Ο Διονύσιος Λαυράγκας στα απομνημονεύματά του περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την πρεμιέρα της όπεράς του «Διδώ» το 1909, στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, με πρωταγωνίστρια την πρωτοπόρο για την Ελλάδα λυρική τραγουδίστρια Ελένη Βλαχοπούλου: «Ο κόσμος είχε γεμίσει από ενωρίς το θέατρον, όλα τα θεωρεία υπερπλήρη, στο αμφιθέατρο στην πλατεία ασφυξία. (…) Η μουσική μου, μολονότι διά την εποχήν της ήτο όχι ευκόλου αντιλήψεως, συνήρπασε το κοινόν. Οχι μόνο εχειροκροτήθηκαν όλα τα κομμάτια ενθουσιωδώς, αλλά μου εζητήθη η επανάληψις ολόκληρου του φινάλε της α’ πράξεως και η ερωτική διωδία της β’ με κραυγάς και ζήτω. (…) Η επιτυχία ήταν πλήρης, αφάνταστος, μεγαλειώδης, που με όλην την αισιοδοξίαν μου δεν εφανταζόμην παρόμοια».

Το έργο, που θεωρείται το πρώτο ελληνικό δείγμα της grand opera, ταξίδεψε μεταξύ άλλων στην Κέρκυρα, στην Κωνσταντινούπολη και στη Βράιλα της Ρουμανίας. Το 1930 παρουσιάστηκε στα πλαίσια του εορτασμού της εκατονταετηρίδας της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας στο θέατρο Ολύμπια με τη Φωτεινή Σκαραμαγκά, τον Απρίλιο του 1952 επέστρεψε στο ίδιο θέατρο με μία νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, πάλι με τη Σκαραμαγκά, και αυτή ήταν η τελευταία φορά που η «Διδώ» ακούστηκε ολόκληρη. Στα χρόνια που ήρθαν παρουσιάστηκαν μόνο αποσπάσματα με την υψίφωνο Βαρβάρα Τσαμπαλή.

Μαθήτρια της Τσαμπαλή, η υψίφωνος Σοφία Κυανίδου παίρνει τώρα με συγκίνηση τη σκυτάλη από τη δασκάλα της για να ερμηνεύσει με τη σειρά της τον απαιτητικό ρόλο στην αναβίωση ολόκληρης της τετράπρακτης όπερας στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας. Το έργο θα παρουσιαστεί σε συναυλιακή μορφή.

Ποια είναι όμως η «Διδώ»; Το παθιασμένο μελόδραμα που μας έρχεται από την πολύ μακρινή εποχή όταν καλλιτέχνες όπως ο Λαυράγκας έθεταν τις βάσεις για το εν Ελλάδι λυρικό θέατρο και για τη δημιουργία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής; «Είναι ένα πραγματικά όμορφο έργο, τόσο αξιόλογο που αξίζει να ακουστεί από τα νεότερα κοινά που δεν το γνωρίζουν» λέει η Σοφία Κυανίδου. «Αφορά τον μύθο της Διδούς, της βασίλισσα της Καρχηδόνας, έτσι όπως τον ξέρουμε: Τον παθιασμένο έρωτά της με τον Αινεία και την αυτοκτονία της όταν εκείνος την εγκαταλείπει».

 Μουσικά και υποκριτικά είναι ένας δύσκολος ρόλος;

«Είναι ένας μεγάλος ρόλος. Είναι και η γραφή του Λαυράγκα ιδιαίτερη… Ακροβατεί ανάμεσα στην Επτανησιακή και στην Εθνική Σχολή. Ο συνθέτης μάς χαρίζει πληθωρική, θριαμβευτική και μεγαλειώδη μουσική στο στυλ της grand opera. Ενίοτε με τη δραματικότητα ενός Βάγκνερ. Ο ρόλος της Διδούς τώρα… Υπάρχει το θριαμβευτικό φινάλε της πρώτης πράξης με φουλ ορχήστρα, με τη χορωδία και τους σολίστες και με πολλά σι μπεμόλ για τη σοπράνο, έπειτα έρχονται η δεύτερη και η τρίτη πράξη, που είναι πιο λυρικές, μετά το δραματικό φινάλε. Χρειάζεται μέτρημα, χρειάζεται προσοχή και σύνεση ώστε η ερμηνεύτρια να καταφέρει να φτάσει χωρίς να κουραστεί ως το τέλος».

Συνήθως όταν ο τραγουδιστής ερμηνεύει έναν νέο ρόλο υπάρχουν ηχογραφήσεις, υπάρχουν πληροφορίες στις οποίες μπορεί να ανατρέξει. Σε ρόλους σαν τη Διδώ, που παίζονται πολύ σπάνια τι κάνει;

«Εδώ έπρεπε να κάνω τη δουλειά, την εκμάθηση του ρόλου, μόνη μου. Αυτό που με απασχόλησε έντονα είναι ότι δεν μπορούσα να έχω από την αρχή την αίσθηση της ορχήστρας, που θα την είχα ακούγοντας μια ηχογράφηση. Υπάρχει όμως και ένα μεγάλο καλό, από τη στιγμή που δεν έχουν γίνει ηχογραφήσεις και που αυτόν τον ρόλο δεν τον έχουν τραγουδήσει όλες, από την Κάλλας ως τη Νετρέμπκο, μπορείς να κάνεις κάτι καθαρό ακολουθώντας το δικό σου ένστικτό, χωρίς να επηρεάζεσαι από άλλες ερμηνείες».

Θα ακουστεί το original λιμπρέτο που είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα και όχι η εκδοχή του στη δημοτική, που επίσης υπάρχει. Πώς είναι να τραγουδάς σε μια γλώσσα που δεν μιλιέται πλέον;

«Είναι υπέροχη, πλούσια και εκφραστική, η γλώσσα του λιμπρέτου, ακόμα και οι οδηγίες είναι υπέροχες έτσι όπως τις διαβάζεις γραμμένες στην καθαρεύουσα!».

Η ελληνική θεωρείται δύσκολη γλώσσα στο λυρικό τραγούδι, όχι;

«Εχω μάθει από τη δασκάλα μου, τη Βαρβάρα Τσαμπαλή, που έχει ερμηνεύσει πολλά ελληνικά έργα, να μη σκέφτομαι καθόλου την ελληνική γλώσσα ως δύσκολη ή εύκολη ή ό,τι είναι. Καί στην περίπτωση της «Διδούς», δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά δεν μου φαίνεται δύσκολη η γλώσσα, ρέει όμορφα και μου αρέσει να την τραγουδάω. Χαίρομαι επιπλέον που τραγουδάω κάτι που είχε τραγουδήσει και η δασκάλα μου!».

Η οποία υπήρξε μια εξαιρετική σοπράνο με μεγάλες επιτυχίες και στη σκηνή της Λυρικής. Τη συμβουλεύεστε ακόμα;

«Πάντα την ακούω, πάντα διατηρώ σχέσεις αγάπης μαζί της γιατί εκτός από μεγάλη καλλιτέχνιδα είναι και ένας υπέροχος άνθρωπος».

Θυμάμαι μια εμφάνισή της στη Λυρική, το 1986 – στη «Μεγαλοψυχία του Τίτου» του Μότσαρτ. Ως Βιτέλια ήταν εκπληκτική, όσοι την είχαν ακούσει τη μνημονεύουν ακόμα!

«Είναι η πρώτη παράσταση όπερας που είδα στη Λυρική και είχα μαγευτεί! Το καρμικό της υπόθεσης είναι ότι η Τσαμπαλή ήταν η πρώτη μου δασκάλα και η Δάφνη Ευαγγελάτου, που στην ίδια παράσταση τραγούδησε εκπληκτικά τον Σέξτο, ήταν για δεκατέσσερα χρόνια, ως τον θάνατό της, η τελευταία μου δασκάλα. Δύο τραγουδίστριες με πολλά κοινά, όπως τον επαγγελματισμό τους, το ταλέντο τους, τη δυνατή παρουσία τους στη σκηνή. Δίπλα τους δεν έμαθα μόνο να τραγουδώ αλλά και αν είμαι επαγγελματίας. Ειδικά αυτό το έμαθα από τα πρώτα μου κιόλας βήματα χάρη στην Τσαμπαλή, και το θεωρώ πολύ σημαντικό».

Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα; Ο κόσμος της όπερας είναι σήμερα διαφορετικός από τον κόσμο που σας είχε γνωρίσει η δασκάλα σας όταν ξεκινούσατε;

«Πράγματι, άλλαξαν οι καιροί. Το σύστημα λειτουργεί αλλιώς, σε όλο τον κόσμο, και δεν νομίζω πως βοηθάει τον τραγουδιστή. Αυτή η λογική του fast food που έχει εισχωρήσει παντού έχει επηρεάσει και την όπερα. Η υπερβολή του μοντέρνου, οι ακραίες καινοτομίες (εντός εισαγωγικών η λέξη) που βλέπουμε συχνά τελικά αποκαλύπτουν έλλειψη οράματος, ιδεών, έλλειψη μουσικής παιδείας».

Ο ρόλος και η θέση του τραγουδιστή σε ένα τέτοιο περιβάλλον;

«Πλέον η προσφορά είναι τεράστια σε όλο τον κόσμο. Αν δεν συμφωνείς με αυτό που σου ζητούν να κάνεις σου λένε δεν πειράζει, περιμένουν άλλες χίλιες σοπράνο απ’ έξω. Τι μπορείς να κάνεις;».

Οπότε, εσείς πώς αντιμετωπίζετε τέτοιες καταστάσεις;

«Προσπαθώ πάντα να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, αυτό είναι το σημαντικότερο από όλα. Το σκεφτόμουν και τώρα με τη «Διδώ» που είναι ένας ρόλος απαιτήσεων: Εγώ έχω αυτή τη φωνή – είμαι λυρική σοπράνο με κάποιες δραματικές αποχρώσεις – και με αυτή τη φωνή θα προσπαθήσω να εκφράσω όσο καλύτερα μπορώ τον ρόλο, να μεταδώσω στο κοινό την ομορφιά του έργου. Αγαπώ αυτό που κάνω παρά τις μεγάλες δυσκολίες που περιμένουν σε κάθε γωνιά, έχω αγαπήσει και τη «Διδώ». Εύχομαι να καταφέρουμε μαζί με όλους τους άλλους εξαιρετικούς συντελεστές να της χαρίσουμε την επιτυχία που της αξίζει».