«Αν κοιτάξεις έναν χορευτή στη σιωπή, το σώμα του/της θα είναι η μουσική. Αν ενεργοποιήσετε τη μουσική, αυτό το σώμα θα γίνει προέκταση αυτού που ακούτε». Τα λόγια ανήκουν σε μια γυναίκα που είναι σε θέση να διακρίνει αυτές τις ευαίσθητες ισορροπίες, για την ακρίβεια στην αμερικανίδα χορεύτρια και χορογράφο Τζούντιθ Τζέιμισον. Μου έρχονται στο μυαλό καθώς συναντάω την κυρία Μάγια Σοφού, η οποία είναι κομψότατη και ακμαιότατη καθώς διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής της και φέρει ακόμα επάνω της αυτή την υπαινικτική μουσικότητα. Υπήρξε χορεύτρια και δασκάλα και έζησε σε εποχές όπου ο χορός δεν είχε ενδεχομένως τη σημερινή του δημοφιλία, σίγουρα όχι το εύρος των εκφάνσεών του – εποχές συνώνυμες με ονόματα καλλιτεχνών που περιβάλλονται από μια μυθική αχλή.
Μαγεμένη από την ταινία «Τα κόκκινα παπούτσια» (1948) και τον χορό της Μόιρα Σίρερ αναζήτησε τη σχολή που θα τη βοηθούσε να κυνηγήσει το όνειρό της, να γίνει μπαλαρίνα. Είδε την εκπαιδευτική κατεύθυνση της Κούλας Πράτσικα, της χορεύτριας, καθηγήτριας και χορογράφου που αγωνίστηκε για την αναβίωση της δελφικής ιδέας, όμως αποφάνθηκε ότι προτιμούσε να αναζητήσει την κλασική διδασκαλία του μπαλέτου.
Ξεκίνησε από τη Σχολή του Αδάμ Μοριάνοφ, πατέρα της Σόνιας Μοριάνοβα, έγινε μαθήτρια της Ηρώς Σισμάνη-Αθανασοπούλου και μαγεύτηκε από τις «Συλφίδες» (Les Sylphides) της, χόρεψε σε παραστάσεις της στο Θέατρο Κοτοπούλη-Rex συχνά φορώντας κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος επιμελούνταν και τα σκηνικά των παραστάσεων, συνεργάστηκε στη σκηνή με τον χορευτή Γιάννη Μέτση, ενώ τη χορογράφησε και ο Τζον Μπάτλερ στο πλαίσιο της όπερας «Ναυσικά» της Πέγκι Γκλάνβιλ-Χικς και στην παγκόσμια πρεμιέρα της στο Ηρώδειο.
Ομως η Μάγια Σοφού αγάπησε πολύ και τη διδασκαλία. Ηδη από 18 χρόνων άρχισε να διδάσκει στη σχολή της Σισμάνη ενώ από το 1962 άνοιξε και τη δική της σχολή.
Δέκα χρόνια αργότερα θα ξεκινούσε τη συνεργασία της με τη Βασιλική Ακαδημία Χορού του Λονδίνου, Royal Academy of Dance (RAD), φροντίζοντας να εισαγάγει το αγγλικό σύστημα διδασκαλίας στην Ελλάδα και το 1973 έγιναν οι πρώτες εξετάσεις με examiners που είχαν έρθει από την Αγγλία.
Η συνάντησή μας άλλωστε έγινε με αφορμή τα πενήντα χρόνια παρουσίας της Ακαδημίας στην Ελλάδα (έστω και αν συμπληρώθηκαν πέρυσι), μια χρυσή επέτειος που οδήγησε στη διοργάνωση ενός τετραήμερου εκδηλώσεων (17-20 Οκτωβρίου) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Τα εκθέματα και μια οντισιόν
Στο επίκεντρο βρίσκεται μια έκθεση με αρχειακό υλικό, φωτογραφίες και βίντεο από εκδηλώσεις, μαθήματα, εξετάσεις σχολών μπαλέτου που διέδωσαν το σύστημα διδασκαλίας της RAD στη χώρα (τον σχεδιασμό της έχουν αναλάβει η Παρασκευή Γερολυμάτου και ο Ανδρέας Γεωργιάδης από τη Μικρή Αρκτο, γνωστοί και για τις συνεργασίες τους στις εκθέσεις του Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή). Πρώτη υπήρξε η Σοφού, η οποία διετέλεσε και επίσημη εκπρόσωπος της RAD στην Ελλάδα (national administrator) επί μία δεκαπενταετία – έχει μάλιστα τιμηθεί από την Ακαδημία για την προσφορά της στην τέχνη του χορού η οποία την ανακήρυξε «Fellow of the Royal Academy of Dance» το 2020. H Σοφού είναι εκείνη που έχει την οργανωτική ευθύνη της έκθεσης και των εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα της Βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα και σε συνεργασία με το British Council.
Σε αυτό το πλαίσιο οι διευθυντές της RAD Λονδίνου και οι ακαδημαϊκοί διευθυντές θα ενημερώσουν το κοινό, τους καθηγητές και τους ενδιαφερόμενους σπουδαστές και χορευτές για τα σύγχρονα προγράμματα εκπαίδευσης, τις νεότερες εξελίξεις και τις δυνατότητες ακαδημαϊκών και πανεπιστημιακών σπουδών (συγκεκριμένα στις 19/10, αίθουσα διδασκαλίας Μουσικής Βιβλιοθήκης). Οι ενδιαφερόμενοι θα έχουν την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε οντισιόν για την αποδοχή τους στο πρόγραμμα ΒΑ (Hons) Ballet Education, η οποία γίνεται στο Λονδίνο και κατ’ εξαίρεση θα γίνει στην Αθήνα στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων (19/10, αίθουσα δοκιμών μπαλέτου Μεγάρου Μουσικής).
H φιλοσοφία της RAD
Η Μάγια Σοφού ήρθε σε επαφή με την εκπαιδευτική φιλοσοφία της RAD όταν πήγε στο Λονδίνο το 1958 για να συνεχίσει τις σπουδές χορού που είχε ξεκινήσει στην Αθήνα. Φοίτησε κοντά στη βρετανή πολωνικής καταγωγής Μαρί Ράμπερτ αλλά παρακολουθούσε παράλληλα μαθήματα με τον Αντριου Χάρντι, όπως και στο Royal Ballet School. Επέστρεψε στην Αθήνα, δίδαξε πάλι στη σχολή της Ηρώς Σισμάνη, πήρε δίπλωμα καθηγήτριας χορού αναγνωρισμένο από το κράτος και άνοιξε τη δική της σχολή το 1962.
«Μέχρι το 1972 δίδασκα ένα ελεύθερο σύστημα. Oπως ξέρετε, είχαμε δικτατορία και όλοι οι καλλιτέχνες έφευγαν στο εξωτερικό. Αισθάνθηκα ότι ήμασταν απομονωμένοι, δεν ήταν δυνατόν να είμαστε καλλιτέχνες και να μην έχουμε έναν δίαυλο επικοινωνίας με άλλες χώρες. Σκέφτηκα ότι πρέπει να συνεργαστώ με την Αγγλία, τη χώρα στην οποία είχα βρεθεί παλιότερα. Οπότε, όταν κλείσαμε τη σχολή για τις καλοκαιρινές διακοπές πήγα στη Βασιλική Ακαδημία και τους είπα ότι θέλω να συνεργαστώ μαζί τους, να διδάξω το σύστημα διδασκαλίας τους στην Ελλάδα. H Royal Academy προετοιμάζει δασκάλους για να επιδοθούν στη σωστή διδασκαλία, φτιάχνει τα προγράμματα σπουδών, υπάρχει συγκεκριμένη ύλη για κάθε ηλικία. Oταν πρωτοξεκίνησα, το πρόγραμμα σπουδών το είχε διαρθρώσει η Μαργκότ Φοντέιν» θα εξηγήσει.
Αντίστοιχα, η ρωσική μέθοδος διδασκαλίας βασίστηκε στις διδαχές της Αγκριπίνα Βαγκάνοβα. «Δεν διαφέρουν πολύ τα συστήματα, το μπαλέτο είναι ένα. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να έχουν οι χορευτές μια καλή εκπαίδευση. Το ταλέντο έπεται, από την άποψη ότι είναι πάντα παρόν και είναι εκείνο που τροφοδοτεί την αγάπη των παιδιών για το μπαλέτο. Χρειάζεται η καλή τεχνική για να αποκτήσουν τον έλεγχο των κινήσεών τους και τη δύναμη που χρειάζεται για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του κλασικού χορού».
Οσον αφορά τα εχέγγυα που είναι απαραίτητα για μια καλή δασκάλα ή δάσκαλο κλασικού χορού: «Πιστεύω ότι πρέπει να έχεις χορέψει αρκετά ως χορεύτρια/χορευτής όπως και ότι είναι απαραίτητο να έχεις ακολουθήσει ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης για να ξαναθυμηθείς όσα έκανες ως παιδί. Αν έχεις εξασκηθεί στον χορό, έχεις γνώση της τεχνικής και της ίδιας της τέχνης του χορού, όταν εκπαιδευτείς και πάρεις το syllabus στα χέρια σου μπορείς να μεταδώσεις υπέροχα πράγματα σε όσους/ες επιθυμούν να διδαχτούν».
Το καινούργιο και το παλιό
Η κυρία Σοφού αγαπάει βαθιά το μπαλέτο και είναι ενημερωμένη για τις παραστάσεις που ανεβαίνουν στην Αθήνα. «Δεν μου αρέσει καθόλου που πειράζουν τα κλασικά μπαλέτα. Οι χορογράφοι συνήθως έχουν τις δικές τους ιδέες, ένα θέμα που θέλουν να θίξουν με μια μουσική που επιθυμούν. Ας κάνουν κάτι καινούργιο δικό τους, πρέπει να «πειράζουν» τα παλιά έργα; O Mπεζάρ, για παράδειγμα, είχε χορεύτριες που ήταν μπαλαρίνες, φορούσαν και πουέντ, όμως έκανε τις δικές του χορογραφίες» θα σχολιάσει.
«Απόφοιτοι λυκείου…»
Πάντως, ακόμα και αν οι εποχές αλλάζουν, κάποια πράγματα μένουν αμετάβλητα, δυστυχώς. Oπως ότι οι χορευτές και οι χορεύτριες που έχουν βγάλει τις ανώτερες επαγγελματικές σχολές χορού στην Ελλάδα θεωρούνται απόφοιτοι λυκείου. «Δεν γίνεται να σε γυρίζουν πίσω από τη στιγμή που έχεις παρακολουθήσει τρία χρόνια επαγγελματικής εκπαίδευσης και μάλιστα με πρόγραμμα εγκεκριμένο από το υπουργείο, χώρια όλα τα χρόνια που έχεις αφιερώσει στον χορό προτού φοιτήσεις σε κάποια επαγγελματική σχολή. Γιατί δεν μπορεί να εμφανιστείς στα 18 σου και να σπουδάσεις κλασικό χορό από το μηδέν, δίχως να έχεις την απαραίτητη προϋπηρεσία».
INFO «50 Χρόνια. Η Βασιλική Ακαδημία Χορού του Λονδίνου στην Ελλάδα» στον εκθεσιακό χώρο του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής». Φουαγέ ισογείου αίθουσας «Χρ. Λαμπράκης» στο Μέγαρο Μουσικής από τις 18 έως τις 20 Οκτωβρίου.