Το περασμένο καλοκαίρι η Αννα Καλαϊτζίδου συμμετείχε σε έναν περιοδεύοντα θίασο αρχαίου δράματος. Στο περιθώριο των υποχρεώσεών της, έβρισκε χρόνο να τα λέει με τη Σύρμω Κεκέ στο τηλέφωνο. Δεν έκαναν χαλαρές κουβεντούλες, αντιθέτως, «μαθαίναμε τα λόγια μας», προετοιμάζονταν δηλαδή για την παράσταση «Ο τρόμος του κροκόδειλου» στην οποία εσχάτως συμπρωταγωνιστούν.
Πρόκειται για ένα σύγχρονο έργο της Μέγκαν Τάιλερ, του 2019, κράμα μαύρης κωμωδίας και εκρηκτικού σουρεαλισμού (από τα ακίνδυνα πατατάκια φτάνουμε σε ένα αλυσοπρίονο που βρυχάται), με δραματικό ωστόσο πυρήνα που σκηνοθετεί άρτια ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (στον βρετανικό «Guardian» είχε γραφτεί τότε πως το συγκεκριμένο κείμενο είναι «σαν Ταραντίνο για φεμινίστριες», κάτι που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα).
«Κοινό σκηνικό ήθος»
Λοιπόν, οι δύο βασικές ελληνίδες ηθοποιοί (υποδυόμενες, αντιστοίχως, δύο αδελφές που καλούνται ύστερα από μια δεκαετία και πλέον να αναμετρηθούν εν τέλει με ένα σκοτεινό κακοποιητικό παρελθόν μες στο ίδιο τους το σπίτι) συναποτελούν ίσως το καλύτερο ερμηνευτικό ντουέτο που μπορείτε να δείτε επί σκηνής ετούτη την περίοδο. Προσέξτε, δεν είναι απλώς «επικοινωνία» ή «χημεία» αυτό που έχουν δημιουργήσει μεταξύ τους, είναι κάτι παραπάνω, ένα είδος πυκνής, μεστής, αδιάλειπτης και σπαρταριστής ανταλλαγής, ή εμπλοκής σαφέστερα, την οποία απολαμβάνεις να παρακολουθείς σε κάθε λεπτομέρειά της.
«Θα ακουστεί τετριμμένο αλλά (θα το πω όμως, γιατί για εμένα είναι σημαντικό, καθώς βάζω πάνω απ’ όλα τις συνεργασίες σε αυτή τη δουλειά) νιώθω ευτυχία που φαίνεται να περνάει τόσο άμεσα κάτω στους θεατές αυτό που κάνουμε παρέα με τη Σύρμω. Νομίζω ότι έχουμε κοινό σκηνικό ήθος και, προσωπικά, επειδή πια με ενδιαφέρει αποκλειστικά πώς είναι η ζωή μου πάνω στο σανίδι, πολύ πρακτικά εννοώ, χαίρομαι που η συνάδελφός μου την κάνει πιο εύκολη και παράλληλα τόσο ουσιαστική. Ξέρετε, δεν είναι καθόλου συνηθισμένο αυτό» είπε με μεταδοτική ηρεμία στο «Βήμα» η Καλαϊτζίδου, την οποία συναντήσαμε τις προάλλες. Ενσαρκώνει τη Φιάνα Ντέβλιν, τη μικρότερη αδελφή που ακολούθησε τον εξωστρεφή δρόμο του πολιτικού ριζοσπαστισμού (η άλλη, η μεγαλύτερη Αλάνα, κατέφυγε στη θρησκεία, σε μια εσωστρεφή, περίκλειστη ευλάβεια).
Το έργο της Τάιλερ τοποθετείται στο 1989, στην ύπαιθρο της Βόρειας Ιρλανδίας, στη διάρκεια των λεγόμενων «Ταραχών». Εμφυλιοπολεμική συνθήκη, ως γνωστόν, έντονου διχασμού και εκτεταμένης βίας, στην οποία η δραματουργός εγγράφει έναν άστοχο εμπρησμό, την προέκταση ενός ξεκαθαρίσματος οικογενειακών λογαριασμών. Ο κροκόδειλος, εν προκειμένω, είναι ο πατέρας των δύο γυναικών.
«Οι επιλογές που (εν τω μεταξύ, προτού συναντηθούν ξανά) έχουν κάνει μάλλον συντονίζονται αναγκαστικά με την ψυχολογία τους. Η σχέση των δύο γυναικών (και τα βιώματα που μοιράζονται) είναι ο πυρήνας του έργου. Κυρίως όμως, το μαζί, το να αντιμετωπίζεις το τραύμα σου μαζί με έναν άλλο άνθρωπο, έναν άνθρωπο μάλιστα με τον οποίο έχεις δεσμό αίματος. Ο συγγενικός δεσμός, ο αδελφικός δεσμός εν προκειμένω, είναι ιδιαίτερος αλλά και κάπως αυθαίρετος. Δεν είναι όπως ο φιλικός ή ο ερωτικός δεσμός, για παράδειγμα, όπου οφείλεις να εξηγείς και να αναλύεις όλα τα στάδια. Θέλω να πω, τα αδέλφια μπορεί να βριστούν, να συγκρουστούν πάρα πολύ άσχημα και αμέσως μετά να μονιάσουν, να αγκαλιαστούν. Ναι, η σχέση ανάμεσα στην Αλάνα και στη Φιάνα με ταράζει και με σαγηνεύει εξίσου. Είναι όμορφο, ακόμα και στις πιο τρελές προτάσεις και αποφάσεις, μένουν μαζί» επισήμανε η Καλαϊτζίδου.
Στην παράσταση, μεταξύ άλλων, σπάει ένα τζάμι, κρατάει μια βόμβα μολότοφ. «Από μικρή ήμουν αρκετά ελεύθερη και αυτοδιαχειριζόμενη, έβγαινα, παρατηρούσα, κυκλοφορούσα, πήγαινα μόνη μου στο ωδείο από την τετάρτη δημοτικού. Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, ευτυχώς σε μια εποχή πιο ανοιχτή για την πόλη και καλλιτεχνικά γόνιμη (αν και, κακά τα ψέματα, θέατρο αξιώσεων εκεί δεν βλέπαμε ποτέ). Δεν είχα άγρια νιάτα, αλλά δεν θα με λέγατε και συμμαζεμένη ακριβώς. Από τα δεκαπέντε μου, πάντως, άρχισα να δουλεύω, να διεκδικώ την αυτονομία μου. Εχω δουλέψει ως σερβιτόρα για δεκατρία χρόνια. Αυτή είναι μια δύσκολη δουλειά και κανείς δεν πρέπει να την υποτιμά. Για εμένα δε, αυτός ο συγχρωτισμός με τους ανθρώπους αποδείχτηκε ό,τι πιο χρήσιμο και για το θέατρο, τη συστηματική μου εργασία τα τελευταία είκοσι τρία χρόνια».
Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ) το 2001. «Η πρώτη μου επαγγελματική παράσταση ήταν παιδική, είχα αναλάβει τον ρόλο μιας πριγκίπισσας, γεγονός που γέμισε ενθουσιασμό και περηφάνια τη μητέρα μου» θυμήθηκε η Καλαϊτζίδου γελώντας. Από το 2002, παρακινημένη από τον Θωμά Μοσχόπουλο, κατηφόρισε στην Αθήνα. Και έκτοτε διαμορφώνει τη δική της πορεία στην υποκριτική, διακριτή, λεπταίσθητη, ποιοτική.
«Λέγαμε πριν για δυσκολίες, αν εξαιρέσουμε το οικονομικό, που είναι ένα τεράστιο θέμα για κάθε εργαζόμενο, εντάξει, το να είσαι ηθοποιός είναι απαιτητικό, αλλά μην τρελαθούμε κιόλας, δεν ανοίγουμε και καρδιές! Θέλω να βλέπω τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. Σκέφτομαι ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω μια δουλειά υψηλής και κρίσιμης ευθύνης». Πλην όμως, σε ένα διαφορετικό επίπεδο, έχει και μια ηθοποιός την ευθύνη της. «Βεβαίως, να πεις καλά και αληθινά την ιστορία. Αυτή είναι η ευθύνη. Εν πάση περιπτώσει, να μην πεις ψέματα. Αυτό κυνηγάω εγώ, να μην κάνω και να μη λέω ψέματα στη σκηνή. Το ζητούμενο είναι να έχεις επεξεργαστεί αρκετά τον εαυτό σου ώστε να γίνεσαι, να είσαι αληθινός. Αν κρύβεσαι από τον εαυτό σου, κρύβεσαι και από τους θεατές».
Ο ρόλος της ψυχραιμίας
Η Καλαϊτζίδου συμπλήρωσε, κατόπιν, ότι «έχουμε ίσως υπερεπενδύσει σε αυτό που λέμε ψυχή ή (ακόμα χειρότερα) ψυχούλα στο θέατρο, κι αυτό είναι κάπως ενοχλητικό». Και το αποσαφήνισε. «Να μιλάμε για την τεχνική στην υποκριτική. Η τεχνική ενός ηθοποιού δεν είναι κάτι άψυχο. Η τεχνική είναι, ακριβώς, η καθοδήγηση του αισθήματος, ο τρόπος που έχει ένας ηθοποιός να πλοηγείται μέσα σε έναν ρόλο, να αντλεί από τον εαυτό του και συγχρόνως να αντανακλά δικά του κομμάτια πάνω σε μια ανθρώπινη κατάσταση. Οσο κι αν ακούγεται παράξενο, είναι αδύνατον ένας ηθοποιός να ερμηνεύει αποτελεσματικά αν δεν είναι ψύχραιμος».
Τη χώρα μας, όπου ζει και εργάζεται, πώς τη βλέπει; «Πληγωτική θαρρώ, όλο και πιο αποπνικτική. Στην παιδεία, στην υγεία, στη δικαιοσύνη τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Αισθάνομαι ότι ως πολίτες δυστυχώς το έχουμε χάσει λίγο, δεν ασκούμε επαρκή κριτική – γόνιμη, δεν λέω να γκρινιάζουμε άσκοπα για το καθετί – ακόμα και πάνω στα ίδια τα δεδομένα. Δεν επιμένουμε, δεν πιέζουμε όσο θα έπρεπε για αυτά που πρέπει, όντως, να γίνονται».
INFO: «Ο τρόμος του κροκόδειλου» της Μέγκαν Τάιλερ, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (Κεντρική Σκηνή). Ερμηνεύουν: Δημήτρης Γεωργαλάς, Άννα Καλαϊτζίδου, Σύρμω Κεκέ, Θοδωρής Λαμπρόπουλος. Περισσότερα εδώ: https://nkt.gr/plays/o-tromos-toy-krokodeiloy/