Από τον καλοσυνάτο και συμπαθητικό Λευτέρη από το «Μαύρο ρόδο» ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης εφέτος μεταμορφώθηκε στον διεφθαρμένο και αδίστακτο Μιλτιάδη Παντελίδη. Τον δικηγόρο της ναυτιλιακής «Βασιλείου», στο «Ναυάγιο» (Κυριακή-Τετάρτη, 22.50, Mega) που προσπαθεί να αποσιωπήσει τα πραγματικά αίτια της τραγωδίας του «Φοίνιξ». Αραγε τι να είδαν στη φυσιογνωμία του και του πρότειναν τον συγκεκριμένο ρόλο; «Δεν με επέλεξαν ακριβώς. Εγώ επέλεξα αυτόν τον ρόλο. Κατ’ αρχάς ήθελα να ξεφύγω από την καλοσύνη του περσινού μου ρόλου, κι επειδή είχα καιρό να κάνω έναν πολύ διεφθαρμένο και αρνητικό χαρακτήρα, με γοήτευσε ο ρόλος αυτός» θα πει στο «Βήμα».
Το γεγονός ότι «Το Ναυάγιο» αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα, ανεβάζει κι άλλο τον πήχη δυσκολίας;
«Οχι, δεν νομίζω. Δυστυχώς μας δίνει έμπνευση. Είδα πάρα πολλά πράγματα από την τραγωδία των Τεμπών, τα οποία θα μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω στον χαρακτήρα αυτόν. Θα προτιμούσα να μην τα είχα δει και να έκανα τη δική μου έρευνα, αλλά δυστυχώς έρχεται η επικαιρότητα και μας τροφοδοτεί συνεχώς με υλικό. Ακολούθησε η διασπορά ψευδών ειδήσεων με το Ισραήλ και με την Παλαιστίνη. Ζούμε έναν καταιγισμό ψευδών ειδήσεων που δεν ξέρει κανένας πια τι να πιστέψει και από πού. Συνεχώς κάτι γίνεται και με τροφοδοτεί με υλικό για τον ρόλο».
Φράσεις όπως ήταν «ανθρώπινο λάθος», «θα φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο» και «τώρα προέχουν οι ανθρώπινες ζωές» τις ακούμε σχεδόν σε κάθε εθνική τραγωδία. Γιατί θεωρείτε ότι εξακολουθεί να συμβαίνει αυτό;
«Εννοείται, όμως τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Είναι όλα λόγια του αέρα. Προφανώς είναι παθογένειες βαθιά ριζωμένες μέσα στο ελληνικό κράτος που δεν έχουν λυθεί ακόμα. Δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Υπάρχουν πράγματα τα οποία διαχρονικά συμβαίνουν και ακούμε τα ίδια λόγια».
Στη σειρά συνυπάρχουν και διαφορετικές γενιές ηθοποιών. Εσάς ως καλλιτέχνη σας εμπνέει η συνεργασία με τους νέους;
«Πάντα με εμπνέει και πάντα με ενδιαφέρει να δουλεύω με νέους ανθρώπους. Προσπαθώ κι εγώ να κρατιέμαι όσο πιο κοντά στους νέους τρόπους έκφρασης και υποκριτικής γίνεται. Υπάρχουν ευτυχώς στην Ελλάδα πάρα πολλοί καλοί ηθοποιοί. Εχουμε μια παράδοση στην υποκριτική και νομίζω ότι συνεχίζει αυτή η παράδοση να υπάρχει».
Η υπερπληθώρα σειρών και παραστάσεων των τελευταίων ετών ευνοεί την ανάδειξη των νέων ηθοποιών.
«Αυτή είναι η μία πλευρά, η θετική. Υπάρχει και η αρνητική βέβαια, γιατί αυτή η υπερπληθώρα δεν είναι και τόσο υγιές φαινόμενο. Ξαφνικά από το κανένα σίριαλ πήγαμε στα 30 σίριαλ. Οπου είναι πάρα πολλά πιθανόν και ο κόσμος να έχει μπερδευτεί λιγάκι και να μην ξέρει τι να παρακολουθήσει. Από την άλλη δίνονται λίγα λεφτά σε πολλά σίριαλ, με αποτέλεσμα να μην μπορείς να κάνεις υψηλού προϋπολογισμού δουλειές, ακριβώς γιατί πρέπει να μοιραστούν. Το ίδιο συμβαίνει και με τα θέατρα. Από τη μία βλέπεις την ανάγκη έκφρασης πολλών ανθρώπων που αγωνίζονται σε μικρά θέατρα να κάνουν παραστάσεις, να φτιάξουν ομάδες, αλλά το να έχουμε, ας πούμε πεντακόσιες, χίλιες παραστάσεις, που φτάνουν κάποια στιγμή στην Αθήνα, είναι πάρα πολύ. Δεν νομίζω ότι είναι και πολύ υγιές αυτό το φαινόμενο, γιατί μοιραία τα μισά, και πάνω από τα μισά, αν πρόκειται για θέατρα θα κλείσουν, αν πρόκειται για σίριαλ θα κοπούν ή θα παίζονται αργά τη νύχτα. Αυτό δημιουργεί ένα κακό προηγούμενο απέναντι στις παραγωγές και στα κανάλια. Θα πει κάποιος ότι «δεν πήγε καλά αυτό το σίριαλ, οπότε του χρόνου δεν θα κάνω σίριαλ, θα κάνω ριάλιτι ή θα κάνω κάτι άλλο», γιατί λειτουργούμε πολύ χωρίς σκέψη. Δεν υπάρχει ένα μέτρο. Ετσι και δουλέψει κάτι καλά ακολουθούν όλοι. Οπως τώρα που δούλεψε ένα σίριαλ εποχής και κάνουν όλοι σίριαλ εποχής».
Θεωρείτε ότι η τηλεόραση σήμερα δεν τολμά να κάνει κάτι διαφορετικό και ακολουθεί την πεπατημένη;
«Φυσικά δεν τολμά. Γιατί όλοι κοιτάζουν να κάνουν μια συνταγή που θεωρούν ότι έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Κανένας δεν ρισκάρει εύκολα να δοκιμάσει κάτι καινούργιο, γιατί αν τυχόν δεν πάει καλά θα χάσει τη θέση του. Είναι απλά τα πράγματα. Βέβαια ανά διαστήματα βλέπουμε κάποιες καινούργιες προτάσεις και χαίρομαι που τις βλέπουμε γιατί πραγματικά αξίζουν τον κόπο. Κάτι το οποίο έρχεται να σπάσει ας πούμε τον κανόνα των ημερών και να προτείνει κάτι καινούργιο».
Μία από αυτές είναι και το «Milky Way» στο οποίο συμμετέχετε.
«Ακριβώς. Το «Milky Way» είναι μια σειρά που δεν δουλεύει με τους ρυθμούς του καθημερινού σίριαλ, είναι μια μίνι σειρά. Δόθηκαν πάρα πολλά χρήματα, πιθανόν όσα θα δίνονταν και σε μια καθημερινή σειρά για έναν ολόκληρο χρόνο, για να βγουν αυτά τα οκτώ επεισόδια. Φυσικά πραγματεύεται ένα θέμα που επίσης δεν είναι αυτό που λέμε του συρμού, των ημερών. Τέτοιες περιπτώσεις σαν το «Milky Way» μού δίνουν λίγο κουράγιο και αισιοδοξία. Η δική μου συμμετοχή είναι μικρή. Ομως είδα ότι είχα μια πρόταση να δουλέψω σε ένα σίριαλ με κινηματογραφικούς ρυθμούς, με άπλετο χρόνο, με διάθεση, με καινούργιο σενάριο. Ηταν μια πρόταση».
Πιστεύετε ότι είμαστε έτοιμοι, ως τηλεθεατές, να παρακολουθήσουμε μια διαφορετική και τολμηρή σειρά;
«Δυστυχώς νομίζω ότι δεν είμαστε έτοιμοι. Εγώ περιμένω ότι θα υπάρχουν αντιδράσεις, αλλά προσωπικά δεν με ενδιαφέρει. Το θεωρώ απολύτως απαραίτητο να υπάρχουν αυτές οι αντιδράσεις και αυτές οι νέες προτάσεις. Ζούμε σε μια εποχή που μάλλον πάμε λιγάκι προς τα πίσω. Η κοινωνία μας έχει στραφεί σε έναν συντηρητισμό που τουλάχιστον εγώ θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια δεν υπήρχε. Οπότε δεν είμαστε έτοιμοι για μια τέτοια σειρά. Αλλά η τέχνη οφείλει να πηγαίνει τα πράγματα λίγο μπροστά ή να μη δίνει πάντα αυτό που λέμε ότι θέλει ο κόσμος. Ο κόσμος μπορεί να θέλει πάντα το ίδιο, δεν σημαίνει ότι πρέπει πάντα να του δίνεις αυτό. Ας του δώσει και κάτι παραπάνω. Ας του δημιουργήσεις και έναν προβληματισμό κάποια στιγμή, μια αντίδραση. Ετσι θα δημιουργηθούν συζητήσεις, θα προκύψουν ερωτηματικά, θα γίνει ένας διάλογος».
Θεατρικά, σας συναντάμε ξανά στον επιτυχημένο «Αμπιγιέρ». Σε ποιους παράγοντες πιστεύετε ότι οφείλεται η επιτυχία της παράστασης;
«Είναι μια παράσταση που θεωρώ ότι είναι πραγματικά θέατρο. Δεν είναι εύκολη παράσταση. Εχει δυσκολίες για εμάς, για τον θεατή όμως κρύβει χαρά, συγκίνηση, ατμόσφαιρες και πράγματα τα οποία τον ευχαριστούν πάρα πολύ. Θεωρώ ότι έχει γίνει καλή δουλειά από όλους τους συντελεστές. Το έργο είναι κλασικό, δοκιμασμένο, πετυχημένο, ενδιαφέρει. Οπότε έχει καλή συνταγή. Το στοίχημα ήταν αν θα καταφέρουμε να το κάνουμε με έναν τρόπο που να αφορά και τον σημερινό θεατή. Νομίζω ότι μάλλον πέτυχε. Η ανταπόκριση αυτό δείχνει».