Υπάρχουν πολλά που μπορεί να λαχταρήσει κανείς κοιτάζοντας το Λονδίνο από απόσταση, και οι εκθέσεις που διοργανώνονται στην πόλη σίγουρα συγκαταλέγονται στις πιο αξιοζήλευτες ατραξιόν της. Τελευταία προσθήκη η «The Face Magazine: Culture Shift» (από τις 20/2) στη National Portrait Gallery (Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων) αφιερωμένη στο περιοδικό «The Face».

Το έντυπο δηλαδή που άλλαξε τα δεδομένα του νεανικού, και όχι μόνο, Τύπου, η κουλ «βίβλος» των τάσεων της μουσικής, της μόδας και της ποπ κουλτούρας made in Britain που αναζητούσαμε κι εμείς στην Ελλάδα σε ενημερωμένα περίπτερα στα τέλη των 80s και στα 90s. Ενα περιοδικό που απευθυνόταν σε όλους, ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικών προτιμήσεων ή φυλής. Μέσα από 200 φωτογραφίες, εξώφυλλα και δισέλιδα αλλά και βίντεο με συνεντεύξεις και αρχειακό υλικό, η έκθεση θα εστιάζει στα πρόσωπα που αναδείχτηκαν και καθόρισαν μια εποχή εισάγοντας νέες αντιλήψεις για την ομορφιά και το στυλ και επηρεάζοντας στην πορεία τον περιοδικό Τύπο, την τυπογραφία, τη (βρετανική) τηλεόραση, τη διαφήμιση, το street style.

Mάλιστα οι περισσότερες εικόνες, τραβηγμένες από ογδόντα φωτογράφους, πολλοί από τους οποίους/ες έγιναν η crème de la crème τoυ fashion photography, δεν έχουν ξαναπαρουσιαστεί εκτός των σελίδων του περιοδικού.

Στο «The Face» πρωτοείδε ο κόσμος την άγουρη, μόλις 16 ετών, Κέιτ Μος φωτογραφημένη από την Κορίν Ντέι με το εκρηκτικό χαμόγελό της και ένα ινδιάνικο διάδημα να στεφανώνει το πανέμορφο πρόσωπό της, «αιώνες» θαρρείς πριν εισαχθεί στο λεξιλόγιό μας και στον τρόπο σκέψη μας το «appropriation». ‘Η τον κούκλο Βρετανό Νικ Κέιμεν, το μοντέλο που φωτογραφήθηκε από τον Τζέιμι Μόργκαν υπό τις στυλιστικές υποδείξεις του Ρέι Πέτρι, σε ένα εξώφυλλο για το τεύχος Ιανουαρίου του 1984 που εκτόξευσε την καριέρα του νεαρού προς διαφορετικές κατευθύνσεις.

Η Κέιτ Μος στο τεύχος Μαρτίου του 1993 φωτογραφημένη από τον Γκλεν Λάχφορντ με styling από τη Βενέτια Σκοτ. Φωτογραφία: Glen Luchford

Εναν χρόνο περίπου αργότερα θα πρωταγωνιστούσε σε διαφήμιση της Levi’s (ως το καυτό αγόρι που μπαίνει σε πλυντήριο αυτοεξυπηρέτησης και μένει με το μποξεράκι του όσο πλένεται το τζιν του, γεγονός που αύξησε τις πωλήσεις κατά 800%), ενώ θα μας χάριζε και ορισμένα χαριτωμένα μουσικά σουξεδάκια υπό την αιγίδα της Μαντόνα, καθώς χάραζε δειλά-δειλά η εποχή της παντοδυναμίας των μοντέλων. Αντίστοιχη εκτόξευση συνέβη βέβαια και στην καριέρα της Κέιτ Μος, η οποία είχε όμως και διάρκεια εκτός από αυξητική τάση.

«Το «The Face» δεν συμπαθούσε τα περιοδικά μόδας. Δημιούργησε ένα καινούργιο πρότυπο. Ηταν μια εποχή που οι ήρωες και οι ηρωίδες δεν ήταν οι σχεδιαστές μόδας και τα ρούχα. Οι ήρωες ήταν οι φωτογραφίες και οι αναφορές στην ποπ κουλτούρα» όπως έλεγε παλιότερα στους «The New York Times» ο φωτογράφος Τζέιμι Μόργκαν.

Η ιδέα του Νικ Λόγκαν

Η ιστορία του περιοδικού ξεκινάει το 1980 όταν ο ιδρυτής του, Νικ Λόγκαν, εντόπισε ένα κενό στην αγορά. Δεν υπήρχε κάποιο μηνιαίο, ευρείας ύλης περιοδικό για το νεανικό κοινό που θα κάλυπτε θέματα με τα οποία δεν ασχολούνταν τα λαμπερά περιοδικά μόδας, τα εφηβικά ή τα μουσικά έντυπα της εποχής: δεν υπήρχε το λεγόμενο style magazine, το οποίο και ανέλαβε να δημιουργήσει. Δεν ήταν βέβαια τυχαίος ούτε χθεσινός.

Με προϋπηρεσία ως αρχισυντάκτης στο ιστορικό – και ακόμα παρόν! – «New Musical Express» (NME) στα 70s και ιθύνων νους του εφηβικού μουσικού περιοδικού «SmashHits» (άλλη αγάπη αυτή, ας μην ξεχνάμε ότι μπορούσες να διαβάζεις και τους στίχους των δημοφιλών τραγουδιών στις σελίδες του), ο Λόγκαν ήξερε το métier του, τις περιοδικές εκδόσεις. Γνώριζε λοιπόν πολύ καλά τα βασικά: όπως ας πούμε ότι περιοδικό χωρίς καλό γραφίστα δεν γίνεται. Εξ ου και ανέλαβε αυτά τα καθήκοντα ο Νέβιλ Μπρόντι, art director του περιοδικού από το 1981 ως το 1986 (και κατόπιν του έτερου πονήματος του Λόγκαν, του εντύπου «Arena»), ο οποίος δημιούργησε σχολή με τους τολμηρούς πειραματισμούς του στον τυπογραφικό σχεδιασμό με τα νεο-κονστρουκτιβιστικά στοιχεία.

Για να μην πούμε βέβαια για τους γραφιάδες του, άτομα με κοφτερή πένα και μυαλό όπως η βιτριολική Τζούλι Μπάρτσιλ, ο συγγραφέας Τόνι Πάρσονς, o Tζον Σάβατζ, ο οποίος θα έγραφε ένα μνημειώδες βιβλίο για την πανκ μουσική και τους Sex Pistols («England’s dreaming», 1991), ή ο Τζέιμς Τρούμαν, ο οποίος θα έφτανε να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για τα περιοδικά του εκδοτικού κολοσσού της Condé Nast ως editorial director.

Διότι παράλληλα περιείχε δημοσιογραφικά άρθρα γύρω από την πολιτική, την άνοδο νεοναζιστικών ομάδων στην Ευρώπη ή τους ανήλικους στρατιώτες στη Σομαλία. Αυτό το τελευταίο, άρθρο του Γκάβιν Χιλς, είχε βραβευτεί με τη διάκριση Amnesty International Media Award.

O Λόγκαν γνώριζε επίσης, ή το οσμιζόταν όπως κάθε ταλαντούχος, διορατικός διευθυντής περιοδικού, ότι χρειαζόταν καλούς φωτογράφους – ο Νικ Νάιτ και ο Γιούργκεν Τέλερ ξεκίνησαν την καριέρα τους στις σελίδες του – αλλά και στυλίστες για τα editorial μόδας. Δημιουργικούς ανθρώπους με πλήρη ελευθερία να αφήσουν τη φαντασία τους να οργιάσει.

Οπως ο Ρέι Πέτρι, ο οποίος έχει κατοχυρωθεί ως «ο πρώτος στυλίστας» υπεύθυνος για τη δημιουργική ομάδα «Buffalo» (από το Buffalosoldier του Μπομπ Μάρλεϊ που παραπέμπει σε επαναστατημένα, αντισυμβατικά αγόρια ή κορίτσια) και το ομώνυμο look-«στολή» των 80ς: μπουφάν flight, φαρδύ Levi’s, γερμανικά αρβυλάκια, κοντοκουρεμένο μαλλί. Ηταν το αποτέλεσμα της συνεργασίας του με εξίσου ταλαντούχα άτομα, όπως ο προαναφερθείς φωτογράφος Τζέιμι Μόργκαν, μαζί με τον οποίο δημιούργησε τις εικόνες του περιοδικού από το 1983 μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1989.

Από το «The Face» ξεκίνησε αργότερα και η Κέιτι Γκραντ, η οποία ξεχώρισε ως Fashion Director στα 00ς και αργότερα έγινε επικεφαλής του περιοδικού «Pop», ενώ δημιούργησε και το «Love». Οπως έχει εξηγήσει συνοπτικά ο Νικ Λόγκαν: «Ηθελα να δημιουργήσω κάτι γύρω από τη μουσική και στη συνέχεια να το διευρύνω, αλλά δεν είχα ιδέα πού θα κατέληγε – ήταν κάτι ανοιχτό. Το μόνο μου σχέδιο ήταν να συνεργαστώ με τα καλύτερα ταλέντα και να οικοδομήσω σχέσεις εμπιστοσύνης με τους συντάκτες».

Εντοπίζοντας τις τάσεις

Με αυτές τις προδιαγραφές και αυτοπροσδιοριζόμενο ως μουσικό περιοδικό με αδιαμφισβήτητο στυλ, το «The Face» έκανε τα πρώτα του βήματα προβάλλοντας αρχικά τη μουσική του ταυτότητα. Στα εξώφυλλά του πρωταγωνιστούσαν καλλιτέχνες που καθόριζαν τόσο τον ήχο όσο και την αισθητική της εποχής: από τον Ντέιβιντ Μπόουι με έξωμη μπλούζα (ή φόρεμα) και τη Siouxsie Sioux με κιμονό, ή την Γκρέις Τζόουνς με λευκή πούδρα στο πρόσωπο (από τον φωτογράφο Ζαν-Πολ Γκουντ) έως τον Τζον Λίντον των Sex Pistols με καρό, παλιομοδίτικο κοστούμι. Παράλληλα, έδωσε βήμα σε ανερχόμενους, πρωτοποριακούς μουσικούς, αναδεικνύοντας την underground sound-system σκηνή του Μπρίστολ, που γέννησε τους Massive Attack και τον Tricky, αλλά και στηρίζοντας γυναίκες καλλιτέχνες πριν ακόμα εδραιωθούν, όπως η Νένε Τσέρι, η Mαντόνα και η Μπιόρκ.

Το περιοδικό ξεκίνησε άλλωστε ως «Το έσχατο μέτωπο του ροκ», αλλά η επιρροή του γρήγορα ξεπέρασε τα όρια της μουσικής, ανοίγοντας νέους δρόμους στη μόδα. Δεν θα αργούσε η στιγμή που το «The Face» θα διακήρυττε ότι ήταν «Το πιο καλοντυμένο περιοδικό στον κόσμο» (The World’s Best Dressed Magazine), και κανείς δεν θα αμφισβητούσε αυτή τη δήλωση. Εχει ειπωθεί ότι αντικατόπτρισε τη γενιά Generation X.

Ηταν όμως ένα αλληλοτροφοδοτούμενο σύστημα: το χαρισματικό προσωπικό του περιοδικού εντόπιζε τους διαμορφωτές τάσεων και τις πιο αυθεντικές υποκουλτούρες της Βρετανίας, συχνά συμμετείχε και σε αυτές και τις κατέγραφε με τον δικό του μοναδικό, δημιουργικό τρόπο. Οπως την πολυφυλετική ska σκηνή του 2-Tone στις αρχές του ’80, τους εκκεντρικούς genderfluid New Romantics ή την άνοδο της μουσικής acid house και την ακόλουθη διαμόρφωση μιας νέας κουλτούρας γύρω από τα κλαμπ και την έκρηξη της rave σκηνής στα 90s.

Oταν δε έγινε η μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή φωτογραφία κατά τη δεκαετία του ’90 και τις αρχές του 2000, το περιοδικό βρέθηκε στην πρώτη γραμμή αγκαλιάζοντας τις νέες τεχνολογίες επεξεργασίας εικόνας.

Η δουλειά φωτογράφων όπως ο Νόρμπερτ Σέρνερ και το δίδυμο Inez & Vinoodh ανέδειξε τη fashion photography σε μια τέχνη που συνδυάζει παραδοσιακές τεχνικές με σύγχρονα ψηφιακά μέσα, προσφέροντας μια νέα διάσταση στην αισθητική της μόδας. Παρεμπιπτόντως, να πούμε ότι ο Σέρνερ έχει συνδράμει συμβουλευτικά την επιμέλεια της έκθεσης μαζί με τον Λι Σουίλινγχαμ, πρώην creative director του «The Face» (1992-1999). Επιμελήτριά της είναι η Σαμπίνα Τζάσκοτ-Γκιλ, επικεφαλής επιμελήτρια φωτογραφίας της Εθνικής Πινακοθήκης Πορτρέτων.

Τέλος και καινούργια αρχή

Ο Λόγκαν ξεκίνησε το «The Face» χρησιμοποιώντας τις οικονομίες του, περί τις 3.500 στερλίνες. Σταδιακά κατάφερε να το καταστήσει κερδοφόρο χάρη στις διαφημίσεις και τις πωλήσεις στα περίπτερα μέσα από το εξαιρετικό και ιδιαίτερα ευρύ σύστημα διανομής που διέθετε. Ωστόσο, προς τα τέλη των 90s με αρχές του 2000 η φήμη του είχε εξασθενήσει και η κυκλοφορία του είχε μειωθεί σε μη βιώσιμα επίπεδα. Ο ανταγωνισμός είχε ενταθεί και δεν αφορούσε πλέον μόνο το αντίπαλο δέος «i-D» αλλά και νέους παίκτες όπως το «Dazed & Confused» ή το «Wallpaper».

O Λόγκαν πούλησε το «The Face» μαζί με τα «Arena» και «Arena Homme Plus» το 1999, όμως το περιοδικό σταμάτησε να εκδίδεται το 2004 καθώς πωλούσε μόλις 25.000 αντίτυπα τον μήνα, ένας αριθμός εξαιρετικά μικρός για την εποχή εκείνη. Επανήλθε ωστόσο το 2019, τόσο σε έντυπη όσο και σε ψηφιακή μορφή, συνεχίζοντας το όραμα του Νικ Λόγκαν για ένα δημιουργικό, ανατρεπτικό και συμπεριληπτικό περιοδικό. Τίποτα δεν μπορεί βέβαια να συγκριθεί με το άγγιγμα του δημιουργού του αλλά και με την αθώα, μακρινή πλέον εποχή όπου τα περιοδικά είχαν τη δύναμη του ιερού «τοτέμ» – και την έλλειψη ανταγωνισμού από τα ψηφιακά μέσα – ώστε να μαγνητίζουν και να καθυποτάσσουν τους χιλιάδες οπαδούς τους.

INFO «The Face Magazine: Culture Shift» στη National Portrait Gallery του Λονδίνου από τις 20 Φεβρουαρίου έως τις 18 Μαΐου.