Στις 21 Δεκεμβρίου του 2001, μια εβδομάδα μετά τα εγκαίνια της επετειακής έκθεσης για τα εκατοντάχρονα της Εθνικής Πινακοθήκης της Πολωνίας, δύο βουλευτές του πολωνικού κοινοβουλίου επισκέφτηκαν το επιβλητικό μέγαρο Zacheta επιδεικνύοντας προς τους υπαλλήλους τις ταυτότητές τους, οι οποίες εκτός των άλλων ευεργετημάτων, όπως της δωρεάν πρόσβασης, τους πρόσφεραν και ασυλία έναντι του νόμου.

Η Χαλίνα Νοβίνα-Κονόπκα και ο Βίτολντ Τόμτσακ, παγκοσμίως άγνωστοι έως τότε, κατάφεραν να κερδίσουν οικουμενική αναγνωρισιμότητα και να μνημονεύονται έως σήμερα, 24 χρόνια μετά, από τον διεθνή Τύπο, ενσαρκώνοντας – χωρίς κανείς να τους το ζητήσει – τους ήρωες που ανέλαβαν να αποκαθηλώσουν ένα από τα γνωστότερα, τα πιο ακριβά και τα πλέον αμφιλεγόμενα έργα του ιταλού καλλιτέχνη Μαουρίτσιο Κατελάν.

Οι δύο ακροδεξιοί βουλευτές δεν μπορούσαν με τίποτα να καταπιούν, να χωνέψουν και να μεταβολίσουν πως στο κέντρο της πρωτεύουσας της θεοσεβούμενης χώρας τους είχε τοποθετηθεί ένα κέρινο ομοίωμα του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ να χαροπαλεύει χτυπημένος από έναν μετεωρίτη. Επρόκειτο για την προκλητική – για τα μάτια και τη συλλογιστική τους – «Ενατη Ωρα» του ιταλού καλλιτέχνη, την οποία αποφάσισαν να βανδαλίσουν.

Απομάκρυναν τον μετεωρίτη από το σώμα του κέρινου Πάπα και προσπάθησαν εις μάτην να τον στυλώσουν στα πόδια του. Πριν αποχωρήσουν από τον τόπο του εγκλήματος φρόντισαν να αφήσουν το αντίτυπο της επιστολής που ο Tόμτσακ είχε αποστείλει προς τον τότε πρωθυπουργό και τους υπουργούς Πολιτισμού και Δικαιοσύνης, απαιτώντας την απόσυρση του αηδιαστικού, όπως το χαρακτήριζε, εκθέματος. Επιπλέον, εξαπέλυε επίθεση στην εβραϊκής καταγωγής διευθύντρια της Πινακοθήκης, εκφράζοντας το άλογο επιχείρημα πως μια Εβραία δεν μπορούσε να διαχειρίζεται και να σπαταλά τα χρήματα της ρωμαιοκαθολικής πλειοψηφίας της χώρας σε ανοσιότητες.


Σπασμένα έργα του Χριστόφορου Κατσαδιώτη από την έκθεση με τίτλο «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου», στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ – ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΟΥΤΣΟΥ/STR

Οι ομοιότητες που παρουσιάζει η αλήστου μνήμης επίθεση στην Εθνική Πινακοθήκη της Πολωνίας από τοπικούς βουλευτές με την πρόσφατη καταδρομική επίθεση στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας από τον βουλευτή του κόμματος Νίκη Νίκο Παπαδόπουλο προσυπογράφουν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο πως οι ακραία συντηρητικοί κύκλοι μπορεί να τα πηγαίνουν περίφημα με τις βαρβαρότητες που διαχρονικά απεργάζονται, όμως δεν καταφέρνουν να παρουσιάζουν καμία πρωτοτυπία στη δράση τους, ακόμα κι αν μιλάμε για τη χρονική μεσολάβηση ενός τετάρτου του αιώνα.

Ευτυχώς, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Κατελάν, ο οποίος αξίζει για την ιστορία να σημειώσουμε πως διατήρησε την ολύμπια ψυχραιμία του απέναντι στην αλλοτινή επίθεση στο έργο του – άλλωστε πιστεύει ακράδαντα πως ο καλλιτέχνης ξεκινά ένα έργο που ολοκληρώνεται όταν φτάνει και προσλαμβάνεται από τον θεατή – και μάλιστα το είδε στο πέρας των ετών να γίνεται ένα από τα κορυφαία του στο χρηματιστήριο της τέχνης. Αποκορύφωμα ήταν η πώλησή του από τον οίκο Christie’s το 2017 προς 16 εκατομμύρια δολάρια.

Το έργο του Χριστόφορου Κατσαδιώτη (1971), Ο Άγιος Χριστόφορος, 2020, που εκτίθεται στο πλαίσιο του προγράμματος «Ενδιάμεσος Χώρος», στην έκθεση με τίτλο «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου», στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου

Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς εάν τα τέσσερα βανδαλισμένα έργα – συγκεκριμένα τα «Εικόνισμα 1ο», «Εικόνισμα 16ο», «Εικόνισμα 17ο» και «Ο Αγιος Χριστόφορος» – του εικαστικού Χριστόφορου Κατσαδιώτη, που εξετίθεντο στο πλαίσιο της έκθεσης «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου», θα αποκτήσουν τη φωτογένεια και την οικουμενικότητα εκείνων του Κατελάν, όμως μπορεί να στοιχηματίσει πως το πρόσφατο περιστατικό αστυνόμευσης, λογοκρισίας και καταστροφής της τέχνης δεν θα είναι το τελευταίο στη χώρα μας. Αλλωστε η δράση των ακραία συντηρητικών και ακροδεξιών πολιτικών έχει αποδείξει πως τα έργα τέχνης είναι ένας προσφιλής και εύκολος στόχος για εκείνους.

Ας μην ξεχνάμε πως το φθινόπωρο του 2003 το ακροδεξιό κόμμα ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη σε σύμπραξη με εκκλησιαστικούς κύκλους ενορχήστρωσε και καθοδήγησε την απομάκρυνση ενός έργου τέχνης από την πολυδιαφημισμένη έκθεση Outlook. Επρόκειτο για ένα από τα σημαντικότερα εικαστικά γεγονότα που είχαν λάβει ποτέ χώρα στην Ελλάδα – και μάλιστα στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας –, όμως τελικά στην Ιστορία έμεινε όχι για το πλήθος των έργων και το εύρος των καλλιτεχνών που φιλοξένησε, αλλά για τον εξοστρακισμό του έργου με τίτλο «Πότισέ Με» του βέλγου καλλιτέχνη Τιερί Ντε Κορντιέ.

Η απεικόνιση ενός ανδρικού μορίου να εκσπερματίζει σε έναν σταυρό θεωρήθηκε αντιχριστιανική και ανθελληνική κι έτσι με τη σύμφωνη γνώμη τού τότε υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου το έργο αφαιρέθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από την έκθεση.

Η Outlook καταγράφηκε στην Ιστορία ως καθόλου φιλική στην ελευθερία του λόγου και της έκφρασης εξαιτίας και ενός δεύτερου περιστατικού λογοκρισίας. Αυτή τη φορά αυτουργός ήταν μια αγανακτισμένη πολίτης η οποία θεώρησε ηθικό χρέος της να σκίσει ένα μέρος από το πολύπτυχο έργο του εικαστικού Θανάση Τότσικα – συγκεκριμένα εκείνο που απεικόνιζε τον καλλιτέχνη να συνουσιάζεται με ένα καρπούζι.

Ιούνιος 2007, Art-Athina

Μια εφάμιλλα ζοφερή στιγμή σαν αυτήν στην οποία πρωταγωνίστησε την εβδομάδα που μας πέρασε ο κ. Παπαδόπουλος, ο οποίος παρεμπιπτόντως συνεχίζει ανενόχλητος τον γύρο του θριάμβου του ως προσκεκλημένος σε infotainment τηλεοπτικά μετερίζια, εισπράττοντας μάλιστα ακόμα και εύσημα, αν όχι για τη δράση, τουλάχιστον για το κίνητρό του, καταγράφηκε τον Ιούνιο του 2007 με σκηνικό την Art-Athina.

Ηταν μεσημέρι Σαββάτου όταν η αστυνομία πραγματοποίησε έφοδο στον χώρο της Helexpo όπου πραγματοποιούνταν η φουάρ για να κατασχέσει με την κατηγορία περί ασέμνων το έργο της Εύας Στεφανή και να συλλάβει τον γενικό διευθυντή της έκθεσης. Η καταγγελία είχε προέλθει και πάλι από ακροδεξιούς κύκλους. Ομως τι ήταν τόσο σκανδαλιστικό για τα χρηστά ήθη στο έργο της καλλιτέχνιδας;

Η ίδια είχε περιγράψει τη βιντεοπροβολή που είχε δημιουργήσει – και η οποία έφερε σήμανση καταλληλότητας για άτομα άνω των 18 ετών – σε συνέντευξή της λίγες ημέρες μετά το περιστατικό: «Δείχνω μια μαύρη οθόνη και μέσα μια τρύπα που υπαινίσσεται ότι είναι μια κλειδαρότρυπα. Μέσα από εκεί βλέπουμε ένα παλιό φιλμάκι super 8, πολύ φθαρμένο. Και βλέπουμε ένα γυναικείο χέρι που κινείται γύρω από ένα αιδοίο χωρίς να το ακουμπά. Η εικόνα είναι αρκετά ασαφής. Δεν είναι κανείς βέβαιος ότι είναι αιδοίο, θα μπορούσε να είναι ένα λουλούδι ή να είναι μια πληγή. Με ακουστικά μπορείς να ακούσεις τη μουσική από τον Εθνικό Υμνο. Ακούγεται από παλιό εμβατήριο τύπου χούντας».  

Οι λεηλασίες έργων τέχνης, οι βαρβαρισμοί, η λογοκρισία και τελικά η αστυνόμευση της ελευθερίας της έκφρασης ούτε άρχισε ούτε θα τελειώσει με την πρόσφατη επίθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Οσο τουλάχιστον θα υπάρχουν πολίτες και πολιτικοί ταγοί που θα εργαλειοποιούν θεούς και δαίμονες για να προσηλυτίζουν στο μισανθρωπικό σύμπαν τους.

Από την άλλη, δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς πως ο πρόσφατος τσαμπουκάς του εθνοπατέρα που προφανώς θεωρεί έναν δημόσιο χώρο έκφρασης τσιφλίκι του είναι μια καλή αφορμή για να αναλογιστούμε εκείνο που ο στιχουργός Γεράσιμος Ευαγγελάτος αποτύπωσε περίφημα στα κοινωνικά δίκτυά του στον απόηχο του γεγονότος. Οτι η τέχνη διαλύει εμάς, όχι εμείς την τέχνη.