«Μόλις κοπάσουν οι χαρές και τα τραγούδια, κάποιοι θα θυμηθούν να πουν πως δήθεν μ’ έκλεψε ο κύριος από δω, πως την τιμή τους τάχα ντρόπιασε – τι δράμα, τι ξεφτίλα, τι ήταν αυτό το ξαφνικό – και ευκαιρία θα βρουν ν’ αρχίσουν πόλεμο. Σκληρό κι αιματηρό. Δέκα χρόνια θα μάχονται, χιλιάδες θα σκοτώσουν κι όλο θα λεν ότι για χάρη μου το ρίξανε στη βία. Μάνες, κόρες και σύζυγες εμέ θα καταριούνται που έχασαν τους άντρες τους – Τρωάδες κι Ελληνίδες – κι η ιστορία θα γράψει πως εγώ θα έχω φταίξει για όλα. Αντί να πει πως οι άνδρες μας δεν είχαν τι να κάνουν και έφτιαξαν ένα εχθρό για να ‘χουν να σκοτώνουν». Μιλάει η Ελένη της Σπάρτης. Μια Ελένη όχι σαν εκείνη που παρουσιάζει ο Ευριπίδης στις τραγωδίες του, αλλά πιο τολμηρή, πιο φευγάτη, πιο αναρχική, πιο ανεξάρτητη, πιο φεμινίστρια, όπως πάνω-κάτω τη θέλει ο Ζακ Οφενμπαχ στην κωμική οπερέτα «Ωραία Ελένη». Τη γυναίκα που αντί να βάλει κάτω το κεφάλι και να ακολουθήσει τον άντρα – τον Μενέλαο, τον Πάρη ή οποιονδήποτε άλλο – που θα αποφασίσει για τη μοίρα της, έχει τα κότσια να αυτονομηθεί αποκαλύπτοντας: «Δε μ’ έκλεψε κανείς. Μόνη μου φεύγω γιατί όλους σας βαρέθηκα και βρήκα ευκαιρία να πάω να ζήσω ελεύθερα!».

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω