Με υποδέχεται στην πόρτα του σπιτιού του. Η χειραψία του Γιώργου Κιμούλη είναι θερμή. Είναι η πρώτη φορά που τον συναντώ. Επιβλητικός. Σίγουρα, ένας δαίμων της υποκριτικής τέχνης που ύφανε, άμα τη εμφανίσει, τη δική του μυθολογία στο ελληνικό θέατρο: φωτεινή και ενίοτε πιο περίπλοκη και σκοτεινή.

Οταν το επισημαίνω, χαμογελά. «Οι γνώμες πολλές φορές διαμορφώνονται όχι και τόσο αθώα και σίγουρα ερήμην του προσώπου για το οποίο μιλάμε» θα πει. «Οσο αυξάνεται η δημοτικότητα κάποιου τόσο το επίθετό του απομακρύνεται απ’ αυτό που είναι ο ίδιος. Φτάνοντας στο σημείο το επίθετο να μην εμφανίζει ό,τι είναι εκείνος, αλλά να εμφανίζει απλώς το σύνολο κάποιων γνωμών που έχουν οι άλλοι για αυτόν. Είναι ένα τίμημα της αναγνωρισιμότητας».

Η συζήτησή μας, τελικά, θα διαρκέσει 4 ώρες. Ο ίδιος θα είναι ιδιαίτερα εξομολογητικός, ακόμα και για τις καταγγελίες εναντίον του που τον έθεσαν στη δίνη του κυκλώνα, όταν κατηγορήθηκε δημόσια το 2021 για σωματική, ψυχολογική και λεκτική βία.

Στην Επίδαυρο

Θα ξεκινήσουμε όμως από το θέατρο. Κοιτώ στη γωνία του σαλονιού το εντυπωσιακό κοστούμι του Οιδίποδα από την πρώτη φορά που εκείνος πάτησε το πόδι του στην ορχήστρα της Επιδαύρου, το 1996, με Ιοκάστη τη μεγάλη Αννα Συνοδινού, σε μία παράσταση σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους και μουσική Μίκη Θεοδωράκη, η οποία ακόμα κρατά το ρεκόρ εισιτηρίων για το αργολικό θέατρο με 26.700 θεατές.

Ο Κιμούλης μπορεί να επαίρεται για ένα βιογραφικό που περιλαμβάνει τους περισσότερους κλασικούς ρόλους από οποιονδήποτε άλλον έλληνα ηθοποιό σε γεμάτα πάντα θέατρα, και ουδείς μάλλον μπορεί να αμφισβητήσει την υποκριτική του δεινότητα, εκτός ίσως από τον ίδιο, όπως θα διαπιστώσω. «Το μεγαλύτερο βάσανο είναι να ξέρεις τι ηθοποιός ήθελες, και μπορούσες, να γίνεις και να αντιλαμβάνεσαι πλέον, στην ηλικία που βρίσκεσαι, πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Η τέχνη είναι ένας τόπος που απαιτεί απόλυτη αφοσίωση και αυταπάρνηση. Νέος δεν είναι εύκολο να το αντιληφθείς. Παρασύρεσαι απ’ την καθημερινότητα της νεανικής ζωής. Κι όταν μεγαλώνεις, είναι αργά. Το σώμα δεν μπορεί να σε ακολουθήσει. Οσο ακραίο κι αν ακούγεται, ο καλλιτέχνης είτε θα παράγει καλλιτεχνικό έργο, παρατηρώντας τη ζωή των ανθρώπων, είτε θα ζει τη δική του ζωή ελαφρά τη καρδία. Και τα δύο δεν γίνονται».

Το προηγούμενο μόλις βράδυ τον είχα παρακολουθήσει να πρωταγωνιστεί στο έργο του Στίβεν Μπέλμπερ «Η συνάντηση», το οποίο και σκηνοθετεί, στο θέατρο Coronet, μαζί με την Κατερίνα Θεοχάρη και τον Βασίλη Γιακουμάρο.

Ο ίδιος ήταν σαρωτικός στον ρόλο ενός μοναχικού, γκέι χορογράφου που ζει απομονωμένος σε ένα θέατρο, σε ένα τρυφερό έργο που, αρχικά με την όψη της κωμωδίας, κόβει τελικά σαν γυαλί, ανατέμνοντας τη μοναξιά, την αυταπάτη της καριέρας, τις ερωτικές σχέσεις, ακόμα και την ομοφοβία μέσα μας. Για δύο σχεδόν ώρες ξεχνούσες ότι στη σκηνή βρισκόταν ο Γιώργος Κιμούλης. Εβλεπες μόνο τον ήρωά του, τον Τόμπι Πάουελ.

Οι «μάσκες συμπεριφοράς»

«Πώς γίνατε ένας άλλος;» τον ρωτώ. «Κανένας δεν μπορεί να γίνει άλλος» απαντά. «Ο καθένας μας χρησιμοποιεί κάποιες μάσκες συμπεριφοράς. Μάσκες που χρησιμοποιούμε είτε γιατί μας έμαθαν οι μεγαλύτεροί μας, είτε γιατί μας τις επέβαλαν, είτε γιατί νομίζουμε ότι έτσι αρέσουμε και θα μας αγαπήσουν οι άλλοι. Παράλληλα όμως μπορούμε και αναγνωρίζουμε μάσκες συμπεριφοράς απ’ όλον τον περιβάλλοντα χώρο μας. Με τι τις αναγνωρίζουμε; Με το μυαλό μας. Αρα είναι εγκατεστημένες εντός μας. Στον χώρο της μνήμης μας. Η υποκριτική λοιπόν δεν είναι τίποτα άλλο από τη δύναμη και την αντοχή να εμφανίσεις κάθε φορά τις μάσκες συμπεριφοράς που απαιτεί ο κάθε ρόλος ασχέτως εάν τις χρησιμοποιείς στη ζωή σου. Η μίμηση έχει σχέση με τη μνήμη και την παρρησία να την εμφανίζεις».

Ο ίδιος είναι πολιτικό ον. Μιλάει έντονα για τη συναισθηματική κόπωση που βιώνουν οι άνθρωποι σήμερα μετά τις δοκιμασίες των τελευταίων ετών: την οικονομική κρίση και την πανδημία. «Λόγω της κόπωσης αυτής ο σύγχρονος άνθρωπος έχει προσδώσει έναν ανεκδοτολογικό χαρακτηρισμό στην έννοια της ελπίδας» υπογραμμίζει. «Εγινε ανέκδοτο το ότι μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα. Κάποιος είχε πει ότι είναι πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου από το να φανταστούμε το τέλος του καπιταλισμού. Ισως η κόπωση αυτή δημιούργησε και κάποιο έλλειμμα της φαντασίας μας».

Δεν πιστεύει λοιπόν στην αλλαγή; «Μόνον όταν οι νεότερες γενιές κουραστούν από τη δική μας κούραση» αναφέρει. Κατηγορεί ευθέως τη γενιά του. «Δεν αποτύχαμε απλώς. Πολλοί από εμάς μεταλαμπάδευσαν στη νεότερη γενιά κάτι χειρότερο. Μη έχοντας το θάρρος να παραδεχτούμε ότι εμείς δεν μπορέσαμε να κάνουμε πράξη τις ιδέες μας, τους είπαμε απλά ότι οι ιδέες μας ήταν λάθος. Ταυτόχρονα δεν επιτρέψαμε στους νεότερους να συγκρουστούν μαζί μας. Η γενιά μας δεν τους συμπεριφέρθηκε ως γονιός, αλλά ως μεγάλος αδελφός. Από φόβο μήπως μας ανατρέψουν και χάσουμε την πρωτοκαθεδρία μας παρατείναμε, καθόλου αθώα, την εφηβεία μας».

Ο ίδιος ήταν ένα πρόσωπο που συνδέθηκε έντονα με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Λίγο αργότερα όμως και ενόσω ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στην εξουσία, δεν δίστασε να διαχωρίσει τη θέση του. Σήμερα δηλώνει διαψευσμένος; «Θυμάμαι σε μία συνέντευξή μου, πολύ πριν γίνει πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας, είχα δηλώσει ότι είμαι δίπλα στον ΣΥΡΙΖΑ γιατί πιστεύω σε μία παράταξη που θέλει να αναλάβει την εξουσία προς όφελος των αδυνάτων, όσο αόριστο και εάν ακούγεται αυτό. Και συνέχισα στην ίδια συνέντευξη λέγοντας ότι, εάν αυτό έμενε μόνο στα λόγια, θα ήμουν απέναντί τους». Και πράγματι βρέθηκε απέναντι, με την ηχηρή παραίτησή του το 2017 από τη θέση του προέδρου του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, με μια επιστολή γεμάτη αιχμές.

Ο Τσίπρας ως… αμορτισέρ

Του ζητάω ένα σχόλιο για τις εσωκομματικές εξελίξεις στο κόμμα. «Οσο υπήρχε επικεφαλής ο Αλέξης Τσίπρας, βοηθούσε να αποσιωπούνται οι αντιθέσεις της νομενκλατούρας. Λειτουργούσε σαν ένα είδος αμορτισέρ» απαντά. «Οταν αυτό έλαβε τέλος, ήρθαν στην επιφάνεια πρόσωπα που το καθένα έφερε στο προσκήνιο τη δική του προσωπική πολιτική ατζέντα. Ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά αποδείχτηκε πως ήταν μια παράταξη επαγγελματιών πολιτικών, μέρος ενός πολιτικού συστήματος υποχείριου του νεοφιλελευθερισμού.

Οχι μόνο δεν είδε την αρχή της μετάλλαξης του σύγχρονου πολίτη, ο οποίος είχε αρχίσει να πείθεται πως οι έννοιες «ατομικό», «συλλογικό» είναι έννοιες που συγκρούονται, αποκλείοντας η μία την άλλη, αλλά έγινε και ο ίδιος οπαδός αυτής της αντίληψης. Εφτασε στο σημείο, για να απαλλαγεί από αυτούς που θεωρούσε εσωτερικούς εχθρούς, να προωθήσει κάποιον που το μόνο χαρακτηριστικό του ήταν η πλήρης αποπολιτικοποίηση. Οταν όμως εκείνος έκανε τη δουλειά του, ως άλλη «ηλεκτρική σκούπα εισαγωγής» κι αποφάσισε να αυτονομηθεί, άρχισαν όλοι να τρέχουν. Τώρα προσπαθούν ν’ αρχίσουν πάλι απ’ το μηδέν. Ιδωμεν…».

Πώς όμως μεταφράζει την τρέχουσα πολιτική κατάσταση; «Ζούμε σε μια χώρα που εκτός από τόπος κάποιων πειραματισμών των think tanks της αλλοδαπής, κατοικείται από πολίτες που κατανοούν και συνειδητοποιούν τα πράγματα αφού έχουν ολοκληρωθεί αλλού. Αντιμετωπίζουμε, από τότε που ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος, τις παγκόσμιες αλλαγές ως μεταχρονολογημένες επιταγές. Μην ξεχνάτε, λόγω της Τουρκοκρατίας, πως μάθαμε για την Αναγέννηση εκατό χρόνια μετά. Τον Διαφωτισμό πενήντα χρόνια μετά. Τώρα βιώνουμε αυτό που είχε πει η Θάτσερ 37 χρόνια πριν: «Δεν υπάρχει κοινωνία. Υπάρχουν μόνο άτομα».

Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ωθεί συνεχώς τον κόσμο να έχει ως μόνο σκοπό την ατομική του επιβίωση. Μία επιβίωση που εξαρτάται απ’ την προσωπική προσπάθεια του καθενός. Αυτή η εγωτική στάση, εκτός απ’ τη διάλυση κάθε συλλογικής προσπάθειας, καθιστά το βλέμμα μας μυωπικό. Δεν βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα. Δεν βλέπουμε, όση τηλεόραση κι αν κοιτάμε, όσο σέρφινγκ στο Διαδίκτυο κι αν κάνουμε, όλες αυτές τις τεράστιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, τη μεγάλη σύγκρουση Δύσης και Ανατολής, τη βίαιη και εμπόλεμη προσπάθεια που γίνεται, ώστε να μπουν κάποιοι νέοι κανόνες στην παγκοσμοποιημένη οικονομία, την τεχνητή νοημοσύνη που θα κάνει τη σκέψη μας ακόμη πιο αδύναμη απ’ ό,τι είναι. Βαυκαλιζόμαστε πως ζούμε σε μία δυτική δημοκρατική χώρα, ενώ είναι μία κατ’ επίφαση δημοκρατία. Στην πραγματικότητα είναι μία ολιγαρχία δυτικού τύπου με πολίτες που η ψυχή τους βλέπει προς την Ανατολή με ένα πάρα πολύ αργό τέμπο».

Η ελευθερία λόγου

«Τουλάχιστον οφείλετε να παραδεχτείτε ότι έχουμε πλήρη ελευθερία λόγου» επιμένω. «Δεν το πιστεύω. Δεν σου απαγορεύουν να λες κάτι πλέον, απλώς σου επιβάλλουν τι είναι ορθό να λέγεται. Και αυτό είναι πιο φασιστικό, γιατί αρχίζεις να θεωρείς πως αυτό που λες είναι και αυτό που σκέφτεσαι». «Εσείς δεν μιλάτε ελεύθερα;» του αντιτείνω. «Oχι πια. Τα τελευταία χρόνια μιλάω, όσο γίνεται λιγότερο, για να μην ακούγεται ανελεύθερος ο λόγος μου» απαντά.

Η συζήτηση οδηγείται μοιραία στον ίδιο. «Κατ’ αρχάς θέλω να σας πω ότι στη σύγχρονη εποχή που ζούμε οποιαδήποτε κοινωνική αντίδραση κινηματικού χαρακτήρα εμφανιστεί, έχοντας ταξικό χαρακτήρα, όπως ήταν το BLM (Oι μαύρες ζωές έχουν αξία) και το Μetoo, το σύστημα δεν επιτίθεται πλέον σ’ αυτά τα κινήματα για να τα διαλύσει και να τα φιμώσει. Αντιθέτως μέσω της πολιτικής ορθότητας τα οικειοποιείται. Διαγράφοντας με αυτόν τον τρόπο την ταξική καταγωγή τους. Αυτός είναι ο σύγχρονος τρόπος ποδηγέτησης κάποιων κινημάτων. Παράλληλα στην υπηρεσία αυτής της χειραγώγησης εμφανίζεται κι ένα, γνωστό στην Ιστορία, σύμπτωμα: κάθε κρίση όταν φτάσει στο απόγειό της, ανοίγει ταυτόχρονα και την καταπακτή ενός… υπόγειου, απ’ όπου εκτός από τα λούμπεν στοιχεία, που εμφανίζονται, βγαίνουν στην επιφάνεια πρόσωπα που είναι βαπτισμένα εδώ και χρόνια στην trash κουλτούρα ή που, στην καλύτερη περίπτωση, ανήκουν στην καλτ κάστα μιμούμενα τους «νέους επαναστάτες» και τους «κοινωνικά ευαίσθητους» αναμένοντας να προσληφθούν απ’ αυτούς που θέλουν αδίστακτα «να κάνουν απλώς τη δουλειά τους» εκμεταλλευόμενοι τη χαοτική κατάσταση που επικρατεί.

Σχετικά με τη δική μου περίπτωση τώρα, αν είχε γίνει έστω και το ελάχιστο από αυτά που μου προσάπτουν, θα είχα την εντιμότητα να το παραδεχτώ. Αλλωστε δεν με κατηγόρησαν για κάτι που εμπίπτει στον χώρο καταγγελιών του Μetoo, που πονηρά προσπάθησαν να με εντάξουν. Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή ακολούθησα τη νομική οδό απέναντι σε όσους με συκοφάντησαν. Αυτά τα πενήντα χρόνια που βρίσκομαι στον χώρο του θεάτρου έχω συνυπάρξει με εκατοντάδες συνεργάτες. Είναι σχεδόν αδύνατον να μην έχω στενοχωρήσει κάποιους και ίσως και να έχω αδικήσει».

«Δεν μπορείτε πάντως να αρνηθείτε ότι σας συνοδεύει εδώ και δεκαετίες η φήμη του δύσκολου, του ανθρώπου που αγαπά τη σύγκρουση. Βρέθηκαν αρκετοί που σας κατηγόρησαν» θα επιμείνω. «Κατ’ αρχάς δεν είναι αρκετοί. Ανάμεσα στους εκατοντάδες συναδέλφους που, όπως σας είπα, έχω συνεργαστεί, δέκα πρόσωπα περιόδευσαν σε κάποιες τηλεοπτικές εκπομπές παραπονούμενα πως δεν πέρασαν καλά μαζί μου. Ξέρετε, υπάρχει ένα κοινό μυστικό στον χώρο του θεάτρου. Αν κάποιος ηθοποιός έχει τρία χαρακτηριστικά ταυτόχρονα είναι αδύνατον να συνεννοηθείς. Αν είναι άτεχνος, τεμπέλης και επηρμένος, κάθε προσπάθεια συνεννόησης είναι αδιέξοδη. Αν λείπει έστω και ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά, κάτι γίνεται.

Αν δύσκολος σημαίνει το ότι σέβομαι την εργασία που κάνω και τους θεατές που την παρακολουθούν, ναι, είμαι δύσκολος. Αν λοιπόν κάποιος που συνεργάζεται μ’ εμένα δεν τη σέβεται, είναι λογικό να νιώθει πως δεν περνάει καλά μαζί μου. Ούτε κι εγώ περνάω καλά μαζί του. Δεν σημαίνει όμως ότι τους πρόσβαλα ή, ακόμη χειρότερα, τους κακοποιούσα ψυχολογικά, όπως ακούστηκε να λένε κάποιοι. Αυτές είναι αόριστες υπερβολές που εξυπηρετούν άλλους σκοπούς».

Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω τον ρωτώ για τον έρωτα. Χαμογελά. «Μιλάτε με έναν άνθρωπο ο οποίος πλησιάζει τα 70 σε έναν χρόνο» απαντά, μοιάζοντας να αποκλείει το κεφάλαιο αυτό από τη ζωή του. «Αποκλείεται λοιπόν να έρθει ένας άνθρωπος και να σας αλλάξει γνώμη;» ρωτώ. «Ισως» απαντά.

INFO: «Η συνάντηση». Από Πέμπτη έως Κυριακή στο θέατρο Coronet (Φρύνης 11 & Υμηττού, Παγκράτι)