Είναι ένας δημιουργός με μακρά πορεία στον κινηματογράφο, στο θέατρο και στην τηλεόραση. Εχει χτίσει μια πορεία γεμάτη προκλήσεις και καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Από νεαρή ηλικία, ένιωσε την ανάγκη να αφηγηθεί ιστορίες, ενώ δέχθηκε ισχυρές επιρροές τόσο από τη λογοτεχνία όσο και από το θέατρο. Αν και αρχικά ήταν διχασμένος ανάμεσα στη μουσική, στη ζωγραφική και στη συγγραφή, τελικά αφοσιώθηκε στον κινηματογράφο, μια απόφαση που αποδείχθηκε καταλυτική για την καριέρα του. «Στα 17 ξεκαθάρισε μέσα μου το τοπίο. Κατάλαβα ότι ο κινηματογράφος είναι αυτό που με μαγεύει» αναφέρει ο Γιώργος Γκικαπέππας.

Παρά το πάθος του, η πορεία του δεν ήταν πάντα εύκολη. Βρέθηκε συχνά σε δύσκολα περιβάλλοντα που δεν υποστήριζαν πλήρως τις ιδέες του. «Στη Σχολή Σταυράκου δεν πέρασα καλά. Ημουν ένα εξωτικό φρούτο» παραδέχεται, περιγράφοντας τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Η εμπειρία αυτή, όμως, ενδυνάμωσε την αποφασιστικότητά του να ακολουθήσει τον δρόμο της σκηνοθεσίας, παρά τις αντιξοότητες.

Η σύνδεσή του με το θέατρο έπαιξε κεντρικό ρόλο στην καλλιτεχνική του εξέλιξη. «Διάβαζα πολύ θέατρο, και αυτό μου έμαθε τι σημαίνει δραματουργία, χαρακτήρες, δομή έργου» λέει. Η θεατρική παιδεία τον βοήθησε να διαμορφώσει μια ιδιαίτερη προσέγγιση στη σκηνοθεσία, την οποία εφάρμοσε στις σειρές και στις ταινίες του. Αργότερα, οι σπουδές του στη Νέα Υόρκη τον επιβεβαίωσαν για την επιλογή του, καθώς συνάντησε μια ακαδημαϊκή προσέγγιση που αναγνώριζε τη σύνδεση θεάτρου και κινηματογράφου.

Εν μέσω οικονομικής κρίσης

Αναδύθηκε μέσα από τις δυσκολίες μιας ολόκληρης γενιάς σκηνοθετών που κλήθηκε να εργαστεί σε αντίξοες συνθήκες, κυρίως εξαιτίας της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας. «Κάναμε ταινίες σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Ηταν πάρα πολύ εύκολο να λοξοδρομήσεις, πάρα πολύ εύκολο να απογοητευτείς και πάρα πολύ δύσκολο να χαράξεις ένα μονοπάτι, γιατί έπρεπε να αναλάβεις το οικονομικό ρίσκο. Αυτό όμως όχι απλά δεν σταμάτησε την ορμή μας, ίσα-ίσα που αυτή γιγαντώθηκε» θα πει.

Οι δύο ταινίες του, «Η πόλη των παιδιών» (2011) και «Silent» (2015), διακρίθηκαν με το Βραβείο της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών (Fipresci Prize). «Πήρα μεγάλη χαρά και ικανοποίηση ότι αυτό που έκανα, το έκανα με κόπο, χωρίς καμία διάθεση αυταπόδειξης. Ηθελα και εγώ να πω κάποια πράγματα που κουβαλάω μέσα μου. Για αυτό έγραψα τις ταινίες μου. Δεν ήμουν επαγγελματίας σκηνοθέτης και ήταν μεγάλη χαρά, όπως συνέβη και αργότερα στις δουλειές που έκανα στην τηλεόραση».

Η τηλεόραση μπαίνει στη ζωή του ουσιαστικά το 2005 με τα «Ελληνικά μονόπρακτα» στην ΕΡΤ. Ακολούθησαν οι «Ιστορίες μυστηρίου» και ο «Γητευτής» στον ΑΝΤ1, το «4» στο MEGA, οι δραματοποιημένες σειρές του Cosmote History («Η γέννηση ενός έθνους κράτους», «Ιωάννης Καποδίστριας: η τελευταία νύχτα», «Ιωάννης Καποδίστριας: Η ζωή και το έργο του», «Η γενιά του ’30»), τα «Ψέματα» στον Alpha και τελευταία «Το βραχιόλι της φωτιάς» και η «Ερημη Χώρα» στην ΕΡΤ. Δύο σειρές διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά βαθιά ανθρωποκεντρικές, που αποτέλεσαν το πρώτο «πείραμα» της δημόσιας τηλεόρασης και προβλήθηκαν αρχικά στο ERTFLIX σημειώνοντας ρεκόρ επισκεψιμότητας.

Ο πρώτος κύκλος της «Ερημης Χώρας», η πρώτη παραγωγή του ERTFLIX, ξεπέρασε τις 2,5 εκατ. θεάσεις. Ο δεύτερος κύκλος, ακολουθώντας την τάση των διεθνών πλατφορμών να «σπάει» σε δύο μέρη την κάθε σεζόν, έκανε πρεμιέρα στις 18 Οκτωβρίου με τα τέσσερα πρώτα επεισόδια, τα υπόλοιπα τέσσερα θα ανέβουν στην ψηφιακή πλατφόρμα της ΕΡΤ την 1η Νοεμβρίου.

Για κάποιους η προβολή της σειράς αρχικά στο ERTFLIX θεωρήθηκε ρίσκο. Για τον ίδιο όμως ήταν επιλογή. «Δεν ήθελα να βγει η σειρά στη γραμμική τηλεόραση, γιατί θεωρώ πως οι πλατφόρμες είναι ο νέος τρόπος που βλέπει τηλεόραση το κοινό. Τουλάχιστον ένα κοινό που υποψιάζομαι ότι μπορεί να αγαπήσει αυτή τη σειρά ή που δεν μπορεί να στηθεί στην τηλεόραση και να παρακολουθήσει μια σειρά όπως κάναμε παλιά. Οπως και με το «Βραχιόλι», έτσι και με την «Ερημη Χώρα», ακόμα περισσότερο, είχα συνείδηση ότι γράφω και στήνω μια σειρά πλατφόρμας».

«Είναι ένα ταξίδι μέσα μου. Ηθελα να ερευνήσω πώς γεννιέται η βία και τι σημαίνει απώλεια» εξηγεί, υπογραμμίζοντας πως η «Ερημη Χώρα» είναι «ένα μεγάλο σχολείο για εμένα».

Η προσέγγισή του στη σκηνοθεσία χαρακτηρίζεται από μια επιθυμία για ειλικρίνεια και σεβασμό προς τους χαρακτήρες του. Οι ιστορίες του δεν παρουσιάζουν καλούς και κακούς, αλλά ανθρώπους με ατέλειες, οι οποίοι οδηγούνται σε σκληρές επιλογές από τις συνθήκες της ζωής τους. Αυτή η πολυπλοκότητα αναδεικνύεται μέσα από μια σκηνοθετική ματιά που εστιάζει στις λεπτομέρειες των ανθρώπινων σχέσεων, χωρίς να χαρίζεται σε εύκολες λύσεις ή σχήματα. Η σειρά αυτή αποτελεί για τον ίδιο την κορύφωση μιας καλλιτεχνικής αναζήτησης που εστιάζει στις σύγχρονες προκλήσεις και τις προσωπικές μάχες που δίνει ο καθένας μας. Εμβαθύνει στις ρίζες της βίας, της απώλειας και της ανθρώπινης μοναξιάς, παρουσιάζοντας ήρωες που παλεύουν με το παρελθόν τους και προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους. «Είναι ένα ταξίδι μέσα μου. Ηθελα να ερευνήσω πώς γεννιέται η βία και τι σημαίνει απώλεια» εξηγεί, υπογραμμίζοντας πως η «Ερημη Χώρα» είναι «ένα μεγάλο σχολείο για εμένα».

Στον δεύτερο κύκλο θα βουτήξουμε στο παρελθόν όλων των ηρώων για να ανακαλύψουμε τι είναι αυτό που προκαλεί τα σκηνικά βίας. «Είμαι πολύ χαρούμενος που έγραψα τον δεύτερο κύκλο γιατί ήθελα να βγάλω, και ελπίζω να το έχω καταφέρει, πολλές από τις συνθήκες της σύγχρονης πραγματικότητας που μας απασχολούν όλους. Η σειρά φλερτάρει με το κομμάτι της θρυλικής ελληνικής αγίας οικογένειας, των προβλημάτων της και ταυτόχρονα με το φαινόμενο της βίας». Σε όλη τη σειρά οι χαρακτήρες συγκρούονται γύρω από τα διλήμματα της ζωής, υπάρχει συνεχώς ένα ντιμπέιτ μεταξύ τους αλλά και προς το κοινό. «Για εμένα το ζήτημα είναι τα διλήμματα που βάζεις σε μια ιστορία. Αυτά νομίζω εμπλέκουν τον θεατή».

Δεν βγαίνουν καλά κείμενα

Η ελληνική τηλεόραση, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο. Ενώ υπάρχουν σειρές που προσπαθούν να ανανεώσουν το είδος, πολλές παραγωγές παραμένουν εγκλωβισμένες σε παλιές αφηγηματικές φόρμες και μελοδράματα. «Αισθάνομαι ότι κοιμηθήκαμε στη δεκαετία του ’60 με τα μελοδράματα του ελληνικού κινηματογράφου και τις λαϊκές ιστορίες και ξυπνήσαμε 64 χρόνια μετά και βρισκόμαστε στα ίδια κοινωνικά μελοδράματα και στο ίδιο κλίμα» παρατηρεί.

Θεωρεί ότι εξαιτίας της εργοστασιοποίησης της τηλεοπτικής παραγωγής τα κείμενα που βγαίνουν δεν είναι καλά. «Δεν φταίνε οι συνάδελφοι, αλλά ο χρόνος και η ταχύτητα που πλέον δουλεύουν. Για εμένα το πρόβλημα δεν είναι στους διαλόγους, αλλά στην επινόηση της σκηνής αυτής καθεαυτής. Οι συνθήκες στις σειρές είναι τόσο παλιακές και μελοδραματικές που απευθύνονται σε ένα κοινό που νομίζω ότι δεν υπάρχει πια στην Ελλάδα. Ακόμα και οι σύγχρονες σειρές έχουν παλιακές συνθήκες. Βλέπω σε κάποιες σειρές που τα παιδιά μιλούν τη δική τους γλώσσα και καμώνονται ότι είναι σύγχρονες. Στην πραγματικότητα δεν είναι γιατί αυτά που τους απασχολούν είναι κάτι πάρα πολύ παλιακά πράγματα. Δεν μιλάμε με ειλικρίνεια για τη σύγχρονη πραγματικότητα».

Ο Γκικαπέππας παραμένει σταθερός στις αρχές του, επιδιώκοντας να δημιουργεί ιστορίες που αντανακλούν την αλήθεια της ανθρώπινης εμπειρίας. Με κάθε του έργο, προσκαλεί το κοινό να συμμετέχει σε ένα ταξίδι γεμάτο ερωτήματα, χωρίς πάντα να προσφέρει σαφείς απαντήσεις, αλλά με την υπόσχεση ότι η αναζήτηση αυτών των απαντήσεων είναι τελικά το πιο ουσιαστικό κομμάτι της καλλιτεχνικής διαδικασίας.