«Και τι θα παίξετε;» τον ρώτησε ένας μαθητής του στη δραματική σχολή. «Τον «Θείο Βάνια» του Τσέχοφ» του απάντησε. «Καλά, δεν βαρεθήκατε να τα κάνετε αυτά;» ήταν ύστερα το σχόλιο του σπουδαστή. «Οπως καταλαβαίνετε, αυτός ο διάλογος ήταν για εμένα μια φοβερή ψυχρολουσία, ένα δυνατό «ζεμάτισμα»» μου εκμυστηρεύεται χαμογελώντας ο Δημήτρης Καταλειφός όταν τον συναντώ στο Παγκράτι. Πράγματι, ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός συναντά εφέτος στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά τον «Θείο Βάνια», αναλαμβάνοντας παράλληλα και τη σκηνοθεσία του ομώνυμου αριστουργήματος του Αντον Τσέχοφ.
Οπως αναφέρει, αυτό το καλοπροαίρετο σχόλιο του μαθητή του ήταν μια αφορμή να συνειδητοποιήσει το τεράστιο χάσμα που υπάρχει σήμερα ανάμεσα στη γενιά του, που διψούσε να παίξει έργα συγγραφέων όπως ο Τσέχοφ και ο Ουίλιαμς, και στους νέους τού τώρα. «Ξεκίνησα λοιπόν να αναρωτιέμαι τι είναι ο «Θείος Βάνιας» σήμερα» λέει και συμπληρώνει: «Πρόκειται για ένα έργο γραμμένο το 1897 και όμως νομίζω ότι τα θέματα που τελικά πραγματεύεται αγγίζουν το σήμερα. Οπότε, ναι, σε αυτή την παράσταση που ετοιμάζουμε με ενδιαφέρει ένα «πηγαινέλα» στον χρόνο. Δεν θέλω να είναι πιστά προσηλωμένη στο 1897. Επιθυμώ να δημιουργεί έναν έμμεσο τουλάχιστον διάλογο με το παρόν – και μακάρι να το πετύχουμε δηλαδή και να μην αποδειχθεί δήθεν η προσπάθειά μας, γιατί απεχθάνομαι το δήθεν».
Του ζητώ περισσότερες διευκρινίσεις. Χαμογελά. «Πρωτίστως φυσικά πρέπει να φωτιστούν οι σχέσεις των ηρώων, το διαχρονικό θέμα της επιθυμίας που τελικά διαψεύδεται και συντρίβει τον άνθρωπο. Ταυτόχρονα όμως ο Τσέχοφ θίγει νομίζω και κάτι ακόμη τρομερά σημαντικό: το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι γεννημένος για να δημιουργεί και να καταστρέφει. Για εμένα αυτή είναι και μία από τις πιο θεμελιώδεις φράσεις του έργου αντικατοπτρίζοντας όλο αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή με το περιβάλλον, το κλίμα, τις πυρκαγιές. Για όλα αυτά ακριβώς μιλάει ακατάπαυστα το 1897 ο γιατρός Αστρόβ, ο οραματιστής του έργου».
Πηγαίνοντας στο φεγγάρι, σκοτώνοντας παιδιά…
Παράλληλα, ο ίδιος βάζει στο τραπέζι και μία ακόμη διάσταση. «Το έργο θίγει τις έχθρες, τις προστριβές, τον πόλεμο που κάνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους στις καθημερινές τους σχέσεις. Και όλο αυτό σε προέκταση είναι ό,τι ζούμε με την Ουκρανία, με την Παλαιστίνη αυτή τη στιγμή. Δηλαδή ενώ οι άνθρωποι κάνουν τρομερά πράγματα, φτάνουν στο φεγγάρι, γράφουν σπουδαία λογοτεχνία, ταυτόχρονα κάνουν πολέμους, σκοτώνουν παιδιά, σκορπούν τον όλεθρο. Υπάρχει αυτό το δίπολο «δημιουργώ – καταστρέφω». Σκεφτείτε ότι ο «Θείος Βάνιας» διαδραματίζεται στην Ουκρανία. Κάντε μια αντιπαραβολή της Ουκρανίας του Τσέχοφ με τη σημερινή. Η λεπτή ειρωνεία είναι ότι τα θεατρικά πρόσωπα του έργου αναρωτιούνται για το πώς θα είναι ο κόσμος σε 100 χρόνια. Και τελικά δεν έχει αλλάξει ούτε τόσο: είναι το ίδιο υπέροχος και φριχτός».
Περνάμε στον ρόλο του, τον Βάνια, τον άνδρα αυτόν που δουλεύει ακούραστα στο οικογενειακό κτήμα μαζί με την ανύπαντρη ανιψιά του Σόνια. Οταν ο πατέρας τής Σόνια και γαμπρός του έρχεται να μείνει στο κτήμα μαζί με τη νέα και όμορφη δεύτερη σύζυγό του Ελένα, ο Βάνιας επιτέλους συνειδητοποιεί ότι ο άνδρας της μακαρίτισσας αδελφής του, για τον οποίο έφαγε τη ζωή του να δουλεύει, είναι ένας ανιαρός, αχάριστος και ματαιόδοξος άνδρας. Η μόνη ελπίδα είναι ο έρωτάς του για την όμορφη Ελένα, που πλήττει από ανία, ανάβοντας ταυτόχρονα φωτιές στις μαραμένες ανδρικές ψυχές του κτήματος. Και όμως στο τέλος απομένει μόνος του, μαζί με τη Σόνια.
«Αυτή η συγκλονιστική φράση «θα ζήσουμε, θείε Βάνια» στον μονόλογο της Σόνια στο τέλος του έργου κρύβει μοιρολατρία ή και ένα ψήγμα αισιοδοξίας;» τον ρωτώ. «Φέρει απελπισία και αισιοδοξία μαζί» απαντά. «Ακουμπά ακριβώς πάνω σε αυτό το μυστήριο της ζωής. Σχεδόν ποτέ δεν βρίσκεις αυτό που θέλεις γιατί γεννιέσαι, δουλεύεις ακούραστα, περνάς τόσα βάσανα και ενώ φτάνεις στο τέλος, διατηρείς πάντα την ελπίδα ότι δεν μπορούν να τελειώνουν όλα έτσι. Πρέπει να υπάρχει και κάτι άλλο, κάτι πέραν…».
Το κεφάλαιο «σκηνοθεσία»
Αλήθεια, όμως, πώς είναι ο ίδιος ως σκηνοθέτης; «Είναι κάτι πολύ δύσκολο για εμένα» απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Εχω σκηνοθετήσει και στο παρελθόν, αλλά σε μικρά θεατράκια, με πιο μικρές ομάδες. Εδώ για πρώτη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Υπάρχουν εννέα ηθοποιοί, ο σκηνογράφος, ο μουσικός, ο φωτιστής. Οπότε πρέπει να αντιμετωπίσεις και να συνδιαλέγεσαι με πολλούς διαφορετικούς κόσμους και αυτό απαιτεί πρώτον ενέργεια, δεύτερον ηρεμία και τρίτον ψυχραιμία. Και εγώ δεν είμαι ο καλύτερος άνθρωπος ως προς την ψυχραιμία. Εννοώ ότι συχνά αγχώνομαι. Είμαι λοιπόν πραγματικά άπειρος. Οπότε αισθάνομαι ότι εάν με ενδιέφερε να συνεχίσω σε αυτό το πεδίο, όσο βέβαια θα μου επιτρέπεται, έχω πολλά ακόμη να μάθω. Γιατί προς το παρόν διατηρώ πάρα πολλά ελαττώματα».
Καθώς η κουβέντα προχωρά αντιλαμβάνομαι ότι ο ίδιος θέτει συνεχώς τη διάσταση του χρόνου σε ό,τι προγραμματίζει να κάνει. «Μα γιατί το κάνετε αυτό; Είστε νέος άνθρωπος…» παρατηρώ. «Είμαι 70 ετών» απαντά. «Βλέπεις πλέον αυτό το περιορισμένο του μέλλοντος. Με ρωτήσατε προηγουμένως γιατί επέλεξα τον «Θείο Βάνια». Υπάρχει κάποια στιγμή αυτή η φράση του στο έργο που αναρωτιέται «γιατί να είμαι γέρος;». Ε, λοιπόν, με αντιπροσωπεύει απόλυτα. Γιατί κάποια στιγμή κοιτάς τον καθρέφτη σου, αναμετριέσαι με τις δυνάμεις σου και τις προοπτικές σου και λες «γιατί γαμώτο να γερνάω;» και αυτό είναι το αναπάντητο κωμικοτραγικό, ανθρώπινο ερώτημα, από το οποίο κανείς δεν θα γλιτώσει».
Υστερα τον ρωτώ για την καθημερινότητά του. Αυτό που επιζητεί είναι η ησυχία, λέει. Την περίοδο της COVID-19 έγραψε ποίηση. Οι τρεις ποιητικές του συλλογές «Συμπληγάδες γενεθλίων», «Πίσω από τζάμια θολά» και «Επί κλίνης κρεμάμενος» (κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη) αγαπήθηκαν. «Εάν ζήσω και έχω τα μυαλά μου, θα ήθελα η γραφή να μην είναι μια παρένθεση για εμένα» αναφέρει. Την τηλεόραση πάλι δεν την αγαπά. «Σας είπα, είμαι 70 ετών. Δεν αντέχω τα δεκάωρα γυρίσματα. Και η τέχνη που με συγκινεί έχει πάντα αφαίρεση και οικονομία, δεν μπορεί μια ιστορία να απλώνεται επί μήνες» εξηγεί.
Τελικά, λοιπόν, για τον ίδιο το θέατρο έχει περισσότερες λύπες ή χαρές; «Είναι μια υπέροχη τέχνη και ένα απίστευτα δύσκολο επάγγελμα: κουραστικό, ψυχοφθόρο, άσχημα ανταγωνιστικό και αντιπνευματικό πολύ συχνά. Γίνεται μαγικό όμως όταν οι άνθρωποι που παίζουν μαζί έχουν κοινή γλώσσα. Δεν ξεχνάω λοιπόν ποτέ τις ομάδες στις οποίες υπήρξα και διαλύθηκαν βέβαια. Αλλά τουλάχιστον εκεί ήμασταν άνθρωποι στο ίδιο μήκος κύματος και αυτό μου λείπει εδώ και πολλά χρόνια. Ηταν και μια άλλη εποχή τότε. Σήμερα είναι πολύ δύσκολο να βρεις συνοδοιπόρους. Η πνευματικότητα στην Ελλάδα έχει εξοριστεί από τον λαϊκισμό, τον νεοπλουτισμό, το lifestyle, τη βλακεία, τη χρεοκοπία της πολιτικής. Και είναι λυπηρό να κάνεις θέατρο σε ένα αντιπνευματικό περιβάλλον».
Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr
INFO «Θείος Βάνιας» του Τσέχοφ. Από Τετάρτη έως Κυριακή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (Λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου 32). Πρεμιέρα 18 Οκτωβρίου.