Η ιστορία ενός τόπου μπορεί να γραφτεί με πολλούς τρόπους. Ενας από αυτούς είναι και οι στίχοι των τραγουδιών. Οπως, για παράδειγμα, συνέβη με έναν 18χρονο στα χρόνια της Κατοχής. Εναν χρόνο νωρίτερα είχε κατέβει από τα Τρίκαλα για να σπουδάσει στο Πάντειο. Καλός μαθητής, είχε περάσει από τους πρώτους. Επεσε όμως σε μια Αθήνα (Κατοχή), που δεν φανταζόταν. Αυτό όμως που φανταζόταν ήταν η Ελευθερία και η Δημοκρατία. Το 1943 πέρασε στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης ως μέλος του ΕΑΜ. Τον Μάρτη του ’44 συνελήφθη και βασανίστηκε επειδή έγραφε συνθήματα στους τοίχους για την τότε κυβέρνηση του βουνού. Ο πατέρας του τον απελευθέρωσε έναντι σημαντικής χρηματικής ποινής. Στη συνέχεια έφυγε για το βουνό, όπου εκεί συνάντησε και τον Αρη Βελουχιώτη. Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο ανδρώθηκε συνειδησιακά, πολιτικά, κοινωνικά ο Κώστας Βίρβος. Αλλά κυρίως δημιουργικά. Ενας από τους μεγαλύτερους στιχουργούς της Ελλάδας. Οταν τον είχαν συλλάβει οι ναζί, μετά τα βασανιστήρια τον έστειλαν στην απομόνωση. Εκεί εμπνεύστηκε τους στίχους «Μα εγώ δεν ζω γονατιστός, είμαι της γερακίνας γιος / τι κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές, εγώ αντέχω τις φωτιές». Τις φωτιές τις άντεξε και τον Μάη του 1944, που είδε από την Ελπίδος 3 (στο ξενοδοχείο Κρυστάλ στεγαζόταν τότε το ανακριτικό τμήμα της Ειδικής Ασφάλειας) τα καμιόνια με τους 200 της Καισαριανής. Δεύτερο τραγούδι: «Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια / τον ήλιο π’ ανατέλλει να χαρώ / κι αν κάνετε τα στήθια μου κομμάτια / εσείς πεθαίνετε κι όχι εγώ». Αυθεντικός λαϊκός ποιητής της γενιάς του αλλά και πολλών γενεών Ελλήνων, αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις κρίκους στην εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού. Το έργο του ουμανιστικό και φιλειρηνικό. Ο Κώστας Βίρβος διέθετε κοινωνική – πολιτική ματιά και αυτή δεν την άφησε έξω από την εργογραφία του. Είχε τις γνώσεις αλλά και τη δυνατότητα να ψάχνει τις κοινωνικές αιτίες. Στα 2.000 και πλέον τραγούδια του, δεν έγραψε μόνο για τη μάνα για τον έρωτα. Εβλεπε ό,τι συνέβαινε γύρω του, το κατέγραφε και το ερμήνευε. Πολιτικοποιημένη γραφίδα, σκεπτόταν, ανέλυε και συμπέραινε. Μάλιστα ο ίδιος έχει σημειώσει ότι έγραφε συστηματικά κοινωνικό – πολιτικό τραγούδι. Αντλησε στοιχεία από το παραδοσιακό τραγούδι, πήγε στο λαϊκό, ακούμπησε στο έντεχνο, μίλησε για την ξενιτιά και τη μετανάστευση. Η «Καταχνιά», ο «Θεσσαλικός κύκλος», οι «Διάλογοι» του Λουκιανού και εκατοντάδες άλλα τραγούδια ή κύκλοι φέρουν την υπογραφή του. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Παράλληλα βοήθησε συνθέτες, βοήθησε ερμηνευτές με τα στιχουργήματά του να γίνουν σημαντικοί στη μετέπειτα πορεία τους. Η κόρη του Μαρία Βίρβου, καθηγήτρια Α’ Βαθμίδας στο Τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, κυκλοφόρησε προσφάτως, το βιβλίο-αφιέρωμα στον πατέρα της «Κώστας Βίρβος. Εγώ δεν ζω γονατιστός» (εκδόσεις Παπαζήση). Και με «υπότιτλο»: «Ο λαϊκός ποιητής χιλιάδων τραγουδιών σε ένα μουσικό και κοινωνικό πανόραμα της Ελλάδας του 20ού αιώνα». Τόσο στον τίτλο όσο και στον «υπότιτλο» δεν έχει αστοχήσει. Στις 700 και πλέον σελίδες παρουσιάζεται μια ειλικρινής προσπάθεια παρουσίασης του στιχουργού-ποιητή μέσω της εργογραφίας αλλά και των συνθηκών που γέννησαν τα τραγούδια αυτά. Μιλώντας στο «Βήμα της Κυριακής» η Μαρία Βίρβου, με αφορμή τη συγκεκριμένη έκδοση, δήλωσε ότι κατά τη συγγραφή «προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από την «ιδιότητα» της κόρης ώστε να προβάλει το πολιτιστικό έργο του πατέρα της», ένα έργο που θεωρεί – δικαιολογημένα – ότι πρέπει να είναι κτήμα και των νεότερων γενεών. «Εγώ, έγραψα για τον άνθρωπο και την ψυχή του Κώστα Βίρβου. Αυτή η ψυχή θα υπάρχει για πάντα. Θεωρώ επίσης ότι αυτά τα τραγούδια θα μας συντροφεύουν για πάντα. Ο πατέρας μου επένδυσε συνειδητά στο λαϊκό τραγούδι και έχω την άποψη ότι προσπάθησε να συνδέσει τον νεοελληνικό πολιτισμό με την παράδοση». Η «συλλογική μνήμη του λαού» Ο Κώστας Βίρβος (ήταν υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών) αν και αστός, (η οικογένειά του είχε σημαντική οικονομική επιφάνεια) αφουγκράστηκε τους καημούς, τα βάσανα και τα προβλήματα ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, που δεν μπορούσε να σηκώσει κεφάλι από το 1945 έως το 1974. Εζησε ουσιαστικά – ενίοτε και από μέσα – τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Για τη Μαρία Βίρβου, ο πατέρας της ανήκει στη «συλλογική μνήμη του λαού», με ένα έργο «βαθιά ανθρώπινο. Αγαπούσε τον άνθρωπο και ήθελε να προοδεύει. Το έργο του είναι εξαιρετικά ανθρωποκεντρικό. Ισως επειδή πάντα έλεγε ότι η έμπνευση δεν έρχεται στο γραφείο, έρχεται από τη ζωή και μέσα στη ζωή» σημειώνει η ίδια. Η Μαρία Βίρβου θυμάται και κρατάει ακόμη την κυριότερη όπως επισημαίνει η ίδια συμβουλή του: «Να μην κυνηγάς στη δουλειά σου τα πολλά λεφτά αλλά να κοιτάς να ανοίγεις τους ορίζοντές σου». Θυμάται επίσης τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να επισκέπτεται το οικογενειακό τους σπίτι στον Αλιμο, να τον ακούει «ζωντανά» από τη «Νεράιδα», «τότε δεν υπήρχαν τόσο πολλές πολυκατοικίες και ο ήχος από το κέντρο έφθανε σε εμάς». Θυμάται επίσης ότι όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έμαθε ότι έγραφε η ίδια στίχους, τους ζήτησε για να γίνουν τραγούδια αλλά δεν έγιναν ποτέ. Της είχε πει μάλιστα ότι «αφού είσαι κόρη του Κώστα, αποκλείεται να μην είναι καλοί». Θυμάται επίσης τον Βασίλη Τσιτσάνη να της παίζει μπαγλαμά εν είδει αφιέρωσης («μου εξέπεμπε καλοσύνη και μουσικότητα»), ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Κώστας Βίρβος απήγγελλε στην οικογένεια την «Πρέβεζα» του Κ. Καρυωτάκη. Ο Κώστας Βίρβος γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου του 1926 και πέθανε στις 6 Αυγούστου του 2015. Στην αγκαλιά της συζύγου του που ήταν μαζί για 60 χρόνια. Εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα φαίνεται ότι εκπλήρωσε και την υπόσχεση που της είχε δώσει: «Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω». Οσο για τους δικούς του, έκαναν πραγματικότητα ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια. «Ενα όμορφο αμάξι με δυο άλογα να μου φέρετε τα μάτια μου σαν κλείσω» (το άλλο ήταν η «Γερακίνα»). Ο Κώστας Βίρβος αφηγείται «Το ίδιο βράδυ (σ.σ.: της σύλληψής του) με έριξαν στο απομονωτήριο. Εκεί ήταν κι ένας άλλος. Πονούσα σε όλο μου το κορμί. Ημουν δεμένος στο κεφάλι σαν χότζας. Εχω ένα σημάδι 57 χρόνια εδώ στο κεφάλι από βούρδουλα που κατέληγε σε σφαιρίδιο. Μέσα εκεί υπήρχε ένα κούτσουρο. Του είπα «Σε παρακαλώ να ξαπλώσεις στο κούτσουρο κι εγώ πάνω στο σώμα σου». Ετσι έγινε. Σηκωνόμασταν τη νύχτα να ξεμουδιάσουμε. Δεν κράτησε πολύ. Δύο μερόνυχτα. Αυτό είναι το αναπαυτικότερο κρεβάτι που κοιμήθηκα ποτέ. Απ’ αυτό εμπνεύστηκα το «ούτε στρώμα να πλαγιάσω, ούτε φως για να διαβάσω» που γράφω στη «Γερακίνα». Στη φυλακή άρχισα να γράφω την «Καταχνιά» σαν ποίηση».