Ο Δημήτρης Αλεξανδρής δεν είχε σκεφτεί ποτέ να γίνει ηθοποιός. Τελικά όχι μόνον έγινε, κρατώντας ως επώνυμο το πατρικό της μητέρας του, αλλά άνοιξε και τον δρόμο στον κατά 13 χρόνια μικρότερο αδελφό του, Νίκο Πουρσανίδη. Εχει έναν ακόμα αδελφό, τον πρώην ποδοσφαιριστή Ηλία Πουρσανίδη.
Στον «Χρυσό Δράκο» του Ρόλαντ Σιμελπφένιχ είναι ένας από τους πέντε ασιάτες μάγειρες που εργάζονται στο ομώνυμο ταϊλανδο-κινεζο-βιετναμέζικο φαστφουντάδικο. Ολοι μαζί μοιράζονται 17 ρόλους και αφηγούνται ιστορίες ανθρώπων και γεύσεων.
Τι σας οδήγησε στο θέατρο;
«Ηθοποιός δεν ήθελα να γίνω ποτέ, δεν είχα τέτοιου είδους σκέψεις. Στο Πολυκλαδικό, στο Αιγάλεω, κάναμε κάποια μαθήματα ξιφασκίας και ορθοφωνίας με τον ηθοποιό Γιώργο Τσιδίμη, ο οποίος είχε μια θεατρική ομάδα και ετοίμαζε μια παράσταση. Πήγαμε με δύο-τρεις φίλους να μάθουμε ξιφασκία και μας ρώτησε αν θέλουμε να παίξουμε. Ετσι μπλέχτηκα εντελώς ερασιτεχνικά. Μετά μας πρότεινε να πάμε στην ομάδα και συνεχίσαμε. Οπότε απέκτησα μια σχέση με το θέατρο, γιατί ως τότε δεν είχα καμία επαφή – παραστάσεις δεν έβλεπα, μόνο ταινίες».
Πώς το αντιμετώπισαν οι γονείς σας;
«Ανακουφίστηκαν γιατί ήθελα να γίνω πιλότος. Μετά το Λύκειο, έδωσα δύο φορές στη Σχολή Ικάρων, αλλά δεν πέτυχα. Ηθελα να πετάξω. Τελικά έγινα ηθοποιός. Το θέατρο είναι από τους χώρους που σου επιτρέπουν να… πετάξεις».
Το πέρασμα στη δουλειά έγινε δύσκολα;
«Στάθηκα πολύ τυχερός. Στο τρίτο έτος της σχολής έκανα την πρώτη μου ταινία, ακολούθησε η επόμενη – αγαπώ πολύ το σινεμά και ήταν σαν να ήρθε να με βρει. Αρχισα να δουλεύω στο θέατρο και μετά τον στρατό έκανα το «Λόγω τιμής». Ηταν καθοριστική η τηλεόραση, έδινε αναγνωρισιμότητα. Ημασταν όμως και σε μια εξαιρετική δουλειά. Η γενιά μου χρωστάει πολλά στη Μιρέλλα Παπαοικονόμου. Η δουλειά μας έχει την αγωνία στη διαδικασία αναζήτησης. Για χρόνια δεν την είχα, την απέκτησα και για πρακτικούς λόγους και για καλλιτεχνικούς. Δεν ήξερα τι θα πει να έχεις την ανάγκη ο ένας ρόλος να σε οδηγεί σε κάτι άλλο, πιο απαιτητικό. Τώρα ξέρω. Τώρα έχω τέτοιες αγωνίες».
Σας καθόρισαν κάποιοι άνθρωποι;
«Ναι, η Βασιλική Ηλιοπούλου, ο Γιώργος Κόρρας, ο Χρήστος Βούπουρας (σ.σ.: κινηματογραφικοί σκηνοθέτες), αν δεν τους είχα γνωρίσει δεν θα ήμουν έτσι. Και ο Αντώνης Καφετζόπουλος – του χρωστάω πολλά. Ούτε αν δεν είχα γνωρίσει τον Μίνω Βολανάκη, με τον οποίο δυστυχώς δεν δουλέψαμε μαζί αλλά με καθόρισε. Ηταν ένας μύθος για εμάς».
Πώς τον γνωρίσατε;
«Εκανε τότε ένα σεμινάριο. Είχα μόλις βγει από τη σχολή, δεν είχα ιδιαίτερη διάθεση να ξανακάνω μαθήματα, αλλά σκεφτόμουν το κομμάτι της υποκριτικής. Πήγα λοιπόν να τον βρω. «Μπορώ να σας απασχολήσω;» θυμάμαι να τον ρωτάω. «Οχι», μου απαντάει, και φεύγω με την ουρά στα σκέλια. Με ξαναφώναξε όμως και μου είπε να πάω στο μάθημά του. Δεν έχω ξαναδεί πιο συγκλονιστικό μάθημα υποκριτικής – ξεκίνησε από την «Αντιγόνη» και μιλούσε για τα πάντα. Τελικά δεν πήγα στα σεμινάρια αλλά τέσσερις μήνες μετά χτύπησε το τηλέφωνο. Ηταν ο Μίνως – μου ‘πεσε το ακουστικό… Είχε κάνει τη μετάφραση στην «Ηλέκτρα» που θα ανέβαζε ο Μαρμαρινός στην Επίδαυρο και με είχε προτείνει για Ορέστη. Τρελάθηκα. Η δουλειά δεν έγινε, αλλά από τότε δημιουργήθηκε μια σχέση μεταξύ μας. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο, βρισκόμασταν, συζητούσαμε. Ηταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να καταλάβει και να μιλήσει για τα πάντα με τρομερή ευκολία. Και το πιο φοβερό: Με έπαιρνε τηλέφωνο κάθε φορά που ήμουν σε άσχημη στιγμή».
Στο θέατρο πότε νιώσατε καλά;
«Οταν πήγα στην Επίδαυρο και έζησα αυτή την εμπειρία, άρχισα να το βλέπω διαφορετικά. Από τότε ένιωσα ότι έχει πλευρές και κομμάτια που δεν είχα φανταστεί».
Τι σας γοήτευσε στον «Χρυσό Δράκο»;
«Η πρόταση ήρθε από τον σκηνοθέτη. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό και ο ίδιος. Δεν είχα δει το έργο παλιά. Είναι τόσο πρωτότυπη και ιδιαίτερη η αφήγηση αυτής της ιστορίας. Κάνω τη γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα που χωρίζει από τον άνδρα της, την ξανθιά αεροσυνοδό και τον μάγειρα. Ο κώδικας είναι εντελώς αφηγηματικός, δεν υπάρχει παρά ελάχιστη μεταμφίεση, περισσότερο μια ελαφριά σωματική αλλαγή για να ξεχωρίζεις από τον αφηγητή που είσαι λίγο πριν. Προσπαθούμε να μπούμε στην ουσία του αισθήματος των ηρώων. Αυτό το έργο είναι σαν ένα μικρό παραμύθι, μια τέλεια μορφή αφήγησης. Παρακολουθείς τους ήρωες αλλά οι διαστάσεις τους είναι μεγαλύτερες, επεκτείνονται παντού. Ενώ αφηγούμαστε την ιστορία καθημερινών ανθρώπων που ζουν πάνω από ένα κινέζικο φαστφουντάδικο, παράλληλα αφηγούμαστε την ιστορία του ανθρώπου που ξενιτεύεται, που πονάει, που αγαπάει, που ονειρεύεται, τη σχέση με τον χρόνο, την ηλικία, τη μέρα, το σκοτάδι, τη βία».
Εχετε βιώσει βία στο θέατρο;
«Το θέατρο είναι μια δουλειά πολύ απαιτητική. Ακόμα και προστατευμένος να είσαι, υπάρχει ένα κομμάτι έκθεσης. Κι όταν προσπαθείς να ανακαλύψεις καινούργια πράγματα, όλο αυτό δεν είναι κάτι εύκολο. Είναι σκληρός από τη φύση του ο χώρος του θεάτρου. Οπότε, ναι, έχω υπάρξει με πολύ απαιτητικούς σκηνοθέτες, αλλά ποτέ δεν έχω νιώσει ότι είναι κάτι προσωπικό».
Με πρόσχημα την τέχνη;
«Αυτά τα όρια είναι παράξενα. Εχω ακούσει κι εγώ περιστατικά, έχω αναρωτηθεί γι’ αυτή τη διαδικασία. Εμείς οι άνθρωποι έχουμε συνδυάσει, από θεολογική ή θρησκευτική πλευρά ίσως, την ευχαρίστηση με τον πόνο. Σαν τίποτα να μην μπορεί να είναι χαρούμενο αν δεν περάσει από μια επώδυνη διαδρομή. Ισως κι εμείς να μην αντιλαμβανόμαστε τη γέννα ενός καινούργιου πράγματος χωρίς τον πόνο της εγκυμοσύνης. Πολλές φορές μπαίνουμε στη διαδικασία αθώωσης ανθρώπων ή συμπεριφορών που έχουμε υπομείνει. Και ίσως κάποιες φορές να γίνεται για κάποιον λόγο».
Μιλήστε μου για τον «Σασμό»…
«Ομολογώ πως δεν ήταν κάτι εύκολο για μένα, τόσο πολλά επεισόδια. Οταν αρχίσαμε να συζητάμε, δεν είχε γραφτεί ακόμα ο χαρακτήρας. Ηταν κάτι εντελώς θεωρητικό, που μας όμως έδωσε τη δυνατότητα να γραφτεί κάτι μαζί με μένα, πάνω μου. Χρειάστηκε να ψάξω για να καταλάβω ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που κάνουν αυτά τα πράγματα. Μάλλον η σειρά θα συνεχιστεί και του χρόνου, αλλά δεν νομίζω ο δικός μου χαρακτήρας. Αν θέλουμε να συνεχίσει, με απασχολεί πώς θα γίνει αυτό, τι πρέπει να συμβεί στη ζωή του Φαρμάκη για να έχει ενδιαφέρον».
Θα συνεργαστείτε με τον αδελφό σας;
«Με τον Νίκο δεν έχουμε παίξει μαζί. Εκτός από πολύ καλός ηθοποιός, γράφει και πολύ ωραία. Εχει γράψει ένα εξαιρετικό τηλεοπτικό σενάριο που εύχομαι να γίνει, κι εκεί θα παίξουμε μαζί, τα αδέλφια. Είχαμε σχεδιάσει και μια παράσταση που δεν έγινε. Αν όλα πάνε καλά, του χρόνου τέτοια εποχή θα αρχίζουμε γυρίσματα».