Ας γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, ας πάμε λίγο πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Τότε με την παρέα είχαμε μια συνήθεια. Βγαίναμε τα βράδια του Σαββάτου και περιπλανιόμασταν από τον Αγιο Παντελεήμονα έως την Κυψέλη και όπου ακούγαμε μουσική από κάποιο πάρτι χτυπούσαμε την πόρτα – ή όχι – και μπαίναμε μέσα. Απροσκάλεστοι. Κάποτε λοιπόν σε μια πάροδο της Αχαρνών σε ένα φροντιστήριο γινόταν ένα πάρτι. Κοντοσταθήκαμε, η μουσική στη διαπασών και έπαιζε το «One love» ή το «No woman, no cry» του Mπομπ Μάρλεϊ. Κοιταχτήκαμε, μας άρεσε και μπήκαμε. Το πρώτο επίσημο βάπτισμα με τη reggae μουσική, την οποία ναι μεν γνώριζα, αλλά ως εκεί. Η εικόνα αυτή με τη φωνή του Μπομπ Μάρλεϊ να ντύνει το καταθλιπτικό ή μάλλον βαρύ αστικό τοπίο της περιοχής έχει μείνει στη μνήμη μου ως ένα από τα πιο όμορφα σάουντρακ της ζωής μου.
Το σκεπτικό και η συμβολή
Τον περασμένο Νοέμβριο η UNESCO αποφάσισε να συμπεριλάβει την τζαμαϊκανή reggae μουσική στον κατάλογο της Αϋλης Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, επισημαίνοντας στο σκεπτικό της τη συμβολή της στην «αφύπνιση των συνειδήσεων παγκοσμίως σε θέματα αδικίας, αντίστασης, αγάπης και ανθρωπισμού» καθώς και «την εγκεφαλική, κοινωνικο-πολιτική, αισθαντική και πνευματική διάστασή της». Τριάντα επτά χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη, στιχουργού και ερμηνευτή Μπομπ Μάρλεϊ, του ανθρώπου που την έκανε παγκοσμίως γνωστή, αποτελεί κατά μια έννοια ένα παγκόσμιο ιστορικό μνημείο της ανθρωπότητας. Πιστεύω ότι ως καλλιτέχνη θα τον κολάκευε. Αλλά ως ακτιβιστή, ως άνθρωπο που από μικρός βίωσε τον ρατσισμό και τη βία, όπως χιλιάδες άλλοι συνομήλικοί του ανά τον κόσμο λόγω του χρώματός του, δεν θα το έβλεπε με καλό μάτι.
Η reggae είναι ουσιαστικά «φρέσκια», εφόσον γεννήθηκε στη δεκαετία του ’60, στην Τζαμάικα και στις φτωχογειτονιές της. Εξέφρασε κυρίως τις καταπιεσμένες και οικονομικά υποβαθμισμένες κοινωνικές τάξεις, με συχνές αναφορές στην ανάγκη ισότητας και δικαιοσύνης, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στους στίχους των τραγουδιών. Ο τραγουδιστής του συγκροτήματος των Maytals Φρέντερικ Χίμπερτ ήταν εκείνος που όρισε τον όρο reggae σχολιάζοντας χαρακτηριστικά: «Ρέγκε σημαίνει ό,τι προέρχεται από τον λαό, κάτι καθημερινό. Σημαίνει φτώχεια, δεινά, Ρασταφάρι, οτιδήποτε από το γκέτο. Είναι μουσική επαναστατών, ανθρώπων που δεν έχουν αυτό που επιθυμούν». Συνδέθηκε επίσης στενά με το ρασταφαριανισμό μεταφέροντας τα κοινωνικά και θρησκευτικά μηνύματά του και συμβάλλοντας στη διάδοσή του.
Ο ρασταφαριανισμός
Ρασταφάρι ρασταφαριανισμός: μία έννοια, δύο λέξεις για τη reggae μουσική. Ο ρασταφαριανισμός είναι θρησκευτικό και πολιτικό κίνημα που συνδυάζει στοιχεία του προτεσταντισμού με τον μυστικισμό και μια παναφρικανική πολιτική συνείδηση. Τα μέλη του αποδέχονται τον πρώην αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ Α’ ως μεσσία και ενσάρκωση του Θεού, οι οπαδοί του ονομάζονται ρασταφάρι ή ρασταφαριανοί ή απλούστερα ράστας. Ονειρεύονταν εν πολλοίς την επιστροφή τους στην Αφρική ενώ ο Λέοναρντ Χάουελ, ο οποίος αναφέρεται συχνά και ως ιδρυτής του ρασταφαριανισμού, υποστήριξε και κήρυξε την ανωτερότητα της μαύρης φυλής σε συνδυασμό με το μίσος και την εκδικητικότητα έναντι των λευκών. Τα κοινωνικά μηνύματα που εξέφραζαν οι ρασταφάρι συνέπεσαν χρονικά με μια περίοδο κατά την οποία επικρατούσαν εξαιρετικά δυσμενείς κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στην Τζαμάικα. Αποτέλεσμα ήταν να υιοθετηθούν από σημαντική μερίδα του λαού, να αποκτήσουν κώδικες, όπως για παράδειγμα τα ράστα μαλλιά ή τη χρήση κάνναβης. Αργότερα διαμόρφωσαν την πεποίθηση πως δεν θα έπρεπε να επιδιώκουν την άμεση επιστροφή στην Αφρική πριν από την «απελευθέρωση» των Τζαμαϊκανών. Η νέα ιδεολογία της «απελευθέρωσης πριν από τη μετανάστευση» λειτούργησε ευεργετικά ως προς την ενσωμάτωση και αφομοίωση των ρασταφάρι στις συνθήκες ζωής της Τζαμάικας.
Ρίζες στην Αφρική
Σε αυτό το πλαίσιο γεννήθηκε η reggae, ενώ οι ρίζες της είναι στην Αφρική. Ο μουσικός όρος reggae και ο χαρακτηριστικός ρυθμός που ταυτίζεται με αυτόν χρονολογούνται από το 1968. Eτος κυκλοφορίας του τραγουδιού «Do the Reggay» του συγκροτήματος Toots & the Maytals. Ενας ακόμη εκπρόσωπός της, ο τραγουδιστής Τζίμι Κλιφ, συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του νέου μουσικού είδους. Κάπου εκεί αναλαμβάνει ο Μπομπ Μάρλεϊ με τους Wailers να την κάνουν παγκόσμια, απευθυνόμενοι σε όσους αισθάνονται και είναι καταπιεσμένοι. Το 1975 παρουσιάζει και ερμηνεύει τον εθνικό ύμνο της reggae «Νο woman, no cry». H μουσική και τα τραγούδια του ακούγονται πλέον σε όλα τα πολιτικά-κοινωνικά φεστιβάλ σε όλον τον κόσμο, αποτελεί – ιδίως μετά τον θάνατό του σε ηλικία 36 ετών το 1981 η φήμη του εκτοξεύεται – ένα είδος πνευματικού επαναστάτη. Αλλωστε το 1973 είχε κυκλοφορήσει το «I Shot the Sheriff». Στους στίχους διηγείται τη δολοφονία ενός διεφθαρμένου σερίφη όπου ο δράστης κατηγορείται όμως για τη δολοφονία του αναπληρωτή σερίφη. «Αρχικά» είχε δηλώσει, «ήθελα να γράψω Ι shot the police, αλλά επειδή ήξερα ότι θα είχα θέματα με τις Αρχές, άλλαξα την αστυνομία με τον σερίφη. Ετσι και αλλιώς το νόημα δεν αλλάζει. Αποδόθηκε δικαιοσύνη». Οπως δικαιοσύνη ήθελε να αποδώσει όταν πιτσιρικάς αποφάσισε να μάθει πολεμικές τέχνες για να υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι σε ρατσιστικές επιθέσεις λόγω της καταγωγής του (ο πατέρας του ήταν λευκός Τζαμαϊκανός με αγγλική καταγωγή, που ζούσε στο Λίβερπουλ).
Αυτό είναι ουσιαστικά και το ιδεολογικό πλαίσιο της reggae. Ακτιβισμός, αγκαλιά με τη θρησκεία αλλά και τον έρωτα και την αγάπη και μια στωική αντίληψη για τη ζωή. Ο Μπομπ Μάρλεϊ στο «Revelation» τραγουδά: «Η Αποκάλυψη αποκαλύπτει την Αλήθεια» και στο «Revolution»: «Χρειάζεται επανάσταση για να βρεθεί λύση». Ακόμη αναζητούνται η Αλήθεια και η Επανάσταση.
Δέκα κλασικά reggae τραγούδια
1. No Woman, No Cry – Bob Marley & the Wailers
2. Israelites – Desmond Dekker & the Aces
3. Stir It Up – Bob Marley & the Wailers
4. Pressure Drop – Toots & the Maytals
5. The Harder They Come – Jimmy Cliff
6. One Love – Bob Marley & the Wailers
7. 54-46 That’s My Number – Toots & the Maytals
8. Satta Massagana – The Abyssinians
9. Funky Kingston – Toots & the Maytals
10. Montego Bay – Freddie Notes & The Rudies