Στην τρίτη σκηνή του έργου Λεωφορείον ο Πόθος (1947), που αποτελεί μία από τις δραματουργικές κορυφές του Αμερικανού Τενεσί Ουίλιαμς, η παρέα του άξεστου Στάνλεϊ Κοβάλσκι έχει μαζευτεί στο σπίτι του και όλοι μαζί παίζουν πόκερ. Αυτός, σε μια κατάσταση αλκοολικής ευφορίας, χουφτώνει το μπούτι της συζύγου του, της Στέλλας. Οι υπόλοιποι γελάνε. Αυτή επιστρέφει εκνευρισμένη στην κρεβατοκάμαρα και λέει στην αδελφή της, την εμβληματική Μπλανς Ντιμπουά, ότι «γίνομαι έξαλλη όταν τα κάνει αυτά μπροστά στον κόσμο». Λοιπόν, επέρχεται μοιραία η κλιμάκωση εκείνη τη νύχτα και, λίγο αργότερα, όταν η Στέλλα έχει ήδη αποκαλέσει τον Στάνλεϊ «μεθύστακα» και «κτήνος», εκείνος δεν αργεί να τις επιτεθεί μανιασμένα και να χειροδικήσει εναντίον της, της γυναίκας που, μην το ξεχνάμε αυτό, κυοφορεί το παιδί του.
«Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω!» κραυγάζει η Στέλλα τότε. Ομως το θέμα είναι, όπως βλέπουμε στη συνέχεια, ότι η Στέλλα δεν φεύγει. Και όχι μόνο δεν φεύγει, αλλά επιδίδεται την επομένη σε μια μακρά εκλογίκευση της συμπεριφοράς του Στάνλεϊ, υπερασπιζόμενη τη δεδομένη κατάσταση σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό απέναντι στη μεγαλύτερη αδελφή της. Λέει δηλαδή στην Μπλανς ότι η ίδια είναι υπερβολική και διογκώνει τα πράγματα, ότι έτσι πάει, «οι άνθρωποι μαλώνουν καμιά φορά», ότι «ο Σταν δεν ήξερε τι έκανε» και ότι μετά «ήταν αρνάκι και ντρεπόταν, ντρεπόταν πολύ για ό,τι έκανε».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος