντσον («Ραντεβού κάθε Σεπτέμβρη», «Δυο ξένοι στο ίδιο κρεβάτι»). Και από το 1972 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η Λολομπρίτζιτα εξαφανίστηκε από τον κινηματογράφο. Νέες καριέρες Αποφασισμένη για την έναρξη μιας νέας καριέρας, αυτή τη φορά στο φωτορεπορτάζ, η Λολομπρίτζιτα, το 1973, εξέδωσε το λεύκωμα «Italia Mia». Από το λεύκωμα δεν έλειπαν ο Πολ Νιούμαν, ο Σαλβαντόρ Νταλί και η Εθνική Ομάδα Ποδοσφαίρου της Δυτικής Γερμανίας, όμως η Λα Λολό δεν έκανε κάποια ιδιαίτερη τομή στον χώρο. Το ευκαιριακά επιτυχημένο πέρασμά της από εκεί οφειλόταν μάλλον στο ήδη διάσημο όνομα της ηθοποιού και όχι στην ποιότητα της δουλειάς της. Είχε όμως μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία γιατί κατάφερε να πάρει συνέντευξη από τον Φιντέλ Κάστρο σε μια εποχή που κάτι τέτοιο αποτελούσε άπιαστο όνειρο για κάθε επαγγελματία δημοσιογράφο. Στη δεκαετία του 1980 η Τζίνα Λολομπρίτζιτα επέστρεψε και πάλι στον χώρο του θεάματος. Η συμμετοχή της στη δημοφιλή αμερικανική τηλεοπτική σειρά «Falcon Crest» την έκανε γνωστή σε ένα νεότερο κοινό που ως τότε δεν τη γνώριζε. Θα ακολουθούσαν και άλλες εμφανίσεις της σε κάποιες σειρές και ταινίες, όμως ουσιαστικά η υποκριτική καριέρα της είχε πλέον τελειώσει. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Λα Λολό έκανε προσπάθεια για κάτι εντελώς διαφορετικό, αυτή τη φορά στην πολιτική, όταν αποπειράθηκε να μπει στο Ευρωκοινοβούλιο. Δεν τα κατάφερε και το σκηνικό επαναλήφθηκε προσφάτως όταν προσπάθησε να εκλεγεί βουλευτής με τη νέα ευρωσκεπτικιστική πολιτική συμμαχία της Ιταλίας ISP. Και πάλι δεν τα κατάφερε. Φαίνεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ένα διάσημο όνομα δεν είναι αρκετό για τα πάντα.