Τυρί παρμεζάνα, σταφύλι και λευκό κρασί πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι όπου ο Αλέξανδρος Ιόλας είχε κάποτε συνδαιτυμόνες την Παλόμα Πικάσο, τον Ρούντολφ Νουρέγεφ ή τον Αντι Γουόρχολ. Οι τοίχοι τριγύρω γεμάτοι γκραφίτι και μια πόρτα ανοιγμένη στον κήπο με τις ψηλές ελιές. Στη Βίλα Ιόλα στην Αγία Παρασκευή τα παράθυρα είναι σφραγισμένα με τσιμεντόλιθους και μια απαστράπτουσα πλάκα μαρμάρου ανάμεσα στις πλείστες γκρίζες λειτουργεί ως τεκμήριο των προθέσεων ανακαίνισης και αξιοποίησης της κατοικίας από τον Δήμο Αγίας Παρασκευής. «Η μελέτη ξεκινάει το 2019 και από το 2020 βλέπουμε για τα υπόλοιπα» δεσμευόταν, τρόπον τινά, ο δήμαρχος Γιάννης Σταθόπουλος την περασμένη Πέμπτη, στο πλαίσιο μιας συνέντευξης Τύπου που ήταν διαφορετική απ’ όσες πηγαίνουμε συνήθως. Οχι μόνο επειδή θύμιζε συμπόσιο εξαιτίας των εδεσμάτων πάνω στο τραπέζι. Αυτή ήταν μια συμβολική συνέντευξη Τύπου και αφορούσε την έκθεση «Αλέξανδρος Ιόλας: Η κληρονομιά» του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης που εντάσσεται στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Δημητρίων 2018, ενώ διοργανώνεται σε συνεργασία με τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Πρόκειται και μια κίνηση εξωστρέφειας του μουσείου, αν και είναι αυτονόητο πως «ο Ιόλας δεν ανήκει σε έναν τόπο» όπως διευκρίνισε η διευθύντριά του ΜΜΣΤ Θούλη Μισιρλόγλου. Υπήρξε εξάλλου απ’ όλες τις απόψεις «αταξινόμητος», γι’ αυτό και ενδιαφέρει ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης που θέλει να γνωρίσει στο κοινό ανθρώπους περιπετειώδεις.
30 χρόνια από τον θάνατό του
Αναμφίβολα πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό εικαστικό γεγονός. Διοργανώνεται με αφορμή τα τριάντα χρόνια από τον θάνατό του, το 1987, καθώς η Μισιρλόγλου άδραξε την ευκαιρία της επετείου για να στήσει μια έκθεση αφιερωμένη σε μια πασίγνωστη προσωπικότητα, «έναν από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους της τέχνης από το 1950 και ως τα τέλη της δεκαετίας 1970», τον οποίο ωστόσο στην Ελλάδα οι περισσότεροι τον γνωρίζουν για όλους τους λανθασμένους λόγους. Πόσοι, για παράδειγμα, θυμούνται ότι χάρη στον Ιόλα η Ελλάδα απέκτησε το πρώτο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, τον πρόδρομο του ΜΜΣΤ;
Γιατί επιπλέον η έκθεση αποτελεί και τον προάγγελο του εορτασμού των σαράντα χρόνων από την ίδρυση αυτού ακριβώς του μουσείου, το οποίο ξεκινούσε το 1979 ως Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης με τα 47 έργα που είχε δωρίσει ο Ιόλας για αυτόν τον σκοπό. Σήμερα αριθμεί περί τα 2.880, όμως, όπως είπε η πρόεδρος του ΜΜΣΤ Ξανθίππη Σκαρπιά-Χόιπελ, «χωρίς τη δωρεά του δεν θα είχε υπάρξει ποτέ μουσείο».
Μείξη ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών
Ο «θεμέλιος λίθος» που πρόσφερε ο Ιόλας απαρτιζόταν από έργα ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, όπως οι Τάκις, Τσόκλης, Παύλος, Γιάννης Μπουτέας, Γιώργος Λαζόγκας, ή οι κατά βάση «νέοι ρεαλιστές» της Γαλλίας Νίκι ντε Σεν Φαλ, Ζαν Τιγκελί, αλλά και πιο ακατάταχτοι καλλιτέχνες, όπως ο Ντένις Οπενχάιμ. Η στέγαση των έργων είχε επιτευχθεί έπειτα από προσπάθειες της Μάρως Λάγια, στενής φίλης του Ιόλα, ιδιοκτήτριας της γκαλερί «ΖΜ» στη Θεσσαλονίκη και ιδρυτικού μέλους του Μακεδονικού Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης. Ο χώρος είχε βρεθεί σε μια πτέρυγα του εργοστασίου της Φίλκεραμ-Johnson στη Θεσσαλονίκη, έπειτα από παραχώρηση του επιχειρηματία Γεωργίου Φιλίππου το 1984. Αυτή ήταν η πρώτη έδρα, μέχρι τη μεταφορά της συλλογής μέσα στον χώρο της Διεθνούς Εκθέσεως το 1992 – ως Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης πλέον. «Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι με τα έργα που έδωσε ο Ιόλας, δηλαδή μια μείξη ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια διαφορετικού τύπου συλλογή σε σχέση με όσες υπήρχαν στην Ελλάδα εκείνον τον καιρό, όπως στην Εθνική Πινακοθήκη για παράδειγμα. Η συλλογή του Ιόλα δεν ήταν ελληνοκεντρική και αποκομμένη από την ευρύτερη ευρωπαϊκή διάσταση της τέχνης, αλλά σε άμεση επαφή με τις πιο σύγχρονες εκφάνσεις της» λέει στο «Βήμα» η Θούλη Μισιρλόγλου. Η έκθεση αποτελεί και έναν φόρο τιμής σε αυτούς τους καλλιτέχνες που συνεργάστηκαν με τον Ιόλα και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να εμπλουτίζουν τη σύγχρονη πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας.
Γουόρχολ, Τάκις και Μαν Ρέι
Θα μπορεί να το διακρίνει κανείς και από τα εκθέματα, καθώς στην «Αλέξανδρος Ιόλας: Η κληρονομιά» θα παρουσιαστεί ένα σύνολο 90 έργων από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της τέχνης διεθνώς. Από τον Μαν Ρέι και τον Τάκι, τον Μοντιλιάνι και τον Γουόρχολ, τον Λούτσιο Φοντάνα ή τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Ντε Κίρικο. «Είχαμε ξαναδείξει τη δωρεά του Ιόλα το 2002, αλλά η τωρινή είναι μεγαλύτερη έκθεση γιατί ο στόχος είναι να αναδειχθεί η σχέση του με τους καλλιτέχνες. Γι’ αυτό και υπάρχουν τόσα έργα που δεν ανήκουν στη συλλογή μας» εξηγεί η Μισιρλόγλου. Οι δανεισμοί προέρχονται από την Εθνική Πινακοθήκη αλλά και ιδιωτικές συλλογές, και μάλιστα ορισμένα από τα έργα παρουσιάζονται για πρώτη φορά. Παρά τρίχα δεν συμπεριλήφθηκαν έργα από τη συλλογή των Ντε Μενίλ στο Χιούστον, η οποία «χτίστηκε» χάρη στη συμβουλευτική του Ιόλα, καθώς έπρεπε να συμπεριληφθούν σε μια έκθεση στο Τέξας.
Η έκθεση στη Θεσσαλονίκη θα ξεκινάει με την ανασύσταση της ζωής του μέσα από φωτογραφίες, αρχειακό υλικό και προσωπικά του αντικείμενα. «Είναι μια ζωή πολυκύμαντη και ο ίδιος μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα, καθώς ο Ιόλας περνάει από τον χορό στα εικαστικά και αλλάζει χώρες διαρκώς. Από την Αίγυπτο πηγαίνει στην Αθήνα, στη φασιστική Ευρώπη, στην Αμερική και μετά ξανά πίσω στην Ευρώπη. Είναι ένας άνθρωπος πολύγλωσσος, με αναρίθμητες ταυτότητες, ο οποίος έδειξε μοναδικό ενδιαφέρον για όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού, τόσο του αρχαίου όσο και του σύγχρονου. Στην έκθεση δεν τον αντιμετωπίζουμε ούτε ως γκαλερίστα, ούτε ως χορευτή, αλλά όλα αυτά μαζί με κάποιον τρόπο» θα πει η κυρία Μισιρλόγλου.
Χρονολόγιο με την πλούσια εκδοτική δραστηριότητά του
Παράλληλα στην έκθεση παρουσιάζεται για πρώτη φορά ένα πολύ αναλυτικό χρονολόγιο, «το πιο ενημερωμένο που υπάρχει μέχρι στιγμής», με τις αναρίθμητες εκθέσεις που παρουσίασε, αλλά και η πλούσια εκδοτική δραστηριότητα του Ιόλα μέσα από ένα πλούσιο αρχείο καταλόγων που συνόδευαν τις παρουσιάσεις έργων καλλιτεχνών. Ο Ιόλας καθόριζε τις εξελίξεις σε ένα διεθνές καλλιτεχνικό περιβάλλον, «αυτός εξάλλου προώθησε τον Μαξ Ερνστ ή τον Μαγκρίτ στην Αμερική, ενώ ώθησε στα ύψη τον Αντι Γουόρχολ», όπως επεσήμανε η Ξανθίππη Σκαρπιά-Χόιπελ, και ήταν «ένας μεγάλος πνευματικός άνθρωπος που ήθελε να βοηθήσει την πατρίδα του». Η Ελλάδα βέβαια, ως γνωστόν, τον έσυρε στη λάσπη και τον διέσυρε. Οπως εξηγεί η κυρία Μισιρλόγλου: «Η ιστορία της πρόσληψης του Ιόλα στην Ελλάδα δεν είναι κομβική θεματική της έκθεσης. Είναι παρούσα, με αποσπάσματα από τον κίτρινο Τύπο και την “Αυριανή” μέσα σε έναν μικρό, κλειστό χώρο, έξω από τον οποίο θα παρουσιάζεται η διεθνής υποστήριξη απέναντι σε αυτόν τον αντισυμβατικό μαικήνα της τέχνης».