«Aυτό για το οποίο πάνω από όλα είμαστε ευγνώμονες είναι ότι η μαμά μας το τελευταίο διάστημα της ζωής της, όταν δεν μπορούσε πια να έχει καμία δραστηριότητα, έκανε όνειρα γι’ αυτή τη μέρα, την περίμενε αυτή τη μέρα κι αυτό ήταν που την κρατούσε με ελπίδα. Αυτό που ζούμε τώρα ήταν για τη μαμά μια ακόμα ομορφιά, από την οποία κρατήθηκε όρθια, γενναία και όμορφη». Με αυτά τα λόγια ολοκλήρωσε η Αμαλία Μουτούση τον χαιρετισμό των εγκαινίων της έκθεσης με τίτλο «Νόνικα Γαληνέα: η Δωρεά» που πραγματοποιήθηκαν την περασμένη Τρίτη, παρουσία φίλων και συνεργατών, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (στο Φουαγέ του ισογείου, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης).
Οκτώ κοστούμια, σχεδιασμένα από τη βραβευμένη με Οσκαρ Θεώνη Βαχλιώτη-Ολντριτζ αποκλειστικά για την ηθοποιό, η οποία έφυγε από τη ζωή πριν από σχεδόν πέντε μήνες στις 2 Ιουνίου, μαζί με έξι πρωτότυπα σχέδιά τους, αποτελούν το κύριο κομμάτι της έκθεσης που θα παρουσιάζεται μέχρι της 19 Νοεμβρίου (εκτός από τις 17/11). Συμπληρώνονται από πορτρέτα της ηθοποιού, προγράμματα θεατρικών παραστάσεων, οπτικο-ακουστικό υλικό με αποσπάσματα ρόλων, τα βιβλία που έγραψε, οι μεταφράσεις που έκανε, καθώς και από έναν πίνακα φιλοτεχνημένο από την εικαστικό Βάνα Ξένου, ο οποίος θα κοσμεί μόνιμα πλέον τον χώρο των Φίλων του Μεγάρου. Ο εντυπωσιακός πίνακας αποτελείται από επεξεργασμένες ζωγραφικά φωτογραφίες, όλες τους στιγμιότυπα από παραστάσεις όπου είχε πρωταγωνιστήσει η μεγάλη ηθοποιός.
Ολα αυτά, όπως είπε στην ομιλία της η κυρία Μουτούση, «είναι ένα μόνο δείγμα μιας θεατρικής κληρονομιάς 60 χρόνων, μιας ολόκληρης ζωής». Παράλληλα, στον χώρο της έκθεσης το κοινό θα έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την ταινία με τίτλο «50 χρόνια θέατρο – Νόνικα Γαληνέα», σε σκηνοθεσία Κώστα Αυγέρη.
Μια φιλία πέντε δεκαετιών
Αν και αφιερωμένη στη Νόνικα Γαληνέα, ολόκληρη η έκθεση διαπνέεται από τη στενή και δυνατή φιλία της με τον Χρήστο Λαμπράκη (1934-2009), ο οποίος υπήρξε ο πρωτεργάτης της δημιουργίας του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ήταν ο πρώτος πρόεδρός του, θέση που διατήρησε ως τον θάνατό του). Η φιλία τους ξεκίνησε στα μαθητικά τους χρόνια, σε ηλικία μόλις έξι ετών και διήρκεσε πάνω από πενήντα χρόνια, έως τον θάνατο του επί δεκαετίες ισχυρότερου άνδρα των media. Ο πρόεδρος του πάλαι ποτέ Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη («Το Βήμα», «Τα Νέα», «Εποχές», κ.ά.) και ιδρυτής και μέτοχος του τηλεοπτικού σταθμού Mega, ήταν εκείνος, σύμφωνα με τα λεγόμενα της ίδιας, που σφράγισε την επάνοδό της στο θέατρο με έναν ρόλο που τόσο επιθυμούσε να ερμηνεύσει, τη Φαίδρα του Γιάννη Ρίτσου.
Στη διάρκεια των εγκαινίων ο πρόεδρος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, κ. Νίκος Πιμπλής, επιβεβαιώνοντας αυτή τη δυνατή φιλία, είπε μεταξύ άλλων: «Οι δημιουργικοί της διάλογοι με τον Χρήστο Λαμπράκη, όπως θα δείτε και από ενδεικτικά γράμματα που αντάλλαξαν κατά καιρούς, ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί και για τους δύο, και είναι μεγάλη τιμή για το Μέγαρο να φιλοξενήσει ένα μικρό δείγμα της καλλιτεχνικής τους συμπόρευσης». Ενώ η κυρία Μουτούση συμπλήρωσε: «Πίσω από όλο αυτό που μοιραζόμαστε σήμερα υπάρχει μια ιστορία αγάπης. Αγάπης και φιλίας του αείμνηστου Χρήστου Λαμπράκη και της μαμάς μας. Μια φιλία που ξεκίνησε από όταν ήταν παιδιά και κράτησε μια ολόκληρη ζωή και που μέσα από αυτή τη δωρεά, με αυτή την έκθεση, συνεχίζεται και μετά θάνατον, έτσι μας έλεγε η μαμά».
Στη συνέχεια πρόσθεσε ότι η αισθητική αντίληψη της μητέρας της «βρήκε διέξοδο μέσα από το πάθος της για το θέατρο» και «ευνοήθηκε να καλλιεργηθεί δίπλα στον Αλέκο Αλεξανδράκη (συντρόφου της επί δεκαετίες στη ζωή και στο θέατρο) και μέσα από τις εξαιρετικές συνεργασίες της εδώ στο Μέγαρο, με καλλιτέχνες όπως ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο Μίνως Βολανάκης, ο Γιάννης Κόκκος και πάντα με την έμπνευση και τη φλόγα που της μετέδιδε ο αείμνηστος φίλος της Χρήστος Λαμπράκης».
Από το 2001 που ανέβηκε η «Φαίδρα» του Γιάννη Ρίτσου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ακολούθησαν και άλλες παραστάσεις, όπως η «Ιωάννα στην Πυρά» του Πολ Κλοντέλ, έργα των Αουγκουστ Στρίντμπεργκ και Τενεσί Γουίλιαμς, και «Η εκατομμυριούχος» του Τζορτζ Μπέρναντ Σο, το έργο με το οποίο ολοκλήρωσε τη μακρά και επιτυχημένη της πορεία στο θέατρο. Εκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 2009: «Πάνω από τη σκηνή, την ώρα που έπαιζε», διηγήθηκε η κυρία Μουτούση, «είδε τη θέση που πάντα καθόταν ο αγαπημένος της φίλος άδεια – ήταν άρρωστος και σε δύο μήνες θα έφευγε από τη ζωή – και μας είπε ότι εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως είχε τελειώσει οριστικά πια με το θέατρο. Και έτσι έγινε. Αυτή ήταν η τελευταία της παράσταση».
Τα οσκαρικά κοστούμια
Αναμφισβήτητα, το πιο εντυπωσιακό και σημαντικό κομμάτι της έκθεσης είναι τα κοστούμια που δώρισε η ηθοποιός στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τα οποία δημιουργήθηκαν για το εναλλασσόμενο ρεπερτόριο του έτους 1991-1992 στο θέατρο Ιλίσια. Οι παραστάσεις «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» του γερμανόφωνου ελβετού συγγραφέα Φρίντριχ Ράινχολντ Ντίρενματ (1921-1990) καθώς και η «Κυρία του Μαξίμ» του γάλλου θεατρικού συγγραφέα, ζωγράφου και συλλέκτη έργων τέχνης Ζορζ Φεντό (1862-1921), την οποία σκηνοθέτησε ο βρετανός Λέον Ρούμπιν, ήταν όπως είχε αποκαλύψει η ίδια στην αυτοβιογραφία της ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, το οποίο όμως έδεσε την επαγγελματική της μοίρα με τη Θεώνη Βαχλιώτη-Ολντριτζ (1922-2011), η οποία ανέλαβε τα κοστούμια και για τα δύο έργα.
Οπως είχε πει χαρακτηριστικά σε μία από τις συνεντεύξεις της η καταξιωμένη ηθοποιός για τη Θεώνη Βαχλιώτη-Ολντριτζ: «Η συνεργασία μας ήταν η πρώτη της στην Ελλάδα, έως τότε δεν το σκεφτόταν. Είχε ήδη κερδίσει το Οσκαρ για την ταινία «Ο μεγάλος Γκάτσμπι», της τηλεφώνησα χωρίς να τη γνωρίζω και της είπα: «Θέλω να ανεβάσω δύο έργα, δύο εντελώς διαφορετικές παραστάσεις και η μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής μου θα είναι να συνεργαστείτε μαζί μου και ας μη με γνωρίζετε. Ρωτήστε για εμένα, αν θέλετε». Και τότε εκείνη μου αποκρίθηκε: «Δεν χρειάζεται, έρχομαι»».
Η μεγάλη ενδυματολόγος, πάλι σύμφωνα με τα λεγόμενα της Νόνικας Γαληνέα, όσο διάστημα διήρκεσαν οι πρόβες, στο θέατρο είχε ενενήντα ράφτρες υπό την επίβλεψή της, καθώς η ίδια πηγαινοερχόταν στη Νέα Υόρκη. «Μαζί κάναμε και πολλά ταξίδια στο Λονδίνο, γιατί ήθελε τις δαντέλες αυθεντικές, τα κρύσταλλα τέλεια… Μου κόστισε ο κούκος αηδόνι, αλλά χαλάλι της, γιατί τα κοστούμια έκαναν θραύση. Ηταν υπέροχος άνθρωπος, δεν έχω νιώσει κάτι τέτοιο µε άλλη ελληνίδα καλλιτέχνιδα. Γίναμε φίλες σε µια δύσκολη για µένα χρονιά, καθώς αποφασίσαμε τότε µε τον Αλέκο Αλεξανδράκη να πάρουμε χωριστούς δρόμους στη ζωή. Μιλούσε εξαιρετικά τα ελληνικά. Και είχε χιούμορ, γελούσα πολύ μαζί της».
H Θεώνη Βαχλιώτη-Ολντριτζ, που βραβεύθηκε με Οσκαρ το 1974 για την ταινία «Ο μεγάλος Γκάτσμπι», και είχε αποκτήσει τρία βραβεία Τόνι για τα κοστούμια στις παραστάσεις «Αννυ» το 1977, «Μπάρνουμ» το 1980 και «Το κλουβί με τις τρελές» το 1984, συνεργάστηκε στενά με προσωπικότητες του διεθνούς καλλιτεχνικού στερεώματος, μοιράζοντας τον χρόνο της ανάμεσα σε Νέα Υόρκη και Αθήνα. Το 1986 έλαβε την τιμητική θέση στο Theater Hall of Fame, ενώ υπήρξε αγαπημένη σχεδιάστρια και φίλη της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και πολλών ακόμα διάσημων καλλιτεχνών.
Καριέρα σε Αθήνα και Λονδίνο
Γεννημένη στην Αθήνα το 1938, κόρη εύπορης οικογένειας, μετά το διαζύγιο των γονιών της, η Νόνικα Γαληνέα περνά κάποια χρόνια σε Φλωρεντία και Ελβετία. Στο Λονδίνο δεν άργησε να πάει, όπου μυήθηκε στην τέχνη του θεάτρου στο Weber Douglas School of Singing and Dramatic Art. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, γνωρίζει τον νευρολόγο Νίκο Μουτούση και μετέπειτα σύζυγό της, με τον οποίο έκανε τρεις κόρες, και τον ακολουθεί στο Παρίσι.
Μετά το διαζύγιό της δίνει το 1963 εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Κάρολο Κουν. Η πρώτη της θεατρική εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1966, στους « Ορνιθες» του Αριστοφάνη (Κουκουβάγια), τη θρυλική παράσταση του Κουν σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και σκηνικά-κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη.
Μετά το Θέατρο Τέχνης η Νόνικα Γαληνέα θα διαπρέψει ως πρωταγωνίστρια και θα συνεργαστεί με σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως τον Μίνωα Βολανάκη, τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Κάρολο Κουν, τον Αλέξη Μινωτή, τον Δημήτρη Μυράτ, τον Σπύρο Ευαγγελάτο, τον Στιούαρτ Μπερτζ και τον Νίκο Πετρόπουλο. Πρωταγωνίστησε επίσης σε δύο παραστάσεις στο Covent Garden Theatre στο Λονδίνο.
Με τον Αλέκο Αλεξανδράκη γνωρίζονται το καλοκαίρι του 1969 και η κοινή τους πορεία και συνεργασία θα διαρκέσει είκοσι χρόνια. Ιδρύουν μαζί δύο σύγχρονες θεατρικές σκηνές, στον άλλοτε κινηματογράφο Ιλίσια. Η λήξη της καλλιτεχνικής περιόδου 1991-92 σηματοδοτεί και το τέλος της κοινής της πορείας με τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Στα χρόνια που ακολουθούν συνεργάζεται με το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, το Εθνικό Θέατρο και με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, ενώ τον Ιανουάριο του 2001 ανεβαίνει για πρώτη φορά στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Θα ακολουθήσουν σπουδαίες παραστάσεις, μια γεύση από την οποία θα μπορέσουν να πάρουν όσοι αποφασίσουν να επισκεφθούν τη συγκινητική έκθεση για να θαυμάσουν την ανεκτίμητης αξίας δωρεά της Νόνικας Γαληνέα.