Συναντηθήκαμε στην είσοδο των γυναικείων φυλακών Ελεώνα με την αφορμή της παράστασης των κρατουμένων στο πλαίσιο του εργαστηρίου των Εκπαιδευτικών & Κοινωνικών Δράσεων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Στη συνέχεια εκείνη έπρεπε να ταξιδέψει στην Ισπανία για να παρευρεθεί στο Φεστιβάλ Χορού Dansa Valencia. Η Παρασκευή Τεκτονίδου δίνει το «παρών» όπου φύονται σπόροι της ορχηστικής τέχνης αναζητώντας και εξερευνώντας εκφάνσεις της μέσα από τις πολλές, αλληλένδετες και αλληλοσυμπληρούμενες ιδιότητές της: Κριτικός χορού, δραματουργός, ερευνήτρια και εκπαιδευτικός – είναι υπεύθυνη για σεμινάρια στην ΑΣΚΤ που έχουν ως επίκεντρο τη διασταύρωση της χορογραφίας με άλλες τέχνες στον ελληνικό και τον διεθνή χώρο – και βέβαια σύμβουλος χορού στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Από πέρυσι η Τεκτονίδου συνδράμει την Κατερίνα Ευαγγελάτου στο δύσκολο αλλά απαραίτητο έργο της σύνθεσης ενός προγράμματος που βρίσκεται σε επαφή και διάλογο με τις ανάγκες και τα αιτήματα της εποχής μας. Μέσα από 12 παραστάσεις και τις λαοφιλείς αναμετρήσεις χορευτών χιπ χοπ και street dance οι θεατές θα μπορούν να αποκτήσουν μια ευρεία άποψη για το τι συνιστά χορογραφία στην αυγή της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Ποια είναι η ταυτότητα που θέλεις να διαμορφώσεις όσον αφορά το πρόγραμμα χορού του Φεστιβάλ;
Αντιλαμβάνομαι την έννοια της ταυτότητας να είναι σε κάθε περίπτωση κάτι το σύνθετο, όπως ισχύει και όταν αναφερόμαστε σε άτομα ή ομάδες. Ποτέ κανείς δεν είναι ένα μόνο πράγμα. Με αυτή τη λογική η ταυτότητα του προγράμματος είναι από θέση πολυσυλλεκτική. Αυτή άλλωστε είναι και κεντρική επιθυμία της καλλιτεχνικής διευθύντριας. Κατ’ επέκταση, αντί να προσδιορίσουμε την ταυτότητα του προγράμματος χορού στο Φεστιβάλ, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για κοινούς άξονες που πλοηγούν τις επιλογές των έργων.
Ποιοι είναι αυτοί;
Για παράδειγμα, ό,τι παρουσιάζεται στη σκηνή, δίνει σε όλα τα έργα μορφή σε σκέψεις, έννοιες και ερωτήματα, που αφορούν ποικιλοτρόπως τον σύγχρονό μας κόσμο. Κάθε μία από τις παραστάσεις μας προσκαλεί, με διαφορετικό τρόπο, να συλλογιστούμε επίκαιρα ζητήματα, πυροδοτώντας κυρίως συνειρμικές διαδρομές.
Αυτό δεν γίνεται εκβιαστικά, ούτε είναι προαπαιτούμενο για να τις παρακολουθήσει κανείς. Κυρίως όμως δεν αναιρεί την απόλαυση που προσφέρει, για παράδειγμα, η ζωντανή μουσική και οι ορμητικές χορογραφίες στο «Exit Above» της Αννε Τερέζα Ντε Κέιρσμακερ, ή στο «C la vie» του Σερζ Εμέ Κουλιμπαλί. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, πέρα από την ψυχική ανάταση που προκαλούν ο χορός και η μουσική – ή μάλλον διαμέσου αυτής της ανάτασης – τίθενται ερωτήματα για το πώς μπορούμε να υπάρχουμε μαζί, ένα ερώτημα που επανέρχεται σήμερα ως τρομερά επείγον.
Mε ποια κριτήρια γίνεται λοιπόν η επιλογή των παραστάσεων;
Η έκφραση «σύγχρονος χορός» συμπεριλαμβάνει πλέον ένα εύρος διαφορετικών έργων που εγείρουν μερικές φορές το ερώτημα «μα είναι αυτό χορός»; Μία ερώτηση λογική, εδώ που τα λέμε, αν σκεφτεί κανείς πώς παρουσιάζεται ακόμη σε ταινίες, τηλεοπτικά σόου και βίντεο κλιπ ο σύγχρονος χορός. Στις δημοφιλείς αυτές αναπαραστάσεις βλέπουμε συνήθως χορευτές και χορεύτριες να κινούνται συνήθως χωρίς παπούτσια, περνώντας από ροή με όρθιες στάσεις στο πάτωμα. Κάτι που συμβαίνει επίσης σε αρκετά από τα μαθήματα χορού.
Αυτή η εικόνα παραμένει ακόμη το πλαίσιο εντός του οποίου δημιουργούνται και παρουσιάζονται σήμερα οι χορογραφίες, παρά το γεγονός πως έχει διευρυνθεί τόσο το περιεχόμενο όσο και οι σημασίες της λέξης. Θα θυμίσω την «αυτο-βιο-χορο-γραφία» του Ζερόμ Μπελ, που είδαμε πέρυσι στην Πειραιώς, το υλικό της οποίας αφορούσε κυρίως την προφορική αφήγηση.
Παράλληλα, οι πιο εξασκημένοι θεατές, η πλειοψηφία ίσως όσων συνθέτουν το κοινό του φεστιβάλ, εξοικειωμένοι με αυτή τη διεύρυνση της χορογραφίας, είναι πολύ ανοιχτοί. Μοιάζει μάλιστα κάποιοι να αποζητούν αυτές τις άλλες, διευρυμένες μορφές.
Οπότε πρέπει κάπως να γεφυρώσετε αυτές τις δυο προσδοκίες;
Ναι, το οφείλουμε, χωρίς να υποτιμούμε τις δυνατότητες των λιγότερο εξοικειωμένων θεατών να γεφυρώσουν την απόσταση ανάμεσα σε αυτό που ήδη (ανα)γνωρίζουν και του παράξενου που παρουσιάζουν τα έργα. Είναι ζητούμενο λοιπόν οι χορογραφίες που επιλέγονται – ελληνικές και ξένες – να αποτελούν ζωντανό τμήμα της συζήτησης για το τι μπορεί να είναι η χορογραφία και να τη συνδιαμορφώνουν. Φυσικά, να συμμετέχουν σε αυτή τη συζήτηση ως ολοκληρωμένες καλλιτεχνικές προτάσεις, με την έννοια πως ό,τι παρουσιάζουν υποστηρίζει και υπερασπίζεται συγκεκριμένες καλλιτεχνικές επιλογές.
Πόσο σημαντικό αλλά και πόσο εφικτό είναι να φέρουν κάτι καινούργιο στον χορό οι παραστάσεις;
Δεν είμαι σίγουρη πως το «καινούργιο» με την έννοια του άγνωστου, που ακόμη δεν έχει ιδωθεί ή προταθεί, αποτελεί πλέον αίτημα της σύγχρονης τέχνης. Εκείνο που παραμένει ζητούμενο ωστόσο είναι τα έργα που θα δούμε, όπως είπα πριν, να μετατοπίσουν, έστω και λίγο, τη ματιά μας ή την εμπειρία μας όσον αφορά τον χορό ή ακόμη καλύτερα την πραγματικότητα! Φυσικά, και τα δύο αυτά εξαρτώνται από το πού στεκόμαστε σε σχέση με την ιστορία και την πρακτική του χορού και κυρίως με τον πραγματικό, βιωμένο κόσμο.
Πιστεύω παρ’ όλα αυτά πως ακόμη και αν συνδεθούν διαφορετικά οι θεατές που δεν γνωρίζουν την ιστορία της Dresden Frankfurt Company με εκείνους που είναι εξοικειωμένοι με τα χορογραφικά ερωτήματα του Γουίλιαμ Φορσάιθ που ίδρυσε την ομάδα – και οι δύο θα αντιληφθούν πως ο τρόπος δημιουργίας της παράστασης και το κινητικό υλικό που παράγει η μέθοδος του Μανταφούνη προάγουν τη συζήτηση για το τι είναι ή μπορεί να είναι μία χορογραφία.
Πώς συμβαίνει αυτό σε άλλες παραστάσεις του φετινού Φεστιβάλ;
Αντίστοιχα λειτουργεί ο τρόπος με τον οποίο διαπραγματεύεται εντός του πλαισίου της σύγχρονης παράστασης, την αφρικανική παράδοση ο Κουλιμπαλί, την ελληνική παράδοση η Τζένη Αργυρίου, την τελετουργία η Κατ Βαλαστούρ, την παράδοση των χορών του δρόμου ο Ηλίας Χατζηγεωργίου, τον ήχο, τον θόρυβο και τη θεωρητική συζήτηση που τον πραγματεύεται η Χαρά Κότσαλη, τις μουσικές κουλτούρες και την αντίστοιχη συζήτηση που τις συνδέει με τον κοινωνικό κόσμο η Κατερίνα Ανδρέου, το σόλο ως συλλογική δημιουργία η Ερμίρα Γκόρο, την προοπτική η Αναστασία Βαλσαμάκη, την ιστορία του χορού και την εμπρόθετη δράση ο Ροζέρ Μπερνάτ, το χιούμορ και την ικανότητα της χειρονομίας να παράγει επείγοντες συνειρμούς με τον καθημερινό κόσμο της Ασελέν Παρολίν.
Πόσο λαμβάνεις υπόψη το κοινό του Φεστιβάλ, το οποίο δεν περιλαμβάνει απαραίτητα μόνο ανθρώπους με μεγάλη εξοικείωση και απαιτήσεις από τις παραστάσεις χορού που θέλουν να βλέπουν; Εχεις κατά νου ότι το Φεστιβάλ πρέπει να είναι συμπεριληπτικό;
Η πρόθεση όλων όσοι εργάζονται στο φεστιβάλ είναι να απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Αυτή η μεγάλη επιθυμία συνοδεύεται βέβαια από την επίγνωση πως αρκετοί συμπολίτες μας αισθάνονται πως [η σύγχρονη τέχνη] δεν τους αφορά ή ίσως τη βρίσκουν ακατανόητη.
Πράγματι, σε αντίθεση με το νατουραλιστικό θέατρο ή τον κινηματογράφο, χρειάζεται μια έστω και εμπειρική εξάσκηση και κάποια εργαλεία έτσι ώστε να αξιοποιήσει κανείς τη μοναδική και συχνά παράξενη πρόταση ενός έργου σύγχρονης τέχνης· παράξενη και ανοίκεια σε σχέση με την καθημερινή εμπειρία. Οι πρόλογοι πριν από την παράσταση και οι συζητήσεις μετά, οι δωρεάν συναυλίες στην αυλή της Πειραιώς, τα χορευτικά all styles battles που ξεκίνησε ο Ηλίας Χατζηγεωργίου, αλλά και η παράστασή του «Scared» που αναμειγνύει τη γλώσσα του χιπ χοπ με εκείνη του σύγχρονου χορού καθώς και οι δωρεάν συζητήσεις που διοργανώνει κάθε χρόνο στο Φεστιβάλ στοχεύουν στη διεύρυνση αυτού του κοινού. Ταυτόχρονα, εφαρμοσμένα συμπεριληπτική είναι η επιλογή της Τζένης Αργυρίου να εμπλέξει στο «Μιτάτι» της μέσα από εργαστήρια που είχαν τρομερά μεγάλη απήχηση, ανθρώπους κάθε ηλικίας με και χωρίς χορευτική εμπειρία.
Το κοινό που βλέπει χορό έχει μεγαλώσει, έχει διευρυνθεί;
Νομίζω πως ναι. Κάτι που επιβεβαιώνουν οι κατάμεστες πλατείες στο φεστιβάλ αλλά και σε μικρότερα θέατρα. Σε αυτό έχει συμβάλει καθοριστικά φυσικά το Φεστιβάλ Αθηνών αλλά και το Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας καθώς και τα μικρότερα πολύ ενδιαφέροντα φεστιβάλ που διοργανώνονται πλέον στην Ελλάδα. Φυσικά σημαντικότατο ρόλο έχουν παίξει οι επιχορηγήσεις για τα έργα του χορού, που είναι καίριο να ενισχυθούν, η αύξηση των αυτόνομων στούντιο, η σταδιακή δημιουργία μίας βιβλιογραφίας για τον χορό στα ελληνικά.
Εχω την εντύπωση πως υπάρχει μια λαχτάρα, τουλάχιστον από έναν αριθμό θεατών, για τον σύγχρονο χορό. Μια ανάγκη για τον σκηνικό, καλλιτεχνικό κόσμο που φέρνει ο χορός ή, ας πούμε καλύτερα, η χορογραφία. Εναν κόσμο που δημιουργείται σιγά-σιγά μέσα στις πρόβες, πάντα συλλογικά.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως ακόμη και αν οι χορογράφοι παραμένουν ακόμη στην κορυφή της ιεραρχίας θα ήταν αδύνατο να φτιάξουν έργα χωρίς συνεργάτες. Εναν ιδιαίτερο κόσμο που για τη δημιουργία του αφουγκράζεται με προσοχή τον κάπως ανησυχητικό θα έλεγε κανείς καθημερινό [κόσμο], αντλεί από αυτόν, προσπαθεί να τον κατανοήσει και να τον μεταπλάσει σε τέχνη. Σε αυτούς τους ενδιαφέροντες καιρούς λοιπόν, έχω την εντύπωση πως ολοένα και περισσότεροι θεατές πλησιάζουν τον χορό με περιέργεια και ανοιχτότητα και… εύχομαι περισσότεροι ακόμη.
INFO
Το Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου πραγματοποιείται από 1/6 ως 24/8. Δείτε το πρόγραμμα εδώ.