Γιάννης Γαΐτης (1923-1984) με το τσιγάρο στο στόμα και μια ζωηράδα που φτάνει μέχρι τις μέρες μας παρά τη φθορά της ασπρόμαυρης φωτογραφίας ζωγραφίζει το προφίλ ενός από από τα πασίγνωστα «ανθρωπάκια» του. Το περίγραμμα του προσώπου θυμίζει το δικό του έτσι όπως είναι συγκεντρωμένος στο έργο που θα γίνει μια επιτοίχια κατασκευή στο σπίτι του στον Αγιο Ιωάννη της Ιου. Το συγκεκριμένο φωτογραφικό πορτρέτο αναμένεται να παρουσιαστεί στη μεγάλη αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στο έργο του, που παρουσιάζεται στο Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη.
Η «Γιάννης Γαΐτης. Η ουσία του απρόσωπου» διοργανώνεται με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του σε συνεργασία με την κόρη του Λορέττα Γαΐτη και φιλοδοξεί να συστήσει στο κοινό το έργο του μαζί με τις λιγότερο γνωστές πτυχές του. Εξ ου και παρουσιάζονται έργα από όλες τις δημιουργικές περιόδους του, οι οποίες απ’ όταν αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών και βρέθηκε στο Παρίσι το ’54 μαζί με τη σύζυγό του, εικαστικό Γαβριέλλα Σίμωσι, περιελάμβαναν ποικίλους πειραματισμούς στο πνεύμα των καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής αλλά και εκείνων που προηγήθηκαν. Από την «Αυτοπροσωπογραφία» του, την οποία φιλοτέχνησε το 1944, τα πορτρέτα των γονιών του, που παρουσιάζονται μάλιστα πρώτη φορά, αλλά και εκείνα της συζύγου του Γαβριέλλας Σίμωσι, όπου «παίζει» με τον μετα-ιμπρεσιονισμό, τον εξπρεσιονισμό ή τις κυβιστικές αναζητήσεις, ως τα πολύ χαρακτηριστικά έργα τού γνωστού ιδιώματός του με τις ομοιόμορφες φιγούρες, όπως οι ελαιογραφίες «Σειρήνες – Οδυσσέας» και τα «Ανθρωπάκια με ρόδες» από ζωγραφισμένο μέταλλο και ξύλο που φιλοτέχνησε τη χρονιά του θανάτου του, το 1984. Στο σύνολό τους θα παρουσιαστούν περισσότερα από πενήντα έργα που προέρχονται από μουσεία και ιδρύματα, όπως για παράδειγμα η Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο Βορρέ ή η Συλλογή Εργων Τέχνης της Alpha Bank και το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, αλλά και από ιδιωτικές συλλογές.
Ανθρωποι και ανθρωπάκια
«Ολοι τον γνωρίζουν για τα «ανθρωπάκια», όμως είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς εξελίχθηκε η δουλειά του για να φτάσει ως εκεί. Πιστεύω ότι είναι ο μόνος καλλιτέχνης στην Ελλάδα που μέσα από τη δουλειά του των δύο αυτών δεκαετιών μπορείς να καταλάβεις τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Αυτό που βρίσκω πάρα πολύ ενδιαφέρον είναι ότι, όπως θα δείτεστα πρώτα έργα, είναι ένας άνθρωπος που του αρέσει το χρώμα, η παχιά πάστα των υλικών. Δεν φοβόταν να δοκιμάσει νέα πράγματα, δεν είχε κανένα φόβο. Με τα «ανθρωπάκια» αφήνει τη χαρά του χρώματος στην άκρη και παίζει με τα βασικά χρώματα για να μείνουν οι φιγούρες ως ένα κοινωνιολογικό και ψυχολογικό σχόλιο για τον απρόσωπο υποταγμένο άνθρωπο που αδυνατεί να αντιδράσει» θα πει στο «Βήμα» η Λορέττα Γαΐτη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι πίνακες όπου πρωτοπαρουσιάζονται σε πρωτόλεια μορφή τα «ανθρωπάκια» στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι το ’67 με έμπνευση από τις παιδικές ζωγραφιές της κόρης του, όπως θα πει εκείνη. Φιγούρες που θυμίζουν μυρμήγκια ή έντομα τις οποίες φιλοτεχνεί με ελεύθερες χειρονομίες και πυκνό χρώμα και μοιάζουν να κραυγάζουν. Οι μορφές αποκτούν μεγαλύτερη σαφήνεια προς τα τέλη της δεκαετίας και από το 1969 όπου ο Γαΐτης ξεκινάει και τις κατασκευές απλοποιεί το προφίλ τους για να διευκολύνει την τρισδιάστατη επεξεργασία τους.
«Ο Γαΐτης επεξεργάζεται την ιδέα της ομαδοποίησης των μορφών, για να καταλήξει, τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, στη διαμόρφωση του γνωστού μας «Κυρίου»» θα εξηγήσει στο «Βήμα» ο επιμελητής της έκθεσης Τάκης Μαυρωτάς, διευθυντής του εικαστικού προγράμματος του Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη. «Του ανθρώπου χωρίς ταυτότητα, με το καπέλο με το φαρδύ μπορ και τον χαρτογιακά. Ανέκφραστες και τυποποιημένες φιγούρες, παραταγμένες πάντα κατά ομάδες, συνήθως με καρό ή ριγέ κοστούμια, συμμετέχουν στην κοινωνική μας ζωή. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα «ανθρωπάκια»ο Γαΐτης τα τοποθέτησε έξω στους δρόμους, αφήνοντας να εξελιχθεί μια άμεση επαφή με το κοινό, όπως το χάπενιγκ και η έκθεσή του στο Δημαρχείο της Κοκκινιάς το 1975, όπου οι στυλιζαρισμένες μορφές μαζί με αναρίθμητες πολύχρωμες σημαίες στόλιζαν τον δρόμο και την πλατεία μπροστά από το Δημαρχείο.
Το έργο του, έτσι, βρέθηκε μέσα στην καθημερινή ζωή, γλιστρώντας από τους αυστηρούς χώρους των μουσείων. Οπως με τις δεκάδες επιτυχημένες εικαστικές του δημιουργίες στον χώρο των εφαρμοσμένων τεχνών (έπιπλα, παιχνίδια, υφάσματα, καθρέφτες, κρεμάστρες, αντικείμενα οικιακής χρήσης κ.ά.), τα οποία αποφασιστικά εισέβαλαν στη ζωή μας. Σήμερα το έργο του όχι μόνο εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρο, αλλά αποτελεί πεδίο έρευνας και μελέτης για νέους καλλιτέχνες και για όλους εκείνους που αναζητούν τις δικές τους απαντήσεις μέσα από την πολυπλοκότητα του κόσμου και της ζωής». «Οι άνθρωποι, τα «ανθρωπάκια» που λέω, το κατεστημένο έφτασε σε ένα σημείο όπου δεν παίρνει άλλο να πάει πιο μακριά […] γίνανε ένα νούμερο και τίποτα παραπάνω. Εδώ εγώ κάνω μια μαρτυρία και σας λέω: φροντίστε να σωθείτε, να σωθούμε… Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο εγώ εκτός από αυτή τη μαρτυρία…» έλεγε ο ίδιος ο Γαΐτης τη χρονιά του θανάτου του, το 1984.
Η επίκαιρη Γαβριέλλα Σίμωσι
Ενα τμήμα της έκθεσης είναι αφιερωμένο στο έργο της Γαβριέλλας Σίμωσι (1926-1999), μιας πολύ σημαντικής αλλά μάλλον παραγνωρισμένης καλλιτέχνιδας η οποία αποφοίτησε από το εργαστήριο του Μιχάλη Τόμπρου και στη συνέχεια μαθήτευσε κοντά στον ρώσο, πολιτογραφημένο Γάλλο Οσίπ Ζάντκιν, σημαντικού γλύπτη της Σχολής του Παρισιού. «Νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον να τη γνωρίσει ο κόσμος γιατί είναι υπέροχη» θα πει η κυρία Γαΐτη. Με τον πατέρα της γνωρίστηκαν όσο φοιτούσαν στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας(εκείνος παρακολουθούσε τις παραδόσεις του Κωνσταντίνου Παρθένη) και μολονότι το ζευγάρι δεν έμεινε μαζί μέχρι το τέλος – ο Γαΐτης επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 ενώ εκείνη παρέμεινε στο Παρίσι -, η σχέση τους ήταν πάντα φιλική. «Ηταν άνθρωποι διαφορετικοί από εμάς, πιο ελεύθεροι» θα σχολιάσει.
Στην έκθεση θα παρουσιαστούν περί τα 15 γλυπτά της από γύψο, πολυεστέρα και ορείχαλκο αλλά και 18 αινιγματικά κολάζ της δεκαετίας του ’70, τα οποία μοιάζουν να φιλοτεχνήθηκαν σήμερα έτσι όπως πραγματεύονται μεταξύ άλλων τη δυσμενή θέση της γυναίκας στην κοινωνία της εποχής της.
Η Λορέττα Γαΐτη έχει φροντίσει για την υστεροφημία των γονιών της, είναι εκείνη που δημιούργησε τον «κριτικό κατάλογο» του έργου του πατέρα της με 1.600 έργα. Ο Γαΐτης άφησε μια τεράστια ποσότητα έργων διάσπαρτων σε όλον τον κόσμο, σύμφωνα με τον ίδιο 4.500 τον αριθμό, αρκεί να πούμε ότι στη διάρκεια σαράντα χρόνων εικαστικής δραστηριότητας συμμετείχε σε περίπου 100 ατομικές και 200 ομαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. «Ενιωσα την ανάγκη να δουλέψω γι’ αυτόν γιατί αν δεν το έκανα θα πέθαινε μια δεύτερη φορά. Ετσι έμαθα μέσα από αυτό το έργο να τον έχω πάντα δίπλα μου». Αλλωστε, όπως θα πει, στον πατέρα της χρωστάει την επαγγελματική της σταδιοδρομία ως αρχιτέκτονας – σκηνογράφος εκθέσεων σε σπουδαία μουσεία του Παρισιού, όπως για παράδειγμα το Ορσέ, αλλά και αλλού στον κόσμο.
«Οταν επρόκειτο να διοργανωθεί η μεγάλη αναδρομική έκθεσή του στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας το 1984, εκείνος ήταν ήδη άρρωστος και κουρασμένος για να παρακολουθήσει το στήσιμό της, οπότε μου ζήτησε να έρθω από το Παρίσι και να το αναλάβω. Δουλέψαμε σκληρά με τον Γαβρήλο Μιχάλη για να τα καταφέρουμε. Οπότε στον πατέρα μου χρωστάω τον δρόμο που ακολούθησα». Εννοείται ότι έχει αναλάβει και τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό στην παρούσα έκθεση, ενώ στην Ιο αναμένεται να υλοποιηθεί ύστερα από χρόνια το φιλόδοξο και πολύπαθό της σχέδιο να ανοίξει, ενδεχομένως μέσα στη χρονιά, ένα μουσείο αφιερωμένο στο έργο και των δυο γονιών της. Η Σίμωσι πέθανε το 1999, σε ηλικία 73 ετών, δύο μήνες πριν από την αναδρομική έκθεσή της στο «Couvent des Cordeliers» στο Παρίσι, τη σκηνογραφία της οποίας είχε αναλάβει η κόρη της. Οπως είχε συμβεί και με τον Γαΐτη, «έφυγε» τη στιγμή που ετοιμαζόταν ένα μεγάλο αφιέρωμα στο έργο της. «Ο πατέρας μου κατάφερε να μείνει στη ζωή ως τα εγκαίνια: αντιστάθηκε. Η μητέρα μου αντιθέτως αποσύρθηκε πριν από αυτά. Κατά βάθος, αυτή η διαφορά χαρακτήρων τούς αντιπροσωπεύει αρκετά καλά: ο ένας ηλιακός και ζωτικός, η μητέρα μου κάπως απόμακρη και αποτραβηγμένη».
«Γιάννης Γαΐτης. Η ουσία του απρόσωπου», στο Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη, Βασιλίσσης Σοφίας και Μέρλιν 9, από τις 8.2 ως τις 28.5.