Σε υποδέχονται με το που φτάνεις μπροστά στο ολόλευκο κτίριο με την υπέροχη θέα προς τη Χώρα και το λιμάνι της Ιου, αλλά και τα κοντινά της νησιά, τη Σίκινο, την Πάρο και τη Νάξο. Αργότερα, τα αντικρίζεις ξανά στην είσοδο και στις αίθουσες όπου έχουν «ξεχυθεί» κάνοντας τραμπάλα, παρακολουθώντας μάθημα ή ποδοσφαιρικό αγώνα και συγκεκριμένα ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, συναθροιζόμενα σε κοινωνικές και μαζικές εκδηλώσεις, όπως στο έργο «Η κηδεία της ζωγραφικής», και, σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε στην ταινία μικρού μήκους «Gaitis le Baladin» (1971) του σκηνοθέτη Σερζ Βεργκόν, όπου ένα από αυτά το είχε «σκάσει» για να περιπλανηθεί στα δρομάκια του Παρισιού, νιώθεις ότι τα διάσημα «ανθρωπάκια» του Γιάννη Γαΐτη (1923-1984) έχουν βρει επιτέλους στην Ιο τη μόνιμη οικία τους.

Χρειάστηκε βέβαια να περάσουν 27 ολόκληρα χρόνια για να συμβεί αυτό, από την ημέρα δηλαδή που η Λορέττα Γαΐτη, η μοναχοκόρη του ζωγράφου Γιάννη Γαΐτη και της γλύπτριας Γαβριέλλας Σίμωσι (1926-1999) ξεκίνησε να σχεδιάζει μαζί με τον σύζυγό της Ζακ Σαρρά – αρχιτέκτονες και οι δύο στο επάγγελμα – ένα μουσείο για να στεγάσει μια μόνιμη έκθεση με τα έργα των γονιών της, καθώς επίσης και παράλληλες περιοδικές εκθέσεις και εκδηλώσεις.

Το πλήρωμα του χρόνου όμως έφτασε και σε λίγες μέρες το ολοκαίνουργιο Μουσείο Γαΐτη – Σίμωσι, μια σύμπραξη του Δήμου Ιητών – με δήμαρχο τον Γκίκα Γκίκα – και της Λορέττας Γαΐτη, θα ανοίξει και επισήμως τις πύλες του.

Το έργο του Γιάννη Γαϊτη «Η κηδεία του Τσε Γκεβάρα» ή «Μεταμόρφωση» (1968)

Τα εγκαίνια θα πραγματοποιηθούν στις 14 Σεπτεμβρίου, από την ΑΕ Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, παρουσία και της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, ενώ πριν από την τελετή θα λάβει χώρα η ημερίδα «Γιάννης Γαΐτης – Πλουραλισμός και Πολυέργεια» με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ζωγράφου, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου και με τη συμμετοχή της διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου Συραγώς Τσιάρα, του ιστορικού και κριτικού Tέχνης Ντένη Ζαχαρόπουλου, του ζωγράφου Δημήτρη Αληθεινού και του ιστορικού Τέχνης Γιάννη Μπόλη.

Τα δύο κτίρια και η ελιά

Το Μουσείο Γαΐτη – Σίμωσι είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, στη θέση «Τσουκαλαριά» του νησιού, διαθέτει συνολική επιφάνεια 1.600 τ.μ. και στην ουσία αποτελείται από δύο κτίρια που επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω ενός υπερυψωμένου προαυλίου χώρου στον οποίο δεσπόζει μια ελιά.

Στην αριστερή πλευρά συναντούμε το διώροφο «κτίριο Γαΐτη», στο οποίο εκτός από την υποδοχή του μουσείου που βρίσκεται στο ισόγειο, φιλοξενούνται επίσης μέρος των έργων του πολυσχιδούς εικαστικού – πίνακες, εγκαταστάσεις και κατασκευές γύρω από τα «ανθρωπάκια» του.

Η Λορέττα Γαϊτη στην Ίο κάτω από το γλυπτό της Γαβριέλλας Σίμωσι «Το Αγγιγμα» ή «Το Σχολείο των χαδιών» (1975, μεγέθυνση 1999)

Στη δεξιά πλευρά βρίσκεται το «κτίριο Σίμωσι», στο οποίο εκτίθενται τα ολόλευκα και επιβλητικά έργα της Γαβριέλλας Σίμωσι. Οι τοίχοι είναι ασβεστωμένοι και λευκό μάρμαρο διατρέχει το δάπεδο και τα βάθρα – άλλωστε το λευκό ήταν το αγαπημένο χρώμα της καλλιτέχνιδας.

Πέραν της μόνιμης συλλογής, το συγκρότημα του Μουσείου ολοκληρώνεται με μια αίθουσα περιοδικών εκθέσεων και ανεξάρτητα κτίρια για το καφέ και τη διοίκηση. Στο τέλος του εσωτερικού «δρόμου» του συγκροτήματος, ένα μικρό ημικυκλικό θέατρο επιτρέπει στους επισκέπτες να κάθονται και να ατενίζουν τη μοναδική, πανοραμική θέα στο απέραντο γαλάζιο.

Η μικρή Λορέττα Γαϊτη, ανάμεσα στους γονείς της, ενώ δημιουργούν.

Αν και κανένας από τους δύο καλλιτέχνες δεν καταγόταν από το νησί – ο Γαΐτης είχε γεννηθεί στην Αθήνα και η καταγωγή του ήταν από την Τήνο, τόπο που έχει «γεννήσει» σπουδαίους ζωγράφους και γλύπτες, από τον Γιαννούλη Χαλεπά (1851-193) και τον Νικηφόρο Λύτρα (1832-1904) μέχρι τον Νικόλαο Γύζη (1842-1901) και τον Δημήτριο Φιλιππότη (1839-1919), ενώ η Σίμωσι καταγόταν από τη Μήλο και την Εύβοια –, ωστόσο σύμφωνα με την κόρη τους η Ιος ήταν η αυτονόητη επιλογή, καθώς αποτέλεσε τον τόπο που επέλεξαν οι ίδιοι οι γονείς της, και ειδικά ο πατέρας της, για πατρίδα τους.

Η πρώτη επίσκεψη

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ήταν που ο Γιάννης Γαΐτης, μαζί με τον στενό του φίλο, τον γάλλο συγγραφέα Ζαν-Μαρί Ντρο (1929-2015), επισκέφθηκαν για πρώτη φορά το μικρό κυκλαδονήσι. Αποφάσισαν ότι θα το έκαναν με έναν τρόπο δικό τους και έτσι το 1964 ο έλληνας καλλιτέχνης σχεδίασε και επέβλεψε την κατασκευή του σπιτιού του φίλου του – η Γαβριέλλα Σίμωσι κατασκεύασε γλυπτά, μέσα στο σπίτι και έξω στις ταράτσες, που βλέπουν στη θάλασσα – και λίγα χρόνια αργότερα έκανε το ίδιο και για το δικό του σπίτι, απέναντι από εκείνο του Ντρο.

Το έργο της Σίμωσι «Οι Εκζεματικές» ή «Σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού» (1975, μεγέθυνση 1999)

Οπως διηγείται η Λορέττα Γαΐτη: «Εκεί δούλεψε (σ.σ. ο Γαΐτης) τους πίνακές του μέχρι τον θάνατό του στις 22 Ιουλίου 1984, λίγες μέρες μετά τα εγκαίνια της μεγάλης αναδρομικής έκθεσής του στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας. […] Η θέληση να κρατήσω ζωντανό το έργο των γονιών μου ήταν επιβεβλημένη για μένα, και το νησί της Ιου ήταν μια προφανής και πιστή επιλογή».

Τα εμβληματικά «ανθρωπάκια»

Το έργο του Γιάννη Γαΐτη, μιας από τις πιο επιδραστικές μορφές της σύγχρονης ελληνικής τέχνης και μαθητή του Κωνσταντίνου Παρθένη (1878-1967), έχει επηρεαστεί από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του (άμορφη τέχνη, βιομορφισμό, μετα-ιμπρεσιονισμό, κυβισμό, σουρεαλισμό), αλλά χαρακτηρίζεται κυρίως από τα «ανθρωπάκια», τις φιγούρες που ξεκίνησε να δημιουργεί το 1968 για να καταδικάσει τη χούντα και να εκφράσουν τον αποξενωμένο άνθρωπο, τη μαζικοποίηση και την απώλεια της ατομικότητας.

Πρόκειται για ανδρικές μορφές, με γραβάτα, κοστούμι και καπελάκι που επαναλαμβάνονται η μία δίπλα στην άλλη, χωρίς καμιά τους να ξεχωρίζει ή να διαφοροποιείται από το σύνολο – στη σημερινή εποχή το πιο πιθανό είναι ότι όλες τους θα κρατούσαν και από ένα κινητό.

Οπως έλεγε ο ίδιος: «Αλλά εγώ νομίζω έχω πιο πολύ δικαίωμα να μιλήσω για τα ανθρωπάκια αυτά τα οποία είναι ξύλινα, βέβαια, αλλά αληθινά ανθρωπάκια. Δηλαδή είναι τα ανθρωπάκια τού σήμερα, είναι στο κατεστημένο, και το ίδιο το ανθρωπάκι αυτό αντιδρά στο κατεστημένο. Οι άνθρωποι, τα ανθρωπάκια που λέω, το κατεστημένο, έφτασε σ’ ένα σημείο όπου δεν παίρνει άλλο να πάει πιο μακριά […] γίνανε ένα νούμερο και τίποτα παραπάνω. Εδώ εγώ κάνω μια μαρτυρία και σας λέω: φροντίστε να σωθείτε, να σωθούμε… Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο εγώ εκτός από αυτή τη μαρτυρία».

Στους χώρους του μουσείου, εκτός από τα «ανθρωπάκια» θα δούμε και έργα της παλιότερης περιόδου του ζωγράφου, όπως επίσης και δώδεκα μνημειώδη γλυπτά της Γαβριέλλας Σίμωσι, από λευκή ρητίνη σε βάθρα, γύψινα γλυπτά παλαιότερων περιόδων, καθώς και κολάζ. Το μουσείο θα παραμείνει ανοιχτό μέχρι τον Οκτώβριο και θα ανοίξει και πάλι την άνοιξη του 2025.