Στο τρίτο έτος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου η Ιώ Βουλγαράκη κατάλαβε ότι η υποκριτική δεν ήταν για εκείνη και ας διατεινόταν από επτά ετών ότι θέλει να γίνει ηθοποιός. Στο μυαλό της μπήκε η ιδέα της σκηνοθεσίας. Και λίγο πριν φύγει για τη Μόσχα και τη Σχολή Σκηνοθεσίας του Πανεπιστημίου Θεατρικής Τέχνης GITIS, σαν «ρομαντική ηρωίδα» ρωσικού μυθιστορήματος, όπως λέει, αυτοσαρκαζόμενη σήμερα – «έβγαλα το αεροπορικό εισιτήριο χωρίς να γνωρίζω ότι πρέπει να εκδώσω βίζα για να εισέλθω στη χώρα» – ο δρόμος της διασταυρώθηκε με εκείνον του Αργύρη Ξάφη.
«Ο Αργύρης σκηνοθετούσε τότε την παράσταση «To Δρακούδι» για το θέατρο Πόρτα. Πήγα στην ακρόαση ως ηθοποιός. Μα εγώ δεν ήθελα καθόλου να παίξω. «Σε ενδιαφέρει μήπως να έρθω ως βοηθός σκηνοθέτη;» τον ρώτησα» θυμάται.
Η ομάδα ΠΥΡ
Ετσι ξεκίνησε μία σχέση ζωής που γέννησε την ομάδα ΠΥΡ, μία από τις μακροβιότερες και πιο σημαντικές σήμερα ομάδες του ελληνικού θεάτρου, η οποία έκλεισε φέτος 12 χρόνια και πέρα από τους δυο τους περιλαμβάνει σταθερά τη Δέσποινα Κούρτη και τον Δημήτρη Γεωργιάδη. Η πρώτη παράσταση της ομάδας, «Γλέντι στον καιρό της πανούκλας», δόθηκε το 2013. «Ηταν η διπλωματική μου εργασία» αναφέρει η Ιώ Βουλγαράκη. Η παράσταση αυτή βάπτισε και την ομάδα τους. «Η λέξη γλέντι στα ρωσικά ηχεί ως «πυρ». Και συνέβη και κάτι ακόμη ενδιαφέρον. Μια ήμερα, βγαίνοντας από την εστία στη Μόσχα είδα γραμμένη τη λέξη «γλέντι» στα ρωσικά στο πεζοδρόμιο με λευκή κιμωλία. Θυμάμαι πήρα τον Αργύρη τηλέφωνο. «Το βρήκαμε το όνομά μας» του είπα».
Φέτος η ομάδα ΠΥΡ επανέρχεται με μία τολμηρή μεταγραφή του μυθιστορήματος του Λέοντος Τολστόι «Αννα Καρένινα» για τρεις ηθοποιούς (Δημήτρης Γεωργιάδης, Δέσποινα Κούρτη, Αργύρης Ξάφης) στο Θέατρο Θησείον. Το κείμενο υπογράφει ο Αργύρης Ξάφης και τη σκηνοθεσία η Ιώ Βουλγαράκη.
Εχουμε ξεφύγει από την εποχή του μυθιστορήματος. Εχουμε κρατήσει πολύ συγκεκριμένα πράγματα που μας ενδιέφεραν να ανανοηματοδοτήσουμε από αυτόν τον ωκεανό που λέγεται «Aννα Καρένινα»
«Μετά την «Aρκουδοράχη» του Εντ Τόμας που παρουσιάσαμε, είχαμε την ανάγκη να γυρίσουμε σε ένα κλασικό κείμενο. Επεσε από τον Αργύρη η σκέψη της «Καρένινα». Δουλέψαμε μαζί τη δραματουργία, τους άξονες της παράστασης. Ο Αργύρης υπογράφει το κείμενο, το οποίο είναι τολστοϊκό, αλλά ταυτόχρονα είναι και ένα νέο κείμενο. Εχουμε ξεφύγει από την εποχή του μυθιστορήματος. Εχουμε κρατήσει πολύ συγκεκριμένα πράγματα που μας ενδιέφεραν να ανανοηματοδοτήσουμε από αυτόν τον ωκεανό που λέγεται «Aννα Καρένινα»» σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα».
Επικεντρώνονται σε δύο ήρωες, την Αννα Καρένινα και τον Κωσταντίν Λέβιν, δύο ήρωες που στο μυθιστόρημα του Τολστόι συναντιούνται μόνο σε ένα κεφάλαιο, με τις ζωές τους να κινούνται παράλληλα. «Αυτή είναι και η ουσία της μεταγραφής μας. Στις μεταφορές της «Aννα Καρένινα», τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, ο Λέβιν βρίσκεται σε ένα δεύτερο πλάνο, γιατί από γραφής, μολονότι είναι η αυτοπροσωπογραφία του Τολστόι, εκείνα τα κομμάτια του μυθιστορήματος που τον αφορούν έχουν λιγότερη δράση. Στη δική μας διασκευή επινοείται μία σχέση μέσα από μία σειρά φανταστικών συναντήσεων αυτών των δύο ηρώων, που έτσι κι αλλιώς βρίσκονται σε μα σύνδεση».
Οπως τονίζει, και τα δύο αυτά πρόσωπα αναζητούν την προσωπική τους ελευθερία και το νόημα της ύπαρξής τους. «Αυτή η μάχη για μία ζωή με νόημα συμβαίνει παράλληλα, ενώ οι δύο τελικά έχουν αντίθετες πορείες» τονίζει.
Ενα «σκηνικό πείραμα»
Στη μεταγραφή τους δεν ακολουθείται απλώς μια παράλληλη αφήγηση με τους συνήθεις όρους. «Οι σκηνές της Αννας, υπό μία ιδιάζουσα έννοια, είναι σαν τα επεισόδια της παράστασης και οι σκηνές του Λέβιν σαν να έχουν μια λειτουργία χορικών. Ο Λέβιν δεν «διεκδικεί» να είναι πρόσωπο του μύθου, προκύπτει σε συγκεκριμένες στιγμές και σε χώρους που ενίοτε δεν είναι καν η σκηνή, αλλά άλλες γωνιές του θεάτρου. Κάνουμε λοιπόν ένα σκηνικό πείραμα, αν θέλετε» εξηγεί.
Στην παράσταση άλλοι κεντρικοί ήρωες του έργου είναι ο εραστής της Καρένινα, Αλεξέι Βρόνσκι, και ο σύζυγός της, Αλεξέι Καρένιν. «Απαιτεί μεγάλο ψυχικό διάνυσμα από τους ηθοποιούς το «παζλ» της συγκεκριμένης μεταγραφής» σημειώνει η Ιώ Βουλγαράκη.
Για την ίδια η «Aννα Καρένινα» είναι ένα κείμενο που αφορά το τώρα. «Πρόκειται για ένα γνωστό υλικό, που όλοι νομίζουν ότι ξέρουν ακόμα και εάν δεν το γνωρίζουν. Για αυτή την ηρωίδα έχει δημιουργηθεί μία στερεοτυπική θέαση μέσα από ένα φίλτρο μιας εποχής που μας κάνει να βλέπουμε μόνο σαλόνια, φουστάνια και ρομάντζα μίας κοινωνίας πολύ συγκεκριμένης. Εγώ το αμφισβητώ τρομερά όλο αυτό. Βλέπω ένα σύγχρονο υλικό για το πώς μπορεί μία γυναίκα να ζήσει μία ζωή με ελευθερία και όχι με τις επιταγές του μέσου όρου. Αυτό είναι ένα πολύ σύγχρονο, διαχρονικό ερώτημα. Η Καρένινα, παρά την επανάστασή της, γίνεται ο πιο σκληρός κριτής του εαυτού της. Εγκαταλείπει σύζυγο και παιδί και πνίγεται από τις ίδιες τις τύψεις της, από τον τρόπο που η κοινωνία τής έχει μάθει να αντιλαμβάνεται τη σύμβαση της οικογένειας, τον εαυτό της, το μητρικό της ρόλο. Δεν έχει στα αλήθεια διαφορά, στην ουσία του πάντα, ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η γυναίκα του 19ου αιώνα από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η γυναίκα σήμερα, δηλαδή παραμένει πάντα ένας ενήλικος β’ κατηγορίας».
Το έμφυλο υπόβαθρο
Για την ίδια λοιπόν η «Aννα Καρένινα» φέρει και ένα έμφυλο υπόβαθρο. «Είναι λιγότερες οι ευκαιρίες της ως γυναίκας και μητέρας να βρει την ευτυχία σε σχέση με τον Λέβιν. Ανοίγουμε και αυτή τη διάσταση στην παράσταση» προσθέτει. Η ίδια, αλήθεια, ως γυναίκα σκηνοθέτρια έχει βιώσει εμπόδια λόγω του φύλου της στο ελληνικό θέατρο; «Δεν νομίζω ότι υπάρχει γυναίκα συνάδελφος που δεν τα έχει βιώσει» απαντά ούσα μάλιστα ευαισθητοποιημένη σε ζητήματα που άπτονται της γυναικείας ορατότητας, συμμετέχοντας στην κολεκτίβα Women in Arts (Wom.A) για την ανάδειξη ζητημάτων ανισότητας στις τέχνες.
Περισσότερες γυναίκες λοιπόν σε θέσεις-κλειδιά στην τέχνη είναι η λύση; «Δεν είναι όμως μόνο θέμα φύλου» απαντά. «Στην Ελλάδα εν γένει δεν έχουμε συνηθίσει οργανισμούς που να προτείνουν πραγματικά τη συμπερίληψη. Και αυτό δεν αφορά μόνο τις γυναίκες αλλά εν συνόλω τις θηλυκότητες, τους καλλιτέχνες με αναπηρία κ.τ.λ., δηλαδή δεν βλέπουμε να εκπροσωπείται μία κοινωνία ολόκληρη μέσα σε έναν καλλιτεχνικό σχεδιασμό».
Οσο για τη γυναίκα – μητέρα – δημιουργό στο θέατρο, η ίδια πιστεύει ότι τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα. «Εχω την εντύπωση ότι ενώ σε όλους τους χώρους κάπως βελτιώνονται οι συνθήκες, το ελληνικό θέατρο παραμένει ένας χώρος σουρεαλισμού με τρομερή ταξικότητα. Εκεί θα τα συναντήσεις όλα: από τη συντονισμένη αλληλεγγύη και τα σωματειακά αντανακλαστικά μέχρι τον ουρανοκατέβατο παραγωγό και τον άσχετο που είδε φως και μπήκε. Βέβαια, είναι μηδενική η στήριξη της μητέρας εν γένει από την πολιτεία. Θυμάμαι στην τρίτη πρόβα της «Εκάβης» που σκηνοθέτησα πριν από έναν χρόνο στην Επίδαυρο, η κυρία που πρόσεχε τα παιδιά μου όταν εγώ δούλευα μας «εγκατέλειψε» ξαφνικά. Οταν έφθασα στην πρόβα είπα στον θίασο: «Αν αναρωτιέστε γιατί είναι τόσο λιγότερες οι γυναίκες που σκηνοθετούν στην Επίδαυρο σε σχέση με τους άνδρες, είμαι η ζωντανή στατιστική μπροστά σας»».
INFO «Kαρένινα», Πέμπτη έως Κυριακή στο θέατρο Θησείον (Τουρναβίτου 7, Αθήνα).