Η κινηματογραφική «Στρέλλα» του Πάνου Χ. Κούτρα, με πρωταγωνίστρια μια τρανς γυναίκα, είχε εντυπωσιάσει με την τόλμη της αλλά και με τη σπαρακτική τρυφερότητα με την οποία έσκυβε πάνω από έναν κόσμο σκληρό, με πολλές πληγές, πολλά ακυρωμένα όνειρα καθώς και πολλές προσδοκίες από τη νέα εποχή της queer και της τρανς ορατότητας. Η «μεταφορά» του έργου στη σκηνή της όπερας ήταν επίσης μια τολμηρή κίνηση για την Εθνική Λυρική Σκηνή και αυτό επιβεβαιώθηκε και από την ταραχώδη περίοδο πριν την πρεμιέρα: Διαμαρτυρίες για την αρχική επιλογή να ερμηνεύσει τον ομώνυμο ρόλο της τρανς Στρέλλας ένας άνδρας, παραιτήσεις συντελεστών της παραγωγής, εκ νέου ακροάσεις αυτή τη φορά ανάμεσα σε αποκλειστικά τρανς ερμηνεύτριες που έπρεπε να γνωρίζουν και να παίζουν και να τραγουδάνε…
Με τα πολλά η ασυμβίβαστη «Στρέλλα» βρήκε τον μετά μουσικής δρόμο της για να λάμψει ως όπερα δωματίου. Και είναι πάλι εδώ, για ακόμη μία σειρά παραστάσεων. Με τον συνθέτη της, τον Μιχάλη Παρασκάκη, να εκφράζει την ικανοποίησή του για αυτή την επιστροφή τονίζοντας πως αυτό «είναι βεβαίως μία νίκη για όλη την παράσταση όχι μόνο για εμένα, για όλους τους συντελεστές που δούλεψαν σκληρά. Το ότι μια τέτοια παραγωγή μπόρεσε να σταθεί και να παίζεται τώρα εκ νέου παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισε στην αρχή, παρότι το θέμα με το οποίο ασχολείται είναι εξαιρετικά δύσκολο, θεωρώ πως είναι σημαντικό, ακόμα και πως είναι ελπιδοφόρο για το μέλλον».
Εκτός από τα προβλήματα που αντιμετώπισε η παραγωγή στην αρχή και για τα οποία έχουν γραφτεί πολλά, αναρωτιέμαι, εσείς πόσο δυσκολευτήκατε προσπαθώντας να δημιουργήσετε ένα νέο έργο; Κάτι καινούργιο, μια νέα πρόταση, μέσα σε μια ταραχώδη και ρευστή κατάσταση.
«Εχω ολοκληρωμένες τρεις εκδοχές του έργου και ακόμα μισή (σ.σ.: γελάει) που δεν την έχω τελειώσει. Εννοώ πως γίνονταν διαρκείς μετατροπές, πως χρειαζόταν να κάνω διαρκώς αλλαγές σε μια παρτιτούρα που δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Ηταν πράγματι μία ρευστή διαδικασία που, δεν θα το κρύψω, με δυσκόλεψε πολύ. Αλλά επειδή το έργο γράφτηκε με τρόπο που το τραγουδιστικό μέρος του να προσομοιάζει στην ομιλία, τελικά νομίζω πως οι λύσεις που δόθηκαν λειτούργησαν. Ακόμα και το ότι η πρωταγωνίστριά μας δεν είναι λυρική τραγουδίστρια θεωρώ πως δεν λειτούργησε αρνητικά. Αντιθέτως βοήθησε να χτίσουμε κάτι ενδιαφέρον, μια άλλη οπτική: Τραγουδάει βεβαίως και εκείνη, αλλά τα λόγια της τα λέει κάπως πιο μιλητά από τους άλλους τραγουδιστές και αυτό δημιουργεί έναν περίεργο κόσμο. Είναι σαν εκείνο που βλέπουμε να συμβαίνει γύρω της, να προκύπτει κυρίως από τη δική της οπτική, από τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο η Στρέλλα αντιλαμβάνεται τον κόσμο».
Η σύγχρονη όπερα είναι τελικά περισσότερο μουσική ή περισσότερο θέατρο μετά μουσικής; Τα όρια είναι ενίοτε δυσδιάκριτα.
«Δεν μπορώ να σας μιλήσω με απόλυτη ακρίβεια και βεβαιότητα για το πως εξελίσσεται το είδος της όπερας, πάντως στον 20ο αιώνα αναπτύχθηκε και ένα είδος που καλείται μουσικό θέατρο και δεν είναι ούτε μιούζικαλ ούτε όπερα. Από αυτό το είδος περνάνε και ηθοποιοί και χορευτές και τραγουδιστές και λυρικοί καλλιτέχνες. Η φωνή με τον τρόπο και τις τεχνικές της όπερας χρησιμοποιείται, δεν είναι όμως απαραίτητα στο κέντρο του μουσικού θεάτρου όπως είναι στην όπερα. Οπότε έχει δημιουργηθεί κάτι πιο πειραματικό. Κατά τα άλλα δεν νομίζω πως η όπερα έχει χάσει τη μουσικότητά της, αν και όλα εξαρτώνται πάντα από τον συνθέτη, από το πώς αντιλαμβάνεται και πώς θέλει να παρουσιάσει ένα νέο έργο του».
Πώς ένας σύγχρονος συνθέτης διαμορφώνει τη δική του γλώσσα;
«Νομίζω πως πλέον, στην εποχή μας, δεν μπορούμε να μιλάμε για νέα στυλ. Αυτή η πολυστυλιστικότητα που παρατηρείται έχει να κάνει με το πώς θα συγκεράσεις τα στυλ που προϋπάρχουν για να φτιάξεις το δικό σου ιδίωμα. Ετσι, τουλάχιστον, αισθάνομαι εγώ αυτή τη στιγμή για τη μουσική μου. Πως δεν υπάρχει ένα ρεύμα που είναι πραγματικά καινούργιο, οπότε ουσιαστικά εξαντλούμε και επεξεργαζόμαστε εκ νέου αυτά που προϋπάρχουν, κάθε δημιουργός με τον τρόπο του».
Υπάρχει όμως η ανάγκη για την εμφάνιση κάποιου καινούργιου στυλ που θα μας βοηθήσει να πάμε μπροστά ή είναι αρκετό το υλικό που αντλούμε από τη δεξαμενή;
«Υπάρχει άφθονο υλικό. Δεν το έχουμε αφομοιώσει ακόμα. Η μανία για το καινούργιο την οποία παρατηρούμε τα τελευταία 50-60 χρόνια ή ακόμα και σήμερα, νομίζω ότι τελικά εξάντλησε την ιδέα, την ανάγκη τού να είναι κάτι πραγματικά καινούργιο. Οπως σας είπα ανασκαλεύουμε ξανά και ξανά ό,τι υπάρχει, είναι άφθονο το υλικό που μπορούμε να αντλήσουμε και να χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να βρούμε έμπνευση. Από τη δουλειά μας πάνω σε αυτό το παλιό αλλά αξιόλογο υλικό προκύπτει τελικά το καινούργιο. Εγώ όμως εξακολουθώ να πιστεύω πως αυτό που κάνεις καλύτερα να είναι ειλικρινές, παρά καινούργιο».
Πόσο ειλικρινής μπορεί να είναι ένας συνθέτης σήμερα; Πόσο εύκολα λέει αυτό που θέλει να πει χωρίς να αυτολογοκρίνεται και χωρίς να υπολογίζει τι (νομίζει πως) θέλει να ακούσει το κοινό;
«Υπάρχει πάντα αυτός ο νταλκάς (σ.σ.: γελάει) πάνω από το κεφάλι μας. Εχει να κάνει με πάρα πολλά πράγματα. Οπως – και είναι σημαντικό αυτό – με τη θέση του κάθε δημιουργού στο μουσικό στερέωμα. Σίγουρα ένας νέος συνθέτης που προσπαθεί να μπει στην αγορά βιώνει ακόμα μεγαλύτερη σύγκρουση ανάμεσα σε εκείνο που θέλει να κάνει και εκείνο που πιθανώς οι άλλοι θέλουν να ακούσουν. Είναι θέμα επιλογής κάθε φορά. Ολοι μας έχουμε διχαστεί ανάμεσα σε εκείνο που επιθυμούμε και σε εκείνο που θεωρούμε πως ζητούν οι άλλοι. Τη μια φορά είμαστε πιο κοντά στο ένα, την άλλη φορά πιο κοντά στο άλλο, όμως πάντα υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού μας ο παράγοντας κοινό. Γιατί πρέπει να απευθυνθούμε κάπου, οπότε ακόμα και αν θεωρούμε πως γράφουμε εντελώς ελεύθεροι δεν μπορεί κάποια στιγμή θα σκεφτούμε και τους άλλους. Εξάλλου το να γράφουμε αποκομμένοι από την κοινωνία καταλήγει να γίνει μια πολύ εσωστρεφής δουλειά που μπορεί και να μην απευθύνεται σε κανέναν».
Ετοιμάζετε κάτι άλλο αυτή την εποχή;
«Για την Ελλάδα δεν ετοιμάζω κάτι άμεσα. Μου αρέσει όμως που μετά από τη μεγάλη κλίμακα της «Στρέλλας» γράφω ένα κομμάτι για φαγκότο, για έναν μουσικό στην Αμερική. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ δημιουργική διαδικασία για εμένα. Κάτι πολύ καινούργιο, που το απολαμβάνω».
Η «Στρέλλα» παρουσιάζεται από την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στις 18, 20, 21, 22, 25, 27 και 29 Οκτωβρίου και στις 2, 3 και 4 Νοεμβρίου.
Λιμπρέτο Αλεξάνδρα Κ* (βασισμένο στην ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Πάνου Χ. Κούτρα), μουσική διεύθυνση Κωνσταντίνος Τερζάκης, σκηνοθεσία Γιώργος Κουτλής, σκηνικό Εύα Μανιδάκη, κοστούμια Ιωάννα Τσάμη, επιμέλεια κίνησης-χορογραφία Φένια Αποστόλου. Με τους Λέττα Κάππα (Στρέλλα), Αναστασία Κότσαλη (Κάλλας), Μιχάλη Ψύρρα (Γιώργος), Ιωάννα Ζαμ-Πέτρου (Μαίρη), Νίκο Σπανάτη (Αλεξ), Βικτωρία Τσιτουρίδου-Μάγια (Βίλμα), Νίκο Ζιάζιαρη (Αντώνης, Μπάτσος Α’, Γιούρι), Νικόλα Μαραζιώτη (Νίκος, Μπάτσος Β’), Νίνα Νάη (Ντραγκ περφόρμερ), Γιώργο Ρούπα (Κουλουκούσης) και Αλέξανδρο Σταυρόπουλο (Σκίουρος).