Η συζήτηση που ξεκίνησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 28 Δεκεμβρίου 2018, ημέρα που το «Bandersnatch» ανέβηκε στην πλατφόρμα του Netflix, έφτασε και στην Ελλάδα. Οσο περισσότεροι έλληνες τηλεθεατές το παρακολουθούν τόσο περισσότερα «πηγαδάκια» δημιουργούνται, κυρίως στο Facebook, με τους χρήστες του Διαδικτύου να ανταλλάσσουν απόψεις για την ταινία που, όπως έχει γραφτεί, αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε τηλεόραση. Τον αλλάζει όμως;
Τι το διαφορετικό έχει η παραγωγή που έστησε η δημιουργική ομάδα του Τσάρλι Μπρούκερ και του «Black mirror», της επιτυχημένης σειράς φαντασίας που από το 2016 φιλοξενείται στο Netflix; Σύμφωνα με τους δημιουργούς της σου επιτρέπει να παρέμβεις στην υπόθεση και να τη διαμορφώσεις όπως εσύ θέλεις. Για να γίνει αυτό, πρέπει βεβαίως να την παρακολουθήσεις σε tablet, κινητό τηλέφωνο, smart TV τελευταίας τεχνολογίας, σε όποια τέλος πάντων συσκευή έχει λειτουργία touch screen, ώστε να μπορείς να επιλέξεις, ανάμεσα στις επιλογές που εμφανίζονται στο κάτω μέρος της οθόνης, εκείνη που προτιμάς. Παραδείγματος χάριν, όταν ο ήρωας βάζει έναν δίσκο για να ακούσει μουσική, καλείσαι να διαλέξεις (πατώντας το σχετικό εικονίδιο) ανάμεσα σε δύο προτεινόμενα τραγούδια. ‘Η όταν πρέπει να πάρει μια σημαντική απόφαση – που μπορεί να αφορά ακόμα και τη δολοφονία ενός ανθρώπου -, μπορείς να σκεφτείς και να αποφασίσεις αντ’ αυτού. Μπορείς να γίνεις εσύ ο υποκινητής της δολοφονίας. Η ιδέα είναι ιντριγκαδόρικη αλλά είναι επιτυχημένη στην εφαρμογή της;
Παλαιότερες προσπάθειες
Σίγουρα δεν είναι νέα. Το πείραμα για μια interactive ταινία ξεκίνησε το 1967 με το «Kinoautomat» του Τσέχου Radúz Činčera: κατά τη διάρκεια της προβολής του στην κινηματογραφική αίθουσα, το φιλμ κάθε λίγο διακοπτόταν και το κοινό αποφάσιζε πώς θα ήθελε να συνεχιστεί επιλέγοντας ανάμεσα σε δύο εκδοχές. Κάτι παρόμοιο (γιατί έχουν υπάρξει και άλλες τέτοιες απόπειρες) είχαμε δει το 1993 στο Mega, με το «Εσύ αποφασίζεις» που παρουσίαζε ο Γιάννης Βούρος: ο τηλεθεατής ήταν εκείνος ο οποίος αποφάσιζε πώς θα εξελισσόταν κάθε φορά η αυτοτελής ιστορία που παρακολουθούσε.
Βεβαίως, και σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως και στην περίπτωση του «Bandersnatch», το πόσο αποφασίζει στην πραγματικότητα ο θεατής είναι μια κουβέντα, αφού απλώς καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε δύο εκδοχές. Στη δε ταινία του Netflix ό,τι και αν αποφασίσεις έχεις συχνά την αίσθηση πως με έναν ύπουλο τρόπο σε οδηγούν εκεί που θέλουν και πως η πολυδιαφημισμένη διάδραση δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση, ένα έξυπνο επικοινωνιακό τρικ. Οι αποφάσεις σου σε γυρίζουν πάλι πίσω στην αρχή, όπου καλείσαι να επιλέξεις αυτή τη φορά την εκδοχή που αρχικά είχες απορρίψει, αλλιώς θα κολλήσεις για πάντα στο ίδιο σημείο.
Αυτό το… αδιέξοδο είναι νομίζω ένας από τους λόγους για τους οποίους πολλοί τηλεθεατές δηλώνουν απογοητευμένοι. Περίμεναν περισσότερα επειδή τους είχαν τάξει περισσότερα; Ας μη γελιόμαστε. Και η τεχνολογία, ακόμα και όταν υπόσχεται θαύματα, έχει τα όριά της. Τα οποία πιθανώς θα υπερβεί στο μέλλον, όχι όμως σήμερα. Προτού λοιπόν υποτιμήσουμε το «Bandersnatch», ας το δούμε ως έναν κρίκο στην αλυσίδα της εξέλιξης του θεάματος. Μια ιστορία που ξεκινάει από τότε που ο άνθρωπος είδε για πρώτη φορά κινούμενες εικόνες και φτάνει στις τρισδιάστατες ταινίες που μπορούμε να απολαύσουμε όχι μόνο στον κινηματογράφο αλλά και στα σπίτια μας όσοι έχουμε τον κατάλληλο εξοπλισμό, ακόμα και στις συναυλίες που δίνουν τελευταίως τα ολογράμματα νεκρών τραγουδιστών, όπως εκείνο της Μαρίας Κάλλας.
Το πρόβλημα με το σενάριο
Ας θεωρήσουμε λοιπόν και την ταινία του Netflix ένα πείραμα πάνω στην εξέλιξη της τηλεοπτικής αφήγησης που κάποια στιγμή μπορεί και να τη διαμορφώνει καθένας από εμάς όπως θέλει, ανάλογα με τα προσωπικά του γούστα. Βλέποντάς την έτσι, ίσως γίνουμε πιο επιεικείς με τις αδυναμίες της. Γιατί κατά τη δική μου γνώμη η μεγαλύτερη αδυναμία δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιείται η διάδραση, με τον οποίο χρησιμοποιείται η τεχνολογία, αλλά το σενάριο. Βρήκα την ιστορία του νεαρού πρωταγωνιστή (τον ερμηνεύει ο Φιόν Γουάιτχεντ της «Δουνκέρκης») που προσπαθεί να φτιάξει ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι μπερδεύοντας τελικά τη φαντασία με την πραγματικότητα και μπαίνοντας σε έναν σκοτεινό και επικίνδυνο κόσμο βαρετή, άνευρη, χωρίς εκπλήξεις, άνευ ενδιαφέροντος. Χωρίς ψυχή.
Οσο με διασκέδασε (αρχικά) το κολπάκι με τα μπάνερς που εμφανίζονταν στο κάτω μέρος της οθόνης προτρέποντάς με να αποφασίσω για τη συνέχεια τόσο η ανέμπνευστη εξέλιξη (με τους αδιάφορους χαρακτήρες, την επανάληψη των ίδιων καταστάσεων και τους υπερφίαλους μονολόγους που δεν έλεγαν τίποτα) μου προκάλεσε πλήξη. Οι δημιουργοί της ταινίας, ακόμα και αν διαχειρίστηκαν τις δυνατότητες που τους παρέχουν τα σύγχρονα στούντιο με δημιουργικό τρόπο, δεν είχαν στα χέρια τους ένα καλό σενάριο. Και το σενάριο, όπως επιβεβαιώνεται και αυτή τη φορά, είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί το οικοδόμημα, η μαγιά χωρίς την οποία το προϊόν που έχει παρασκευαστεί ακόμα και με τα πιο ακριβά υλικά είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Παρακολουθώντας το «Bandersnatch» επανεκτίμησα τις παλαιάς κοπής ταινίες που γυρίζονταν χωρίς τις ευκολίες που είχαν στη διάθεσή τους ο Μπρούκερ και οι συνεργάτες του, αλλά που «πατούσαν» πάνω σε στέρεα σενάρια, διηγούνταν ιστορίες με τρόπο που δεν ήταν δυνατό να μη σε συγκινήσουν. Η παραγωγή του Netflix, καλοφτιαγμένη αλλά ψυχρή, με άφησε ασυγκίνητο.
Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως δεν είναι μια δουλειά που δεν αξίζει την προσοχή μας. Το πείραμα, ακόμα και αν δεν επιτυγχάνει απόλυτα τον στόχο του, δεν παύει να είναι ενδιαφέρον και χρήσιμο, υπό την έννοια ότι μας εισάγει σε μια νέα εποχή της οικιακής ψυχαγωγίας. Δεν μπορεί παρά να αναμένουμε με ενδιαφέρον τη συνέχεια. Εχοντας όμως πάντα στο μυαλό μας ότι και στον χώρο του θεάματος, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, που λειτουργούν όλο και περισσότερο ως συγκοινωνούντα δοχεία, ακόμα και η πιο προηγμένη τεχνολογία από μόνη της δεν είναι ικανή για να φέρει ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Παραμένει άψυχη ύλη που μόνο στα χέρια ανθρώπων δημιουργικών, με ταλέντο, με όραμα και με έμπνευση (την έμπνευση που έλειπε στο «Bandersnatch»), μπορεί να αποκτήσει ζωή και να δημιουργήσει την απαραίτητη συγκίνηση.