Αναλαμβάνοντας τη «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ως πρώτο σκηνοθετικό βήμα της στον κινηματογράφο, η Εύα Νάθενα ήξερε ότι έπιανε «τον ταύρο από τα κέρατα». Ομως όσο δύσκολο φαινόταν το εγχείρημα, τόσο ξεκάθαρη ήταν η σκέψη της πάνω στο τι ήθελε να πει και πώς.
Το όραμά της αποκρυσταλλώθηκε σε μια «παζολινικού ύφους» ταινία στην οποία όλα λειτουργούν σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή, χωρίς υπερβολές και με την απαραίτητη ασκητική ακρίβεια, παρά το μέγεθος της παραγωγής που για τα ελληνικά μέτρα είναι πανάκριβη αλλά είχε την ενθαρρυντική στήριξη της Tanweer, της εταιρείας κινηματογραφικών επιτυχιών όπως η «Ευτυχία» και η «Σμύρνη μου αγαπημένη».
Και η Νάθενα είχε επίσης στη διάθεσή της την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, μια ηθοποιό που όταν αφοσιώνεται σε έναν ρόλο, για εκείνη δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο εκτός από αυτόν τον ένα ρόλο. Παίζοντας την ηρωίδα του τίτλου, τη βασανισμένη αλλά συγχρόνως αγέρωχη χωριάτισσα Χαδούλα, χήρα, πολύτεκνη μάνα και γιαγιά, η οποία σκοτώνει τα νεογέννητα (και όχι μόνο) κορίτσια του άγονου νησιού στο οποίο ζει για να μην περάσουν αυτά που πέρασε η ίδια, η ηθοποιός όχι απλώς πιάνει και πάλι ταβάνι, αλλά το διαπερνά.
Πότε διαβάσατε για πρώτη και πότε για τελευταία φορά το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και τι διαφορές βρήκατε – αν βρήκατε – ανάμεσα στην πρώτη και την τελευταία ανάγνωση;
«Η πρώτη φορά που διάβασα τη «Φόνισσα» ήταν στο σχολείο και είχα τελείως διαφορετικές προσλαμβάνουσες. Για χρόνια επέστρεφα σ’ αυτό το κείμενο, με ένα αίσθημα οφειλής. Η τελευταία φορά ήταν όταν πέρασε για λίγο το σενάριο στα χέρια μου και κατάλαβα ότι η ομιλούσα γλώσσα του θα πρέπει να μεταφερθεί στην ταινία αυτολεξεί. Το κείμενο αυτό του Παπαδιαμάντη το διάβαζα και με διάβαζε για πολλά χρόνια».
Σε τι κατά τη γνώμη σας το μυθιστόρημα, γραμμένο στις αρχές του 20ού αιώνα, ηχεί το σήμερα;
«Ο Παπαδιαμάντης ύφανε έναν ιστό με κρυφά μηνύματα και τόλμησε να πει τόσα πολλά! Υπήρξε σαν ένας άνθρωπος του μέλλοντος που όμως έκρυψε και φανέρωσε όσα μπορούσε. Οσα του επιτρέπονταν. Δημιούργησε μια ηρωίδα με ψυχιατρική ακρίβεια και μέσα από τα πάθη της επαναστατημένης ψυχής της έδωσε σε όλο του το βάθος το ηθικό πρόβλημα του σημερινού ανθρώπου. Αγγιξε και φώτισε όχι μόνο τη γυναικεία μοίρα, αλλά την ανθρώπινη. Αν αφαιρέσουμε από τη νουβέλα όλα τα εξωτερικά και πρόσκαιρα στοιχεία, η πορεία της ηρωίδας του είναι όμοια με την πορεία του σημερινού ανθρώπου, με σύγχυση και έπαρση, με αυτό το ψήλωμα του νου μέσα στη γενική παρεξήγηση των αξιών της εποχής μας. Ολα είναι συμβολοποιημένα στον Παπαδιαμάντη. Το ξεφλούδισμα του αφηγήματος του μας εξηγεί το σήμερα που ζούμε».
Κατά πόσο θεωρείτε, αν θεωρείτε, ότι ήταν τολμηρή η απόφασή σας να επιλέξετε το συγκεκριμένο έργο για τη σκηνοθεσία της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας σας;
«Ηταν πολύ τολμηρή απόφαση. Μα είναι σαν να την πήραν άλλοι για μένα. Είχα δουλέψει εικαστικά 10 μοναχικά χρόνια αυτό το αφήγημα, με το όνειρο να γίνει κάποτε ταινία, όταν εν μέσω κορωνοϊού το φανέρωσα σε μία ομάδα ανθρώπων – με την Καρυοφυλλιά παρούσα. Εγινε αμέσως η χημική ένωση. Δούλεψα αυτά τα τελευταία 2,5 χρόνια προεργασίας, με όλες τις ιδιότητες που θα μπορούσα σε αυτή την ταινία, στην καλλιτεχνική διεύθυνση, στο σενάριο, στο creative producing και πολλά άλλα, όταν μου πρότεινε ο Διονύσης Σαμιώτης, ο παραγωγός μας, να πάρω πάνω μου και τη σκηνοθεσία. Το έκανα, όταν διαπίστωσα ότι όλοι οι συντελεστές και οι ηθοποιοί ήταν σύμφωνοι και ότι ο ίδιος ο Σαμιώτης έπαιρνε το ρίσκο».
Νιώσατε ποτέ ενώ γυρίζατε την ταινία ότι η ιδιότητά σας ως σκηνογράφου και ενδυματολόγου γινόταν προτεραιότητά σας με κίνδυνο να «υποσκιάσει» τα υπόλοιπα καθήκοντά σας;
«Συνεχώς! Με χιούμορ, όλοι στο γύρισμα, μου υπενθύμιζαν ότι αλλού είναι το πόστο μου. Ομως εγώ δεν μπορώ να φτάσω στα λόγια αν όλα δεν είναι στη θέση τους! Το σωστό δεν φαίνεται, το λάθος όμως φωνάζει. Και ας πούμε ότι ο χαρακτήρας μου είναι εκπαιδευμένος να βλέπει τα λάθη».
Υπήρξε κάποιο ζήτημα, πρακτικό ή μη, στη δημιουργία της «Φόνισσας» που να σας προβλημάτισε περισσότερο από άλλα ζητήματα;
«Ναι. Ηταν το ζήτημα της μουσικής που ήρθε εκ των υστέρων να ντύσει την ταινία και έπρεπε να γίνει μια μετακίνηση σημαντική. Ζήτησα από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου να εκτελεστούν οι νότες του από ένα και μόνο όργανο: την ανθρώπινη φωνή. Είμαι η σοπράνο της ταινίας και μαζί με την mezzo σοπράνο Αννα Παγκάλου και τον sound editor Νίκο Καραδοσίδη αναλάβαμε να μην προδώσουμε τη μουσική του Δημήτρη. Αλλά αυτό είχε τεράστια δουλειά και ευθύνη και εν τέλει ήταν το πιο δύσκολο που κλήθηκα να κάνω για την ταινία».
Η ιδέα να παίξει η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη τον ρόλο της Χαδούλας ήταν δική σας; Και η δέσμευσή της να παίξει στην ταινία έγινε πριν ή μετά την ολοκλήρωση του σεναρίου;
«Η ιδέα ήταν σαν αυτονόητη και μπήκε μαζί με τον σπόρο της ταινίας. Λέω διαρκώς «κάναμε τη Φόνισσα επειδή είχαμε τη Φόνισσα». Δηλαδή την Καρυοφυλλιά! Το ίδιο βράδυ που ειπώθηκαν όλα, την ημέρα της γιορτής μου, 25 Μαρτίου, τρία χρόνια πριν, εκείνο το βράδυ τηλεφώνησα στην Κατερίνα Μπέη λέγοντάς της, «ξεκίνα το σενάριο και θα είμαι μαζί σου». Με την Καρυοφυλλιά πάντα και πανταχού παρούσα».
Μέσα σε μια πρόταση, τι θα λέγατε σε κάποιον που δεν έχει διαβάσει τη «Φόνισσα» για να τον/την πείσετε να το κάνει;
«Οτι εκτός από τα βιολογικά μικρόβια που κατέκλυσαν τις ζωές μας τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν και τα πνευματικά μικρόβια. Και ότι η θεραπεία τους βρίσκεται εκεί μέσα. Γιατί για να θεραπεύσεις κάτι, πρέπει να το δεις πρώτα».
Αν είχατε την ευκαιρία να συναντήσετε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη τι ήταν αυτό που θα τον ρωτούσατε σχετικά με τη «Φόνισσα»;
«Πόσα ακόμα διαστρώματα, πόσα επίπεδα, εκτός από αυτά που εγώ ανακάλυψα, έχει κρυμμένα μέσα σε αυτό το αφήγημα; Γιατί για μένα δεν έχει τελειώσει αυτή η έρευνα. Απλώς μπήκε μια άνω τελεία για να γίνει αυτή η ταινία».
Η ταινία «Φόνισσα» θα παίζεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 30 Νοεμβρίου.