Μεγάλωσε στο Ρόζενγκαρντ, τη συνοικία του Μάλμε της Σουηδίας που ποτέ δεν σταμάτησε να θεωρεί σπίτι του, αλλά οι συνθήκες ανατροφής του δεν ήταν οι ιδανικότερες. Οπως όμως μας λέει η ταινία «Ζλάταν» (2021) που προβάλλεται εδώ και λίγο καιρό στις αίθουσες, ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, το παιδί με το αίμα του Βαλκάνιου και τη σουηδική υπηκοότητα, ήταν από πολύ μικρός αποφασισμένος να αξιοποιήσει το φυσικό χάρισμά του στο ποδόσφαιρο, ακολουθώντας τον δρόμο που επρόκειτο να του χαράξει η καρδιά, μα και ο μοναχικός, ατίθασος χαρακτήρας του.
Ετσι, κατάφερε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιρικούς αστέρες όλων των εποχών κάνοντας στάσεις στους σημαντικότερους συλλόγους της Ευρώπης, από τον Αγιαξ στην Ολλανδία ως τη Γιουβέντους, την Ιντερ και τη Μίλαν στην Ιταλία, από την ισπανική Μπαρτσελόνα ως την Παρί Σεν Ζερμέν στη Γαλλία και τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Με τη γοργή, σφιχτή κινηματογράφηση και τις καλές επιλογές των ηθοποιών που υποδύονται τον Ιμπραΐμοβιτς σε δύο διαφορετικές ηλικίες (Ντόμινικ Αντερσον Μπαϊρακτάρι – παιδί, Γκρανίτ Ρουσίτι – μετεφηβεία), ο σκηνοθέτης Γενς Σιόγκρεν καταθέτει μια εύπεπτη, χορταστική κινηματογραφική βιογραφία που σίγουρα μπορεί να γοητεύσει τόσο τους φαν του πρώτου όσο και εκείνους του ποδοσφαίρου γενικότερα.
Σαν οπαδοί στις κερκίδες
Εξαιρώντας δημιουργίες που ανήκουν στον χώρο της κινηματογραφικής τεκμηρίωσης, όπως π.χ. τα πολύ καλά ντοκιμαντέρ που έχουν γυριστεί για τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα (το ένα μάλιστα με τη σφραγίδα του Εμίρ Κουστουρίτσα), το ποδόσφαιρο δεν υπήρξε ποτέ το φόρτε του κινηματογράφου μυθοπλασίας γιατί πολύ απλά η μυθοπλασία δεν μπορεί να ταυτιστεί με το «ζωντανό» θέαμα. Μπορεί να το αντιγράψει, όχι όμως και να συγκριθεί μαζί του. Ανατρέχοντας όμως στην κινηματογραφική ιστορία θα βρούμε ταινίες που για διάφορους λόγους έχουν συνεπάρει το κοινό προκαλώντας συναισθήματα παρόμοια με αυτά που νιώθουν οι οπαδοί στις κερκίδες. Οι ταινίες ποδοσφαίρου που έχουν γυριστεί είναι πολύ περισσότερες από τις επιλογές μας στο παρόν κείμενο, όπου όμως θα βρούμε κάποιες απολύτως αντιπροσωπευτικές.
Η μπάλα ως πρόσχημα
Κατ’ αρχάς μια ταινία μυθοπλασίας που έχει ως φόντο το ποδόσφαιρο πρέπει να στηρίζεται σε μια καλή ιστορία και όχι μόνο στην απεικόνιση σκηνών ποδοσφαίρου (όπου το σινεμά ούτως ή άλλως χωλαίνει μπροστά στο πραγματικό άθλημα). Ενα από τα πιο κλασικά παραδείγματα της τελευταίας εικοσαετίας είναι το «Κάν’ το όπως ο Μπέκαμ» («Bend it like Beckham», Αγγλία, 2002) της Ινδής Γκούριντερ Τσάντα, όπου το αστέρι του τίτλου και τότε το απόλυτο έμβλημα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν έχει καν ρόλο στην ταινία (ένα φευγαλέο στιγμιότυπό του προς το τέλος της ταινίας αρκεί). Το ποδόσφαιρο εδώ λειτουργεί προσχηματικά.
Η ταινία είναι ένας ψυχαγωγικός στοχασμός πάνω στο πείσμα για την πραγμάτωση του ονείρου μιας κοπέλας, της Τζες (Παρμίντερ Κ. Ναγκρά), της οποίας η καρδιά βρίσκεται στο ποδόσφαιρο και όχι στις παραδόσεις των ινδών γονιών της. Γι’ αυτό θα δώσει μάχη μαζί με μια λευκή που χρησιμοποιεί έξοχα τα πόδια της στο τερέν και που φέρει τη μορφή της Κίρα Νάιτλι σε μια από τις πρώτες ταινίες στις οποίες έλαμψε το αστέρι της.
Γυναίκες όμως είναι τα βασικά πρόσωπα και στο «Offside» (Ιράν, 2006), ένα καυστικό σχόλιο του ιρανού σκηνοθέτη Τζαφάρ Παναχί πάνω στον σκοταδισμό της ιρανικής κοινωνίας, λόγος για τον οποίο η διανομή της ταινίας απαγορεύτηκε εκεί. Εφηβες φίλες του ποδοσφαίρου μεταμφιέζονται σε άντρες προκειμένου να παρακολουθήσουν τον αγώνα Ιράν – Μπαχρέιν από τον οποίο θα κριθεί αν το Ιράν περάσει στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006 (ο Παναχί γύρισε την ταινία ενώ παιζόταν ο πραγματικός αγώνας). Αποτέλεσμα; Τα κορίτσια συλλαμβάνονται και κρατούνται έξω από μια θύρα του γηπέδου για να μεταφερθούν στο Τμήμα Ηθών μετά τη λήξη του αγώνα.
Με κοινό παρονομαστή την έννοια του οπαδού αλλά σε διαφορετικό πλαίσιο, ο Φιλ Ντέιβις στο μικρό αριστούργημά του «Χωρίς ταυτότητα» («I.D.», Αγγλία, 1994) αποπειράται μια μελέτη του φαινομένου του χουλιγκανισμού και σχολιάζει με ακρίβεια το αδιέξοδο της χαμένης ταυτότητας: στην ταινία, ένας μυστικός αστυνομικός (Ρις Ντισντέιλ) εισχωρεί στις τάξεις των χούλιγκαν του βρετανικού ποδοσφαίρου για να τις πολεμήσει, σιγά-σιγά όμως όχι μόνο απολαμβάνει τη συντροφικότητα της κοινότητας, αλλά η πρόκληση της μάχης και η αίσθηση του κινδύνου τον ωθούν όλο και πιο μακριά από τον αληθινό κόσμο. Ερχεται, με άλλα λόγια, σε απόλυτη ταύτιση με τον χαρακτήρα που υποδύεται.
Βιογραφίες προσωπικοτήτων
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν γυριστεί πολλές κινηματογραφικές βιογραφίες ποδοσφαιριστών, όμως μια πολύ χαρακτηριστική αφορά τον ιρλανδό θρύλο του ποδοσφαίρου Τζορτζ Μπεστ (1946-2005): είναι το «Best» (Αγγλία, 2000), που μάλιστα σκηνοθέτησε γυναίκα, η Μαίρη Μακ Γκούκιαν, με τον Τζον Λιντς στον ρόλο του ασύγκριτου επιθετικού της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και της εθνικής ομάδας της Βόρειας Ιρλανδίας. Ο Μπεστ δεν υπήρξε απλώς σύμβολο για τους συμπατριώτες του αλλά κάτι σαν θεότητα – όπως φάνηκε από το πλήθος που τον αποχαιρέτησε στην κηδεία του. Πέρα για πέρα κινηματογραφικός ήρωας, μια κυριολεκτικά «καταραμένη» προσωπικότητα του ποδοσφαίρου, ο Μπεστ ενώ ήταν ασυναγώνιστος στο γήπεδο, ήταν επίσης ασυναγώνιστος στην ταλαιπωρία της υγείας του. Οι καταχρήσεις, κυρίως στο αλκοόλ, συνέβαλαν στον πρόωρο θάνατό του.
Σταρ δεν είναι μόνο πρόσωπα του τερέν αλλά και του πάγκου, όπως βλέπουμε στην ταινία «The damned United» (ΗΠΑ / Αγγλία, 2009) που καταπιάνεται με τη θυελλώδη (και ιστορική) παραμονή επί 44 ημέρες του εκρηκτικού προπονητή Μπράιαν Κλαφ στον πάγκο της αγγλικής ομάδας ποδοσφαίρου Λιντς Γιουνάιτεντ τη δεκαετία του 1970. Με βάση το μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Πις (που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Τόπος, με τίτλο «Καταραμένη ομάδα»), η ιστορία του Κλαφ στον πάγκο της Λιντς έγινε ταινία από τον Τομ Χούπερ, σκηνοθέτη των επιτυχιών «Ο λόγος του βασιλιά» και «Οι άθλιοι». Πυρήνας στο σενάριο είναι το αβυσσαλέο μίσος του Κλαφ (Μάικλ Σιν) για τον προηγούμενο προπονητή της ίδιας ομάδας, Ντον Ρέβι (Κολμ Μίνι), σε μια ταινία που κερδίζει πόντους γιατί ρίχνει το βάρος της περισσότερο στα «βρώμικα» αποδυτήρια και λιγότερο στη λάμψη του γηπέδου και των αγώνων.
Ποδόσφαιρο και πόλεμος
Ως γεγονός είναι μάλλον ξεχασμένο, όμως κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η ναζιστική Γερμανία διοργάνωνε συχνά αγώνες ποδοσφαίρου εναντίον των χωρών που είχε κατακτήσει. Ηταν μια μέθοδος των ναζιστών κατακτητών να χρησιμοποιήσουν το πιο δημοφιλές άθλημα του κόσμου για να δώσουν ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στο ότι ακριβώς ήταν κατακτητές. Το πρόβλημα για τους Γερμανούς όμως ήταν ότι δεν νικούσαν πάντα και η πιο θρυλική, η πιο ιστορική ήττα της Γερμανίας υπήρξε εκείνη απέναντι στους Ουκρανούς. Παίζοντας εναντίον της πανίσχυρης τότε Δυναμό Κιέβου, οι Γερμανοί δεν έχασαν μόνο έναν αλλά μια σειρά αγώνων. Μάλιστα, το αποτέλεσμα ήταν κυριολεκτικά τραγικό, γιατί όλοι ανεξαιρέτως οι ουκρανοί ποδοσφαιριστές που έλαβαν μέρος σε εκείνους τους αγώνες εστάλησαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων, από τα οποία κάποιοι δεν επέστρεψαν ποτέ.
Ηταν φυσικό η αληθινή αυτή ιστορία να εμπνεύσει τον κινηματογράφο. Ο περισσότερος κόσμος γνωρίζει την ταινία «Η μεγάλη απόδραση των 11» («Escape to Victory», ΗΠΑ, 1981), μια παραλλαγμένη εκδοχή του παραπάνω θέματος με την υπογραφή του σπουδαίου αμερικανού σκηνοθέτη Τζον Χιούστον. Οι σεναριογράφοι Τζόρτζι Μιλίτσεβιτς, Τζεφ Μαγκουάιρ, Ιβάν Τζόουνς και Γιάμπο Γιαμπλόνσκι κατέγραψαν την ιστορία μιας ομάδας ποδοσφαιριστών από όλον τον κόσμο οι οποίοι ως αιχμάλωτοι των Γερμανών σε γαλλικό έδαφος καλούνται να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς ύστερα από μια ιδέα του φανατικού ποδοσφαιρόφιλου και κατά βάση αντιναζιστή διοικητή του στρατοπέδου τους.
Μόνο που στην πραγματικότητα το παιχνίδι αποτελεί για τους Συμμάχους μια «βιτρίνα», εφόσον παράλληλα με την εξέλιξή του προχωρά ένα σχέδιο απόδρασης των αιχμαλώτων παικτών από το γήπεδο στο ημίχρονο. Δεν είναι μια σπουδαία ταινία, ανήκει όμως στις πιο χαρακτηριστικές και πιο γνωστές ταινίες ποδοσφαίρου στην ιστορία του κινηματογράφου, καθώς ο Χιούστον εκτός από επαγγελματίες ηθοποιούς, όπως ο Σιλβέστερ Σταλόνε, ο Μάικλ Κέιν και ο Μαξ φον Σίντοφ, χρησιμοποίησε πραγματικούς άσους του ποδοσφαίρου σε ρόλους κρατούμενων ποδοσφαιριστών. Κορυφαία μορφή ανάμεσά τους ο Βραζιλιάνος Πελέ που εμφανίζεται δίπλα στον Αργεντίνο Οσβάλντο Αρντίλες, τον Πολωνό Κάζιμιρ Ντέινα, τον Βρετανό Μπόμπι Μουρ και τον Σκωτσέζο Τζον Γουόρκ.
Ωστόσο, μία εικοσαετία πριν από αυτή την ταινία, το 1960, ο ούγγρος σκηνοθέτης Ζόλταν Φάμπρι μετέφερε μια ιστορία περίπου σαν την πρωτότυπη ως «Δύο ημιχρόνια στην κόλαση» («Ket felido a pokolban»). Στη σαφώς ανώτερη της «Μεγάλης απόδρασης των 11» αυτή ταινία, αντίπαλη ομάδα των Γερμανών ήταν και πάλι η Δυναμό Κιέβου, αλλά για δραματουργικούς λόγους το σενάριο άλλαξε και μετά τη νίκη των Ουκρανών οι νικητές εκτελέστηκαν ένας προς έναν. Το ποδόσφαιρο ήταν και εδώ το πρόσχημα για μια ιστορία ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Παραδοξότητες και παιδί
Το αποτέλεσμα μιας διασταύρωσης ποδοσφαίρου, Ιστορίας και παιδικής ηλικίας στον κινηματογράφο μπορεί να είναι χρυσό όπως φάνηκε στο «Θαύμα της Βέρνης» («Das Wunder von Bern», Γερμανία, 2003) του Σόνκε Βόρτμαν, μια ταινία ουμανιστικού προσανατολισμού με αφορμή ένα σημαντικό αθλητικό γεγονός: η ιστορία της ταινίας τοποθετείται στη Βέρνη του 1954 και περιστρέφεται γύρω από τη σχέση ενός 11χρονου Γερμανού με τον πρώην αιχμάλωτο στη Ρωσία πατέρα του. Κορύφωσή της θα είναι ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, ο οποίος έτσι όπως αποδίδεται στο «Θαύμα της Βέρνης» κατάφερε να ενθουσιάσει ακόμα και τους μη ασχολούμενους με το ποδόσφαιρο…
Δεν χρειάζονται πάνω από πέντε λεπτά για να καταλάβει κανείς ότι ο εξάχρονος Γιόχαν «Φίμπεν» Mπέργκμαν, ο πρωταγωνιστής στο «Φίμπεν, ο μπόμπιρας των γηπέδων» («Fimpen», Σουηδία, 1974), είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό ταλέντο στο ποδόσφαιρο αλλά έχει το αστέρι! Η άνεσή του πάνω στο γρασίδι, η ευστοχία του όταν σουτάρει, αλλά και οι απίστευτες ντρίμπλες του τον καθιστούν στα έξι του χρόνια μέλος της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου της Σουηδίας. Καταγράφοντας τα αγεφύρωτα ηλικιακά χάσματα και τα προβλήματα επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο κόσμους που δεν γεφυρώνονται, ούτε καν μέσα στο γήπεδο, τον κόσμο της δόξας και του χρήματος και εκείνον της παιδικής αθωότητας, ο σουηδός σκηνοθέτης Μπο Βίντερμπεργκ κατέθεσε μια τρυφερή κωμωδία που παρουσιάζει τη βαθιά μοναξιά του παιδιού-θαύματος, ο οποίος μάλιστα παίζει δίπλα σε πραγματικούς ποδοσφαιριστές της εθνικής ομάδας της Σουηδίας των αρχών της δεκαετίας του 1970.
Το ελληνικό χρώμα
Από τους «Ασσους» έως τη «Φανέλα»
Ολως παραδόξως, σε ό,τι αφορά το εγχώριο σινεμά, η μουσειακή πλέον ταινία «Οι άσσοι του γηπέδου» (1956) που γύρισε ο Βασίλης Γεωργιάδης σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη, παραμένει στην κορυφή των προτιμήσεών μας. Περισσότερο ένα σχόλιο πάνω στην αλληλεγγύη και στην κοινωνία της εποχής της παρά μια ταινία «αθλητισμού», επικεντρώνεται στις δραστηριότητες μερικών από τους πιο δημοφιλείς ποδοσφαιριστές της δεκαετίας του 1950 (ανάμεσά τους ο Ανδρέας Μουράτης και ο Κώστας Λινoξυλάκης) και αποπειράται μια διεισδυτική ματιά στον καθημερινό βίο τους. Στην ουσία παρακολουθούμε τη βιοπάλη πέντε απλών ανθρώπων με κοινό γνώρισμά τους ότι παίζουν ποδόσφαιρο σε συλλόγους αλλά και στην Εθνική.
Η αποθέωση στο γήπεδο κάθε Κυριακή έρχεται σε αντιπαράθεση με την ανωνυμία στην οποία κινούνται τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας και όταν ένας από αυτούς, ο Μουράτης (πάλαι ποτέ αστέρι του Ολυμπιακού), αποβάλλεται από την εθνική ομάδα η φιλία αυτών των ανθρώπων θα δοκιμαστεί.
Στην απέναντι όχθη, ανάλαφρες ταινίες όπως ο «Διαιτητής» (1963) του Φίλιππου Φυλακτού με τον Νίκο Σταυρίδη και «Η Ρένα είναι οφσάιντ» (1972) του Αλέκου Σακελλάριου με τη Ρένα Βλαχοπούλου σατίρισαν φαινόμενα της εποχής τους όπως τα τραγελαφικά συμβάντα γύρω από τη διαιτησία στην πρώτη περίπτωση και το αλαλούμ με τις μεταγραφές ξένων αθλητών σε ελληνικές ομάδες η δεύτερη. Πολλά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 1980, ο Νίκος Φώσκολος θα αποτύπωνε τη βία των γηπέδων σε μια από τις τελευταίες ταινίες της κινηματογραφικής καριέρας του, τη «Θύρα 7 – η μεγάλη στιγμή» (1983), ενώ ο Παντελής Βούλγαρης θα γύριζε τη «Φανέλα με το 9» (1988) βασισμένος στο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα. Μάλιστα η «Φανέλα» είχε διεκδικήσει τη Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου.