Εμπνευσμένο από τη «Γέρμα» του Λόρκα, το ομώνυμο έργο που επέλεξε να σκηνοθετήσει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος έχει την υπογραφή του θεατρικού συγγραφέα Σάιμον Στόουν (1984), σε μετάφραση Δημήτρη Κιούση – Κοραλίας Σωτηριάδου. Στον πυρήνα βρίσκεται η γυναίκα και η επιθυμία της να γίνει μάνα μέσα από το δίπολο στειρότητα-γονιμότητα.
Πώς συνδέονται μεταξύ τους τα έργα;
«Με το θέμα της γονιμότητας. Γέρμα σημαίνει στείρα. Τότε, στον Λόρκα, αν ως τα είκοσί σου δεν είχες παιδί ήσουν στείρα. Οπως και στη δική μας «Γέρμα» ο άντρας δουλεύει όλη μέρα, ταξιδεύει συχνά, μόνο που κι εκείνη δουλεύει πολύ, είναι μια γυναίκα δυναμική, επιτυχημένη, δημοσιογράφος και blogger. Και αποφασίζει, σε μια κρίσιμη ηλικία, να κάνει παιδί, κάτι που ως τότε δεν ήθελε. Είναι ένα αγαπημένο ζευγάρι».
Πού εστιάζει το έργο;
«Σύνθετο και καλά γραμμένο ψυχολογικά, το έργο ξεκινά από την ιδέα του παιδιού που μοιράζεται με τον άντρα της. Τελικά το περνάει όλο μόνη της, με τις εξωσωματικές, αυτή την περίπλοκη διαδικασία με τις ορμόνες που μπορεί να ενέχει κινδύνους. Και βλέπουμε πού την οδηγεί το μυαλό της, πώς διαλύονται τα πάντα από την εμμονή της να γίνει μάνα, πώς απομακρύνεται από την κοινωνία».
Σε τι διαφέρει;
«Εδώ διαγράφεται η μοναχική πορεία της γυναίκας στη ζωή. Και πώς μπορείς τελικά να χαθείς. Ασχολείται με όλες τις πλευρές του θέματος, ακόμα και με το οικονομικό. Γιατί είναι πολύ ακριβό να κάνεις εξωσωματικές – ο άντρας της καταστρέφεται οικονομικά. Επίσης τι σημαίνει για τον οργανισμό, την ψυχολογία της. Κι όλα αυτά τα αντιμετωπίζει ανθρώπινα, όχι επιστημονικά. Δραματικό θέμα. Ο συγγραφέας χώθηκε πολύ βαθιά – με οδηγεί. Είναι από εκείνα τα θεατρικά που μου αρέσουν. Ποιητικός ρεαλισμός, όχι σκέτος ρεαλισμός, με χαρακτήρες καλά φτιαγμένους, με βάθος».
Υποθέτω πως η επιλογή της πρωταγωνίστριας ήταν προαπαιτούμενο…
«Ναι, η πρώτη μου σκέψη ήταν η Μαρία Κίτσου, με την οποία έχουμε δουλέψει στο παρελθόν. Την είχα και μαθήτρια στη Σχολή του Εθνικού. Κάναμε μαζί στο Θέατρο του Νέου Κόσμου τις «Τρωάδες», μετά τα «Ορφανά» – τότε πήρε το βραβείο Μερκούρη. Εχουμε ουσιαστική σχέση με τη Μαρία, συνεννοούμαστε, δουλεύουμε καλά μαζί. Μου αρέσει να δουλεύω με ανθρώπους που έχω ξανασυνεργαστεί, αλλά δεν ανήκω σε αυτούς που θέλουν ομάδα. Πρέπει να μου ταιριάζουν τα πρόσωπα στους ρόλους. Κι έτσι ξανασυναντιόμαστε».
Το Θέατρο του Νέου Κόσμου ξανοίγεται και σε άλλους χώρους με τον γιο σας, τον Μίλτο Σωτηριάδη. Αλλάζει και η ταυτότητά του;
«Ο Μίλτος είναι ο συνεχιστής και το πρόγραμμα του ανήκει. Συμβουλεύεται την Κοραλία (σ.σ.: Σωτηριάδου, τη μητέρα του), όπως έκανα κι εγώ. Οσο για μένα, λέω τη γνώμη μου, αλλά ως εκεί. Η ταυτότητα του θεάτρου πρέπει να αλλάζει μέσα στη διαδρομή του χρόνου. Από τη στιγμή που έβαλα στη θέση μου έναν άνθρωπο που εμπιστεύομαι, τον γιο μου, δεν μπορεί να θες να το κάνει όπως εσύ. Είναι οικογενειακή υπόθεση το Θέατρο του Νέου Κόσμου και χαίρομαι πολύ που ο Μίλτος συνεχίζει. Σημασία έχει να μπορεί να γίνεται δουλειά. Στη «Γέρμα», εγώ επέλεξα άλλον χώρο, μια πιο μεγάλη σκηνή – το Πόρτα».
Θέλετε να σχολιάσετε το Φεστιβάλ, το περασμένο καλοκαίρι;
«Οχι. Είμαι πλέον θεατής. Εχω την πολυτέλεια να μην έχω πικρίες. Αφοσιώθηκα, κουράστηκα πολύ, δούλευα 18 ώρες, ακόμα και στον ύπνο μου. Ηταν μια ωραία εμπειρία. Δεν ήθελα να συνεχίσω, δεν θα άντεχα. Αν κάτι δεν μου άρεσε ήταν η κατάργηση του Λυκείου Επιδαύρου και μαζί η έννοια της συνέχειας. Αυτό είναι μια κατάρα. Αν διαφωνείς, δεν το κλείνεις, το αλλάζεις, το αναπροσαρμόζεις. Ενας πρύτανης δεν κλείνει ένα Πανεπιστήμιο επειδή ο προηγούμενος δεν ήταν καλός πρύτανης».
Το θέατρό σας έβγαλε πολλούς νέους ηθοποιούς που ο χρόνος επιβεβαίωσε την αξία τους. Τώρα δεν συμβαίνει το ίδιο…
«Ολο αυτό είχε να κάνει και με το γεγονός ότι ήμουν δάσκαλος στη Δραματική του Εθνικού κι είχα μια σφαιρική γνώμη για τα παιδιά, τον χαρακτήρα τους. Εβλεπα ποιοι μού ταίριαζαν. Δημιουργήθηκαν έτσι αυτές οι σχέσεις. Το θεωρώ απώλεια που δεν είμαι πια, σε συνάρτηση με αυτή μου τη λειτουργία. Ενα δεύτερο στοιχείο είναι η ρεπερτοριακή συνέπεια των έργων που κάνω. Γιατί πάντα ξεκινάω από τα έργα που θέλω να ανεβάσω, όχι από το ποιους ηθοποιούς θέλω να έχω. Και τώρα όλο αυτό συνεχίζεται».
Πώς βλέπετε σήμερα την Αριστερά;
«Θεωρώ τον εαυτό μου αριστερό και μακάρι να είμαι και στην πράξη ως προς τις αξίες που υπήρχαν. Και ήμουν πάντα, από νέος, κοντά, ποτέ μέλος. Την ψήφιζα αυτή την Αριστερά, την ανανεωτική Αριστερά. Παράλληλα είχα και την ελευθερία να κρίνω τα πράγματα. Εξακολουθεί να με ενδιαφέρει πάντα ο δρόμος, οι διαδηλώσεις για πράγματα που πιστεύω, όπως ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα. Μου αρέσει αυτό και δεν θέλω να αλλάξω. Θεωρώ ότι η δράση μου είναι ο δρόμος, ως ανάγκη δική μου αλλά και ως πολίτης».
Πώς είδατε την επιλογή Κασσελάκη;
«Αυτό που έγινε μου προκάλεσε μόνο κατάθλιψη. Εφερε μια αλλοίωση άνευ προηγουμένου. Με όποια λάθη, υπήρχαν αξίες σε αυτή την Αριστερά, και μιλάω από τη μεταπολίτευση και μετά. Δεν ήταν κάτι το ιδανικό, αλλά υπήρχε μια βάση. Τώρα που πέρασα από το στάδιο της κατάθλιψης, γελάω. Βρίσκω ότι αγγίζει τα όρια της σάχλας. Αυτό δεν είναι η Αριστερά, τουλάχιστον δεν είναι η Αριστερά των ονείρων μου, κι ας ακούγεται ξεπερασμένο αυτό που λέω. Και πριν διαφωνούσα, και πριν γίνονταν λάθη, αλλά υπήρχε ένα κουκούτσι ουσίας. Τώρα όλο αυτό με απομακρύνει, νιώθω ξένος».
Δεν θεωρείτε θετικό το γεγονός ότι η κοινωνία δεν στάθηκε στο ζήτημα της σεξουαλικής ταυτότητας;
«Ναι, αλλά δεν μου αρκεί. Οταν όμως λέει αυτά τα περί διδύμων αγοριών, και μάλιστα τώρα, με το έργο που κάνω, θεωρώ ότι είναι κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο».
Και αφελές;
«Μα και το αφελές, επικίνδυνο είναι. Δεν γίνεται να πηγαίνεις σε σχολείο ΑμεΑ πηδώντας τα κάγκελα σαν Ταρζάν. Είναι ένας άνθρωπος που χτύπησε την πόρτα και μπήκε. Τώρα γίνεσαι μέλος, γίνεσαι υποψήφιος με δύο ευρώ».
Δεν έχει ευθύνη και ο ψηφοφόρος;
«Φυσικά και έχει. Είναι επιλογή να αποφασίσεις ότι θα γίνει πρόεδρος κάποιος που απλώς πέρασε απ’ έξω, χωρίς καμία πολιτική σχέση με την Αριστερά».
Παίζουν: Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Μαρία Κίτσου, Ασπασία Κράλλη, Μαριάννα Μαριγώνη, Τατιάνα Πίττα, Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης. Στο Θέατρο Πόρτα.