Ενα από τα ευτυχέστερα έργα του νεοελληνικού θεάτρου, από τις θετικότερες ελπίδες του για το μέλλον». Με αυτά τα λόγια ο Μιχαήλ Ροδάς χαρακτήριζε στις 12 Ιουλίου του 1944, στο «Ελεύθερον Βήμα», τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα», το έργο του σπουδαίου σκηνοθέτη, συγγραφέα και θεωρητικού του θεάτρου Αλέξη Σολομού (1918-2012).
Πρόκειται για μια σαρκαστική κωμωδία που καυτηριάζει την υποκρισία της μεγαλοαστικής τάξης. Γραμμένο το 1943, το έργο ανέβηκε στην κατοχική Αθήνα από τον Κάρολο Κουν το καλοκαίρι του 1944, λίγους μήνες πριν την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Σήμερα, το έργο, που έκτοτε παρουσιάστηκε μόνο από ερασιτεχνικούς θιάσους, επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο μέσα από την πάντα ιδιοσυγκρασιακή ματιά της ηθοποιού και σκηνοθέτριας Ελενας Μαυρίδου.
Τη συναντώ στο θέατρο Χώρος, όπου και παίζεται η παράσταση. Το συγκεκριμένο θέατρο αποτελεί τη θεατρική στέγη που δημιούργησε στον Βοτανικό από κοινού με την αδελφή της, Δήμητρα Κούζα.
Η «ένδοξη» οικογένεια και το «απολωλός πρόβατο»
Η υπόθεση του έργου επικεντρώνεται στην «ένδοξη» οικογένεια Ασπροκόρακα και στο «απολωλός πρόβατό» της, τον νεαρό Νικηφόρο. Οι θείοι του – ένας πρώην υπουργός και ένας απόστρατος, παρασημοφορημένος στρατηγός – μαζί με τη μητέρα του και τη φοβερή και τρομερή θεία Βιργινία, θεματοφύλακα των ιερών και οσίων της οικογενείας, προσπαθούν να τον αναγκάσουν να συνεχίσει την έρευνα του «σπουδαίου βιολόγου» αποθανόντος πατέρα του, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στην ανακάλυψη της πεντάποδης μύγας. Ωστόσο, ο Νικηφόρος έχει άλλα σχέδια. Ερωτεύεται ένα κορίτσι της νύχτας, τη Ρόζα. Και, όπως είναι γνωστό, «έρως ανίκατε μάχαν». Στην προκειμένη περίπτωση, ο έρωτας νικά τον μουχλιασμένο συντηρητισμό.
«Είναι ένα έργο που με διασκέδασε πολύ» αναφέρει η Ελενα Μαυρίδου. «Επικοινώνησα με αυτό το ιδιαίτερο σαρκαστικό στοιχείο που φέρει. Είναι ένα κείμενο της εποχής του, το οποίο πατάει στα κλασικά θεμέλια της τότε κωμωδίας, χωρίς όμως να παύει να συνομιλεί ευθέως με το σήμερα» εξηγεί. Οπως υπογραμμίζει, πρόκειται για «μια κωμωδία που «βγάζει τη γλώσσα» στην υποκρισία της μεγαλοαστικής τάξης».
«Σε αυτή την περίφημη «ελληνική αγία οικογένεια», που δεν παύει να καταδυναστεύει και να κουνά το δάχτυλο σε καθετί το διαφορετικό, θεωρώντας τον εαυτό της πάντα ανώτερο. Για παράδειγμα, ο μονόλογος της θείας Βιργινίας στο τέλος είναι συγκλονιστικός. Κρύβει κάτι άκρως απειλητικό. Μοιάζει με τρομακτικό μανιφέστο. «Εμείς οι Ασπροκόρακες δεν θα πεθάνουμε ποτέ» λέει. Υπάρχει κάτι το «αμετανόητο» σε αυτή τη φράση. Ο Σολομός ουσιαστικά θίγει αυτή την αρτηριοσκληρωτική τάξη πραγμάτων, που πάντα επιβιώνει. Θέλησα, λοιπόν, να σκηνοθετήσω αυτό το έργο, εξερευνώντας το τι επιθυμώ να καταθέσω πολιτικά και κοινωνικά, χωρίς να ξεχνώ ότι με ενδιαφέρει πρωτίστως να δημιουργήσω μια παράσταση που το κοινό θα γελάσει» λέει.
Πράγματι, η σκηνή που ακολουθεί τον μονόλογο της θείας Βιργινίας είναι καθηλωτική. Η Μαυρίδου εξυφαίνει την ανάγνωσή της με τον κώδικα της αλληγορίας. Η οικογένεια Ασπροκόρακα συγκεντρώνεται πάνω από το κορμί του κομπέρ της παράστασης, έτοιμη, λες, να το κατασπαράξει. Το σκηνοθετικό εύρημα είναι πάντα παρόν, προκύπτοντας οργανικά και χωρίς την ανάγκη εντυπωσιασμού, όπως σχεδόν σε κάθε παράστασή της, είτε πρόκειται για το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, είτε για τον «Λάμπρο» του Διονυσίου Σολωμού, είτε για μια πολύ προσωπική παράσταση όπως η «Πτέρυγα», εμπνευσμένη από τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο όταν γέννησε την κόρη της.
Στον «Τελευταίο Ασπροκόρακα», για παράδειγμα, επανέρχεται εν μέρει στη χρήση της μάσκας, που έχει μελετήσει εκτενώς, και εντάσσει το πικρό μαύρο χιούμορ που αγαπά, μέσα από τα κομμένα ανθρώπινα μέλη που κρατούν πολλές φορές οι χαρακτήρες. «Ακριβώς επειδή ο κύκλος της ανθρωποφαγίας δεν σταματάει ποτέ» όπως λέει. «Παίζω κυριολεκτικά με τη λέξη ανθρωποφαγία, με όχημα το χιούμορ της μαύρης κωμωδίας. Μια οικογένεια που βάζει τα καλά της για να κατασπαράξει πτώματα». Και έτσι η σκηνή άλλοτε μετατρέπεται σε μεγαλοαστική κατοικία και άλλοτε σε καμπαρέ με τραγούδι, χορό και ατμόσφαιρα Μεσοπολέμου μέσα από την πρωτότυπη μουσική του Γιώργου Μαυρίδη.
Ο γαλατάς, οι Nirvana και οι σπουδές στο ΚΘΒΕ
Η Ελενα Μαυρίδου αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στο ελληνικό θέατρο. Γεννήθηκε σε μια γειτονιά της Δράμας, «που ευτυχώς την ξέχασε η αντιπαροχή», όπως χαρακτηριστικά λέει και στα 90s ακόμα ο γαλατάς άφηνε το γάλα έξω από την πόρτα. Και ενώ οι άνθρωποι από παράδοση ακόμα «έσπαζαν» μία πίτα στο πεζοδρόμιο όταν γεννιόταν ένα παιδί, εκείνη και τα αδέλφια της χρειάζονταν μόνο να στρίψουν στη γωνιά του δρόμου ώστε να πέσουν επάνω στο φασφουντάδικο της περιοχής.
Κάπως έτσι η παράδοση έμπλεκε με τους Nirvana και τους Sex Pistols, και η Ελενα που από παιδί ήξερε ότι θα γίνει ηθοποιός βρέθηκε να σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ. Βέβαια, το ξανθό, λεπτό κορίτσι δεν επαναπαύθηκε στο φυζίκ του. Με την ομάδα «Χώρος» με πρωτοστάτες τότε τον Σίμο Κακάλα και τη Δήμητρα Κούζα, όργωσε την Ελλάδα, ζώντας σαν μια θεατρίνα μπουλουκιού, παρουσιάζοντας παραστάσεις σε χωριά που δεν είχε πατήσει το πόδι του θίασος για δεκαετίες. Το 2008 η ίδια κέρδισε το Βραβείο Μελίνα Μερκούρη και το Βραβείο Κουν για την ερμηνεία της στην παράσταση «Λιωμένο βούτυρο». Εχοντας δουλέψει για χρόνια πάνω στη δραματουργία παραστάσεων, το 2018 παρουσίασε την πρώτη σκηνοθεσία της στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ.
«Πάντως, παραμένω πάντα ηθοποιός» λέει σήμερα γελώντας. «Εάν και τα τελευταία χρόνια αφιερώθηκα περισσότερο στη σκηνοθεσία, πλέον αισθάνομαι έτοιμη να κάνω ένα διάλειμμα. Θέλω να επιστρέψω στη σκηνή. Η ηθοποιός άρχισε να «διαμαρτύρεται» μέσα μου».
Η ανάγκη για συνεχείς μεταμορφώσεις
Η σκηνική μεταμόρφωση την τρέφει. Είναι ίσως η μόνη ελληνίδα ηθοποιός που έχει παίξει τόσους ανδρικούς ρόλους. Το καλοκαίρι, πάλι, τη θαυμάσαμε, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, να υποδύεται στην παράσταση «Σκυλιά» του Ανέστη Αζά έναν σκύλο, ενώ όσοι την είδαν να πρωταγωνιστεί στη σειρά «Σώσε με» σχεδόν δεν την αναγνώρισαν. Η όμορφη, λεπτεπίλεπτη γυναίκα μεταμορφώθηκε σε άξεστη αστυνομικό. «Μου αρέσει να μετακινούμαι υποκριτικά» παραδέχεται. «Οταν μπαίνω σε έναν ρόλο, δεν αισθάνομαι ότι πρέπει να κουβαλώ μια συγκεκριμένη ταυτότητα που οφείλω να υπερασπίζομαι κάθε φορά».
Σε μια χώρα που αγαπά να τυποποιεί τους ηθοποιούς της σε κατηγορίες, εκείνη μοιάζει ανένταχτη. Αυτή η επιλογή όμως έχει κόστος; «Δεν το γνωρίζω. Ενδεχομένως το ότι μετακινούμαι υποκριτικά κάθε φορά μπορεί να «μπερδεύει». Αλλά για μένα αποτελεί οργανική ανάγκη» αναφέρει.
«Από μικρή άλλωστε με κατέτρεχε ανησυχία για το ποια είμαι, ανεξάρτητα από την εικόνα μου. Θυμάμαι ότι όταν ήμουν 18 ετών, στη Δραματική Σχολή κάποιος καθηγητής μού είπε ότι εξαιτίας του φυζίκ μου, με τα μακριά ξανθά μαλλιά, θα έπρεπε να παίζω ρόλους ενζενί. Την επόμενη ημέρα ξύρισα το κεφάλι μου. Εκανα τέτοιες κινήσεις για να ξεκινήσω έναν διάλογο με το τι είμαι. Γιατί εάν τελικά δεν είμαι αυτό που βλέπουν οι άλλοι, τι μπορώ να γίνω;».
Λίγο πριν αποχαιρετιστούμε, τη ρωτώ για την τηλεόραση. Πόσο την αφορά ως μέσο; «Πολύ» απαντά αυθόρμητα. «Σίγουρα, παλαιότερα υπήρχε το αφήγημα, στο οποίο σε έναν βαθμό πιστέψαμε κιόλας, ότι όσοι είναι ταγμένοι στο θέατρο «απαγορεύεται» να κάνουν τηλεόραση. Πλέον βγάλαμε τις παρωπίδες. Το επίπεδο των παραγωγών ανέβηκε πολύ. Μετακινηθήκαμε. Και εγώ δεν θέλω ποτέ να παραμένω στάσιμη».