Δεν υπάρχει σημείο στον ελλαδικό χώρο που να μην έχει μια ιστορία αιώνων να αφηγηθεί. Το νησί της Κέας, ή αλλιώς Τζια, είναι ένα από τα πιο γοητευτικά νησιά των Κυκλάδων, το οποίο συνδυάζει την πλούσια αρχαιολογική και πολιτιστική του κληρονομιά με την τουριστική του δυναμική. Με τις καταγάλανες παραλίες, τα γραφικά χωριά και την αυθεντική κυκλαδίτικη ατμόσφαιρα, η Κέα δεν αποτελεί μόνο έναν προορισμό για όσους αναζητούν τη φυσική ομορφιά, αλλά και για εκείνους που θέλουν να εξερευνήσουν τα βάθη της ιστορίας.
Το νησί φιλοξενεί σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, όπως η αρχαία πόλη της Καρθαίας με τα επιβλητικά της τείχη και τους ναούς της Αθηνάς και του Απόλλωνα, καθώς και το εμβληματικό άγαλμα του Λέοντα της Κέας που στέκει φύλακας του νησιού από τον 6ο αιώνα π.Χ. Η πλούσια ιστορία του νησιού, που εκτείνεται από την πρωτοκυκλαδική περίοδο μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή, αποκαλύπτεται σε κάθε γωνιά του με τα ευρήματα των ανασκαφών, συμπεριλαμβανομένων αγγείων, γλυπτών και άλλων αντικειμένων, να εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ιουλίδας.
Ταυτόχρονα, η Κέα αναδεικνύεται σε έναν ελκυστικό προορισμό για τους ταξιδιώτες που αναζητούν την ηρεμία και την αυθεντικότητα, με ποικίλες δραστηριότητες και ανέσεις που καλύπτουν κάθε προσδοκία. Ας περιηγηθούμε στους αρχαιολογικούς χώρους του νησιού όπου η ιστορία συναντά την ομορφιά και το παρελθόν συνυπάρχει αρμονικά με το παρόν.
Κατά την αρχαιότητα αναπτύχθηκαν στο νησί τέσσερις πόλεις-κράτη: η Ιουλίδα, η Καρθαία, η Κορησσία και η Ποιήεσσα. Στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού, και συγκεκριμένα στον όρμο Πόλες, στην άκρη ενός δυσπρόσιτου βραχώδους λόφου που καταλήγει στη θάλασσα εντοπίζονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης της Καρθαίας. Τα πιο πρώιμα ευρήματα στον χώρο ανάγονται στην πρωτοκυκλαδική περίοδο αλλά είναι σποραδικά και δεν τεκμηριώνουν μια τόσο πρώιμη εγκατάσταση στον χώρο.
Ο πρώτος πυρήνας κατοίκησης διαμορφώθηκε στους γεωμετρικούς χρόνους. Σταδιακά η πόλη αναπτύχθηκε, φθάνοντας σε περίοδο ακμής κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Εμφανίζεται ανεξάρτητη και αυτόνομη, περιβάλλεται από ισχυρές οχυρώσεις, οικοδομεί επιβλητικά δημόσια κτίρια και κόβει δικά της αργυρά νομίσματα με εμπροσθότυπο αμφορέα. Η πρώτη σωζόμενη φιλολογική αναφορά του ονόματος της Καρθαίας ανήκει στον Πίνδαρο. «Κάρθαια μεν αλαθέως ελαχύνωτον στέρνον χθονός, όμως γε μαν ούτοι νιν Βαβυλώνος αμείψομαι» που σημαίνει: «Αυτόν τον στενό βραχώδη κόρφο γης, την Καρθαία, δεν θα την άλλαζα ούτε με την ίδια τη Βαβυλώνα». Ηταν μέλος της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας και η οικονομία της στηριζόταν στην εξαγωγή μίλτου (ορυκτό που χρησιμοποιούνταν κυρίως στη ναυπηγική) στην Αθήνα.
Οι πρώτοι περιηγητές εμφανίστηκαν στην περιοχή στα τέλη του 17ου αιώνα. Αρχικά η θέση ταυτιζόταν με την Ιουλίδα, αλλά το 1811 ο δανός αρχαιολόγος και θεολόγος Πέτερ Ολουφ Μπρόντστεντ, που διεξήγαγε πολυήμερη έρευνα στον χώρο, διαπίστωσε βάσει επιγραφών ότι πρόκειται για την Καρθαία. H Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή ήταν αυτή που ξεκίνησε τη συστηματική αρχαιολογική έρευνα στον χώρο το 1902. Η έρευνα συνεχίστηκε τη δεκαετία του 1960 από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία και το 1987-1995 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών. Τέλος, την περίοδο 2002-2008 η Επιτροπή Συντήρησης και Ανάδειξης Αρχαίας Καρθαίας Κέας του υπουργείου Πολιτισμού προχώρησε σε εργασίες ανάδειξης και αναστήλωσης των βασικότερων μνημείων της ακρόπολης. Οι εργασίες είχαν ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη των ναών του Απόλλωνα, της Αθηνάς, του κτιρίου D, του Προπύλου, του θεάτρου και των υπόλοιπων μνημείων.
Οι έρευνες
Σήμερα τα κατάλοιπα της αρχαίας πόλης σώζονται σε ένα φυσικό περιβάλλον σχεδόν αλώβητο από νεότερες επεμβάσεις. Στον χώρο δεσπόζει ένας βραχώδης όγκος με την ονομασία «Κουλάς». Σύμφωνα με τα ευρήματα σε αυτό το σημείο τοποθετείται ο πυρήνας της πρωιμότερης κατοίκησης του χώρου κατά τους γεωμετρικούς χρόνους. Παράλληλα εντοπίζεται και μια από τις τελευταίες προσπάθειες οχύρωσης κατά την ύστερη αρχαιότητα με επαναχρησιμοποιημένους μαρμάρινους λιθοπλίνθους.
Η Ακρόπολη της Καρθαίας περιβάλλεται από τείχη 2 χιλιομέτρων που χρονολογούνται στον 6ο – 4ο αι. π.Χ. Τα τείχη αυτά διαθέτουν κατά μήκος πύλες και πύργους κτισμένα με ογκόλιθους επιβλητικών διαστάσεων. Μάλιστα, στον μεγαλύτερο εκ των πύργων είναι χαραγμένη επιγραφή του 5ου αι. π.Χ. με τέσσερα ανδρικά ονόματα: Οράλιος, Ενκαιρος, Σχενήρετος, Εύδημος.
Στο πλησιέστερο προς τη θάλασσα μέρος της Ακρόπολης της Καρθαίας βρίσκεται ο δωρικός ναός του Πυθίου Απόλλωνος (530 π.Χ.), ο οποίος σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα υπήρξε ο σημαντικότερος και κυριότερος λατρευτικός ναός της Καρθαίας. Στον πρόναο και στον περιβάλλοντα χώρο μπροστά από τον ναό σώζονται πολλά αφιερώματα στον Απόλλωνα, καθώς και σειρά βάθρων ψηφισμάτων της βουλής και του δήμου των Καρθαιέων.
Ο Ναός της Αθηνάς
Στο πάνω μέρος της Ακρόπολης βρίσκεται ο επίσης δωρικός Ναός της Αθηνάς (500 π.Χ.), ο οποίος έχει αποδοθεί υποθετικά στην Αθηνά εξαιτίας ενός αγάλματος της θεάς, που μάλλον προέρχεται από αέτωμα του ναού. Θεωρείται ότι είναι ο παλαιότερος γνωστός δωρικός περίπτερος ναός των Κυκλάδων. Τα αετώματα και τα ακρωτήριά του στόλιζαν μαρμάρινα γλυπτά με σκηνές της αμαζονομαχίας. Σήμερα φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ιουλίδας.
Το μνημειώδες Πρόπυλο, ένα εξαιρετικό μαρμάρινο κτίσμα που χρονολογείται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., βρισκόταν στην είσοδο του δρόμου που οδηγούσε στην Ακρόπολη και συγκεκριμένα στον Ναό της Αθηνάς. Στα δυτικά ανέβαινε ένα λιθόστρωτο μονοπάτι που χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., στα ανατολικά μια αρχαϊκή σκάλα λαξευμένη στον βράχο οδηγούσε στο μονοπάτι το οποίο έκανε τη σύνδεση ανάμεσα στο κατώτερο και το ανώτερο επίπεδο και συνέδεε τους δύο ναούς, εκείνους της Αθηνάς και του Απόλλωνα.
Στο άνδηρο του Ναού της Αθηνάς βρίσκεται το αδιευκρίνιστης λειτουργίας «κτίριο D» (300 π.Χ.). Πρόκειται για ένα δωρικό, πρόστυλο, τετράστυλο εν παραστάσι κτίριο που οφείλει το όνομά του στο γράμμα D, με το οποίο το σημείωσε ο δανός αρχαιολόγος στο πρώτο σκαρίφημα του χώρου, το 1811.
Το θέατρο
Χαμηλά στη δυτική κλιτύ της Ακρόπολης, στους πρόποδες της πλαγιάς, στο ρέμα του Βαθυποτάμου, βρίσκεται το λιθόκτιστο θέατρο της αρχαίας πόλης, που ανάγεται στην ελληνιστική περίοδο. Εχει αποκαλυφθεί τμήμα μιας κερκίδας με δύο σκάλες, από όπου υπολογίζεται ότι μπορούσε να φιλοξενήσει περίπου 2.000 άτομα. Η Καρθαία υπήρξε στην αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια των Κυκλάδων. Ο λιμενοβραχίονας, όπου κάποτε η εμπορική κίνηση δεν σταματούσε ποτέ, σήμερα είναι καταβυθισμένος. Είχε μήκος 160 μέτρα και πλάτος 35 μέτρα και ήταν κατασκευασμένος από ογκόλιθους, πλάκες και κροκάλες. Διακρίνεται ανάμεσα στους δύο όρμους και έφτανε μέχρι την απέναντι βραχονησίδα.
Στην κορυφή του λόφου της Ασπρης Βίγλας, όπου σήμερα βρίσκεται το ξωκκλήσι της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, βρισκόταν αρχαίος ναός αφιερωμένος σε άγνωστη θεότητα. Μια βασιλική των πρωτοχριστιανικών χρόνων βρίσκεται σήμερα στις όχθες του Βαθυπόταμου, ενώ στην αρχαιότητα υπήρχε στην ίδια θέση ναός αφιερωμένος στη θεά Δήμητρα.
Στις πλαγιές των λόφων της αρχαίας Καρθαίας απλώνονταν οι κατοικίες, όπως μαρτυρούν και τα τμήματα από τα σπίτια, τα κατώφλια, οι σωροί από πέτρες και μερικά χρηστικά αντικείμενα. Από τον οικιστικό ιστό της αρχαίας Καθραίας δεν θα μπορούσε να λείπουν το υδραγωγείο και τα λουτρά. Απέναντι από το μονοπάτι που συνδέει τους ναούς του Απόλλωνα και της Αθηνάς έχουν βρεθεί λοιπόν ερείπια από υδραγωγεία, τα οποία λειτουργούσαν από την ελληνιστική περίοδο μέχρι και την ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επίσης, νότια του θεάτρου, ανατολικά του Ναού του Απόλλωνος και επί της οδού που συνέδεε τα δύο άνδηρα σώζεται σύστημα δεξαμενών για την υδροδότηση της πόλης, το οποίο λειτουργούσε κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών και υστερορωμαϊκών χρόνων.
Το τέλος της πόλης
Το νεκροταφείο της αρχαίας Καρθαίας βρίσκεται στην κοιλάδα του Καλαμίτση έξω από τα τείχη της πόλης, ωστόσο πολλοί τάφοι σκάφτηκαν μέσα στην αρχαία Ακρόπολη όταν τον 7ο αιώνα μ.Χ. καταστράφηκαν οι ναοί του Απόλλωνα και της Αθηνάς – ήταν η τελευταία εποχή που η Καρθαία είχε κατοίκους. Η περιοχή της αρχαίας πόλης-κράτους της Καρθαίας επεκτεινόταν σε ολόκληρο το νοτιοανατολικό νησί, όπου παντού βρίσκονται διάσπαρτα αρχαία ερείπια από οικίες και μεταλλουργικές δραστηριότητες. Η εξυπηρέτηση των κατοίκων γινόταν στην αρχαιότητα με ένα μεγάλο δίκτυο λιθόστρωτων δρόμων που είναι τα σημερινά μονοπάτια της Κέας.
Τα ερείπια της αρχαίας Καρθαίας ήταν πάντοτε ορατά, και αυτός ήταν ένας λόγος που παρότρυνε πολλούς ταξιδιώτες να την επισκεφθούν από τον 17ο αιώνα και έπειτα, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν και οι πρώτες έρευνες όπου έφεραν στο φως την ιστορία της σημαντικής αυτής πόλης-κράτους.
Ο λέοντας με το αινιγματικό χαμόγελο
Στην καρδιά του νησιού, πάνω στο μονοπάτι που ξεκινάει από την περιοχή του Αγίου Σπυρίδωνα και καταλήγει στον όρμο του Οτζιά, λαξευμένος σε βράχο οκτώ μέτρων από τον 6ο π.Χ. αιώνα, βρίσκεται ο περίφημος λέοντας της Κέας. Εχει μήκος 6 μέτρα και στο πρόσωπό του διακρίνει κανείς ένα αινιγματικό χαμόγελο.
Το αρχαϊκό γλυπτό συνδέεται με πολλούς μύθους που σχετίζονται με την ξηρασία που είχε πλήξει το νησί στην αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον επικρατέστερο, την εποχή που ακόμα η Κέα λεγόταν Υδρούσσα, λόγω των άφθονων νερών της, ένα τρομερό λιοντάρι έκανε την εμφάνισή του στα δάση του νησιού που μέχρι τότε κατοικούνταν από Νύμφες, τις νεράιδες των υδάτων, και τις καταδίωξε.
Τότε η οργή των θεών επέφερε και την ξηρασία του κλίματος των Κυκλάδων και ειδικότερα της Κέας, η οποία αποκαταστάθηκε με την άφιξη από τη Θεσσαλία του ημίθεου Αρισταίου, γιου του θεού Απόλλωνα και της Νύμφης Κυρήνης. Ο Αρισταίος κατάφερε να εξευμενίσει τους θεούς, η ξηρασία περιορίστηκε σημαντικά και έκαναν την εμφάνισή τους οι ευεργετικοί βόρειοι άνεμοι του καλοκαιριού, τα δροσερά μελτέμια. Ο λέοντας σήμερα αποτελεί ένα από τα κυριότερα αξιοθέατα του νησιού και σήμα κατατεθέν του.