Τη διετία 1978-1979 ο Νίκος Ξυδάκης και ο Μανώλης Ρασούλης κυκλοφόρησαν δύο δίσκους που έμελλε να ορίσουν έναν εντελώς νέο κώδικα λαϊκού τραγουδιού.
Ο πρώτος, «Η εκδίκηση της γυφτιάς», ήταν μια βαθιά τομή τόσο στον λόγο όσο και στη μελωδία, σε ένα λαϊκό τραγούδι που είχε ανάγκη το «παιχνίδι», το φρεσκάρισμα, τα πιο χαλαρά παιξίματα των μουσικών και την ωραία αλητεία στον στίχο του μεγάλου μάστορα Ρασούλη.
Τραγούδια σαν το «Τρελή κι αδέσποτη», το «Χαβαλεδιάρικο», το «Μη μ’ αποκαλείς τεμπέλη», το «Κυρ διευθυντά των δίσκων» (σε μουσική του Παπάζογλου), το «Από περιέργεια υπάρχω», το ιδιαίτερο τραγούδι «Για την Πόλυ» και βέβαια το «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» (το μοναδικό του δίσκου σε στίχους του Τάκη Σιμώτα και μουσική του Νίκου Παπάζογλου) απλώνονται σαν καλό νέο ιδιαίτερα στους κύκλους της νεολαίας, και ένας δίσκος που τον πρώτο καιρό της κυκλοφορίας του δείχνει πως θα περάσει παρατήρητος έγινε ένας από τους πλέον επιδραστικούς δίσκους της Μεταπολίτευσης. Τις ερμηνείες των τραγουδιών είχαν αναλάβει, πέρα από τον Παπάζογλου, ο Δημήτρης Κοντογιάννης και η Σοφία Διαμαντή, ενώ έκανε ένα πέρασμα και ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος είχε βάλει το χεράκι του και στην παραγωγή.
Ομως – όπως συμβαίνει συχνά με δίσκους που έκαναν τομές – δεν έλειψε κι εδώ η δυσπιστία από πολλούς. Κάποιοι πολέμησαν με κείμενα και κριτικές τον δίσκο γράφοντας πως αυτά δεν είναι λαϊκά τραγούδια αλλά «δήθεν λαϊκά».
Αυτή η κριτική δεν πήγε χαμένη και την επόμενη χρονιά, σε μια έκφραση χιούμορ και σαρκασμού, οι ίδιοι συντελεστές κυκλοφορούν έναν δεύτερο δίσκο και τον βαφτίζουν «Τα δήθεν»… Εκεί υπήρχαν το «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια», το «Από τη γυναίκα για τη γυναίκα», το «Φίλε αδελφή ψυχή», το «Σουξεδιάρικο» το «Κάνε πως μ’ְαγαπάς» και το «Κοτλέ παντελονάκι».
Με την ασφάλεια βέβαια των σαράντα χρόνων, μπορούμε όλοι μας πια να χαμογελάσουμε με τις άστοχες κριτικές και να πάρουμε τελεσίδικα το μέρος αυτών των τραγουδιών, αφού πρώτα το έχει κάνει για εμάς ο χρόνος.
Πάντα όμως πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας τη συγκυρία, τη συγκεκριμένη εποχή που κυκλοφόρησαν κάποια τραγούδια. Δεν προσπαθώ να δικαιολογήσω τις κριτικές (αντιθέτως, μου φαίνεται πολύ παράξενο που δεν αισθάνθηκαν αμέσως τη δύναμη αυτών των τραγουδιών), αλλά μιλάμε για τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, την εποχή των μεγάλων ακλόνητων πολιτικών ρεφρέν. Μέσα σε αυτό το «αναστάσιμο» κλίμα, τα τραγούδια εκείνων των δίσκων ακούστηκαν σε ορισμένους ως χαβαλές. Απλώς δεν ήταν σε θέση να διακρίνουν τη βαθιά τους λαϊκότητα, που είναι σαφώς κι αυτή μια πολιτική έκφραση.