Εφέτος ο Γρηγόρης Βαλτινός θέλησε να γίνει ο  «Αρχιμάστορας Σόλνες» του Ιψεν και μαζί να επιχειρήσει μια αναμέτρηση με τον άνθρωπο, τον Θεό, τον ίδιο του τον εαυτό. «Πρόσφατα», λέει, «απαγγέλλοντας το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Καβάφη συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι το ποίημα του Σόλνες».   

Κύριε Βαλτινέ, τι σας οδήγησε στον Ιψεν;

«Δεν ήθελα να παίξω τον Σόλνες μόνο από αγάπη στα κλασικά, εμβληματικά έργα, αλλά κυρίως γιατί ο ήρωας αυτός ενυπάρχει μέσα σε όλους μας. Κανείς δεν θέλει να είναι παρών στην ήττα του. Ο Σόλνες πάει πέρα από την απώλεια της δύναμης, του έρωτα, της κοινωνικής καταξίωσης, της επαγγελματικής επιτυχίας. Εχει το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, το ανεκπλήρωτο».

Σαν μια πορεία θανάτου;

«Ο Σόλνες θέλει να τα βάλει με τον Θεό, όχι μόνο με την θρησκοληπτική έννοια, αλλά με τη φύση του. Θέλει να την ξεπεράσει. Και οδηγείται σε εθελούσια έξοδο. Θέλει να χαρεί για τελευταία φορά το ύψος που φοβάται (τι ποιητικός συμβολισμός), ενώ ταυτίζει την επιτυχία και την ύπαρξή του με το ύψος. Επίσης από εκεί πάνω θέλει να μιλήσει με τον Θεό, κάτι που τότε θα ήταν σκάνδαλο».

Περιμένατε να μεγαλώσετε;

«Θέλει μια ηλικία ο ρόλος και σίγουρα μια ερμηνευτική ωριμότητα την οποία δεν ξέρω αν έχω αποκτήσει, αλλά την παλεύω. Κάνω αφαίρεση εδώ και χρόνια, με στόχο την αλήθεια, χωρίς υποκατάστατα».

Σας κυνηγάει το ανεκπλήρωτο
στο θέατρο;

«Ναι, αλλά από ένα σημείο και ύστερα, μετά τα είκοσι πρώτα χρόνια, που είναι και το έτος μηδέν, το ανεκπλήρωτο έχει πια να κάνει με αυτά που σου λείπουν και πρέπει να πλησιάσεις, να γνωρίσεις, τον άνθρωπο ως σύνολο. Γι’ αυτό και είναι μεγάλη ανοησία να φροντίζει κανείς μόνο τον εαυτό του. Ετσι τα σκουπίδια που πέταξες, θα πέσουν πάνω σου».

Το εγώ ικανοποιείται δηλαδή;

«Ναι, κάποια στιγμή το εγώ του ηθοποιού ικανοποιείται, και όχι μόνο στιγμιαία. Η ανάγκη για όλα αυτά που θρέφουν το εγώ του πρέπει να μειώνεται μέσα στα χρόνια χωρίς να φεύγει εντελώς το ψώνιο. Αλλιώς δεν μπορείς να ανέβεις στη σκηνή. Πρέπει κάτι να σε σπρώχνει. Είναι εσωτερικό, με κάνει να νιώθω χρήσιμος».

Πότε γίνατε πρωταγωνιστής;

«Ή θα βγεις αρκετά νωρίς ή δεν θα βγεις καθόλου. Πριν από τριάντα χρόνια, γύρω στα 30-35 μου, ένιωσα πρωταγωνιστής. Μια σειρά επιτυχιών, η αποδοχή από το κύκλωμα, η ίδια σου η οικογένεια δηλαδή, σε στέφουν πρωταγωνιστή, θιασάρχη. Κάποια στιγμή σου τηλεφωνεί ένας παραγωγός και σου λέει φύγαμε… Ηταν το «Εκτός ελέγχου» στο Σμαρούλα. Είχαν προηγηθεί πρωταγωνιστικοί ρόλοι, για μια δεκαετία, δίπλα σε μεγάλους, Αλεξανδράκη, Καρέζη, Αλίκη. Μετά άρχισα να σέρνω εγώ κάρο. Μεγάλο άγχος, στρες. Οχι ματαιόδοξο και ναρκισσιστικό, αλλά ευθύνης».

Και η αποτυχία;

«Μεγάλη πίκρα όταν τη ζεις. Μετά νιώθεις ευγνωμοσύνη».

Πώς μπήκε το θέατρο στη ζωή σας;

«Από το σχολείο γύριζα γύρω από τη φλόγα του θεάτρου, «το είχα» πάντα. Στην τελευταία τάξη σκηνοθέτησα ένα έργο, έπαιξα και οι καθηγητές μου, μεταξύ των οποίων και η φιλόλογός μου, μου είπαν «Αν δεν πας εσύ στο θέατρο θα είναι έγκλημα». Πήρα θάρρος. Πέρασα στο Εθνικό και στου Κουν. Διάλεξα το πρώτο, ως πιο ακαδημαϊκό.

Θυμάμαι όταν ήμουν στη Δραματική, μετά τη σχολή έτρεχα κάθε βράδυ να δω όλες τις παραστάσεις – ήταν γύρω στις 50-55».

Πιστεύετε στον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη;

«Ημουν πάντα μέσα στην προοδευτική ιδεολογία, το οφείλω άλλωστε ως καλλιτέχνης. Η συντήρηση δεν έχει εξέλιξη. Επαιρνα θέση, και μάλιστα απροκάλυπτα. Αργότερα κατάλαβα ότι η βασική μου δουλειά δεν είναι αυτή. Προσπαθώ να το τιθασεύσω. Μέχρι που φτάνω στο αμήν και μιλάω πια ανοιχτά, όταν αισθάνομαι ότι με δουλεύουν. Οπως με αυτά που έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν τα Οχι έγιναν Ναι. Πήρα θέση».

Σας κόστισε;

«Κινδυνεύεις να φτάσεις στα όρια της γραφικότητας και της γελοιότητας. Ο κόσμος περιμένει να τον εκφράσουμε. Κι εγώ μιλάω ευθέως, όχι σαν την Πυθία. Αλλά έχουν παρεξηγηθεί τα λόγια μου, από αγραμματοσύνη, βαρεμάρα, γιατί διαβάζουν μόνο τον τίτλο. Κι αρχίζουν να βρίζουν. Το έχω υποστεί και ως δεξιόστροφος και όταν ανέβηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, που μετά με χαρακτήρισαν μετανιωμένο Συριζαίο».

Και τώρα;

«Απογοητεύτηκα και κατάλαβα ότι δεν αξίζει να παίρνεις θέση, γιατί δεν την αντιλαμβάνονται. Είμαι από τους καλλιτέχνες που μιλάνε εξαιρετικά απλοϊκά, λαϊκά, αναλυτικά και ας μπορούσα να είμαι πιο περίπλοκος λόγω της δραματουργίας».

Ο χρόνος είναι εχθρός;

«Μου αρέσει που μεγαλώνω. Γιατί  περνάω σε καινούργια πράγματα, σε άλλους ρόλους. Μου αρέσει που έχω πονηρέψει απέναντι στη ζωή, ξέρω πιο πολλά, ξοδεύω λιγότερη ενέργεια και έχω μεγαλύτερη απόδοση. Δεν μου αρέσει όταν υπάρχει η υποψία αδυναμίας, αναπηρίας, αρρώστιας. Εκεί, πραγματικά, μπορεί να νιώσω την ηλικία μου».

Για τον Δημήτρη Χορν, ο Σόλνες ήταν ο τελευταίος ρόλος.
Το σκεφτήκατε;

«Πολλές φορές. Προς το τέλος της ζωής του κάναμε παρέα με τον Χορν. Μόλις ανακοίνωσα το έργο, το πρώτο πράγμα που πήρα στα χέρια μου ήταν το πρόγραμμα εκείνης της παράστασης. Μου το έστειλε ο Θεοδόσης (σ.σ.: ο στενός συνεργάτης του Χορν Θεοδόσης Ισαακίδης). Συγκινήθηκα. Ο Χορν μου είχε πει ότι κάποια στιγμή θα κάνω αυτόν τον ρόλο. Τότε ήμουν κλωσόπουλο».

Θέλετε να κάνετε ρεπερτόριο;

«Μα έχω κάνει ήδη Μίλερ, Πρίσλεϊ, Ο’Νιλ, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αλμπι. Νιώθω ότι πέρασα αλλού και οφείλω να περάσω αλλού, σε πιο απαιτητικά και βαθιά πράγματα. Αλλά εάν αυτή τη στιγμή μου πεις ότι δεν θα ξαναπαίξω μια κωμωδία ή κάτι ανάλαφρο, θα με πιάσει κατάθλιψη. Μη μου το πάρετε αυτό το πράγμα. Και δεν είναι εμπορική επιλογή ή ταμείου. Ηταν και είναι η ανάγκη για εκτόνωση, για χαρά. Εχω παίξει κωμωδία που εκείνη τη στιγμή δεν θα την άλλαζα ούτε με τον Αισχύλο. Εχω δανειστεί από τον Ψαθά, τον Ρέι Κούνεϊ ή την επιθεώρηση για τον Ιψεν. Οπως έχω μπολιάσει και την επιθεώρηση με στοιχεία δραματικά».

Πώς συνδέονται;

«Οταν ο μεγάλος κωμικός ηθοποιός βάζει δραματικά στοιχεία, το κοινό από κάτω κλαίει. Αυξάνεται γεωμετρικά η δύναμη του ηθοποιού σε έναν δραματικό ρόλο όταν έχεις καταφέρει να έχεις ανάλαφρες στιγμές λίγο νωρίτερα. Οταν ο θεατής έχει χαλαρώσει, το δραματικό τον βρίσκει ακάλυπτο. Αλλά πρέπει να σε εμπιστευτεί για να είναι ακάλυπτος».

Οταν ξεκινούσατε, είχατε αυτή την πορεία στο μυαλό σας;

«Ναι, ξεκίνησα γι’ αυτή την πορεία. Δεν έχεις λόγο να κολλήσεις κάπου σ’ αυτή τη δουλειά. Πρέπει να πηγαίνεις παρακάτω. Ποτέ δεν φοβήθηκα ότι κόλλησα. Γιατί εγώ πάντα δουλεύω, για το επόμενο. Τελειώνοντας Δραματική Σχολή πήγα φαντάρος αλλά συνέχιζα, στις άδειές μου, να κάνω και τραγούδι και χορό. Είχα φωτοτυπήσει και έργα για το μέλλον. Από τότε κοίταζα το όλον, το σύνολο. Είχα αποφασίσει ότι αυτό είναι το σπίτι μου».

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση – διασκευή – σκηνοθεσία – μουσική επιμέλεια: Αθανασία Καραγιαννοπούλου.Σκηνικά: Γιάννης Μουρίκης. Κοστούμια: Γιώργος Σεγρεδάκης. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος. Παίζουν: Κατερίνα Λέχου, Αντίνοος Αλμπάνης, Ιώβη Φραγκάτου, Μιχάλης Αεράκης, Κατερίνα Κρέπη και ο Κώστας Καστανάς. ΠΟΤΕ & ΠΟΥ Θέατρο Ιλίσια Παραστάσεις: Τετάρτη & Κυριακή (18.15), Πέμπτη (20.00), Παρασκευή & Σάββατο (21.00).