Μία από τις μεγάλες σχέσεις της καλλιτεχνικής ζωής του Δημήτρη Μαυρίκιου είναι ο Λουίτζι Πιραντέλο. Ταυτισμένος, σχεδόν, με τον ιταλό νομπελίστα (1934) συγγραφέα, σκηνοθετεί στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και κάνει το μεγάλο βήμα να ανέβει, για πρώτη φορά, πάνω στη σκηνή για να παίξει. Δημιουργός παραστάσεων που έχουν αφήσει το σημάδι τους στο θεατρικό σανίδι, ο Μαυρίκιος παραμένει μία από τις ελάχιστες, ξεχωριστές μορφές ήθους, ύφους και ταλέντου.
Kύριε Μαυρίκιε, πώς δημιουργήθηκε η σχέση σας με τον Πιραντέλο; Πως θα τη χαρακτηρίζατε σήμερα;
«Μάλλον δώρο της μοίρας θα την έλεγα. Ημουν ακόμη παιδί όταν άκουσα στο ραδιόφωνο μια συνέντευξη του Χατζιδάκι για τη μουσική τού «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε»… Το πώς εμπνεύστηκε τον «Ταχυδρόμο» με συνεπήρε. Ακουγα τότε για πρώτη φορά κι ένα εύηχο όνομα: Πιραντέλο! Αργότερα έψαξα και βρήκα τα έργα του. Με σημάδεψαν. Ο Πιραντέλο, καθότι «μη αριστερός», απουσίαζε από την οικογενειακή βιβλιοθήκη. Ηταν εποχές ακραίας πόλωσης τότε.
Το 1986 ο Βολανάκης, ως διευθυντής του ΚΘΒΕ, που γνώριζε την κινηματογραφική δουλειά μου, μου ζήτησε να σκηνοθετήσω έναν Πιραντέλο, συγγραφέα που «μου πηγαίνει», όπως είχε πει και διαβλέψει… σοφά! Διάλεξα το «Eξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα». Η παράσταση ήταν μεγάλη επιτυχία. Παίχτηκε για δύο σεζόν και ήρθε και στην Αθήνα. Από το Εθνικό Θέατρο μου ζήτησαν τότε να σκηνοθετήσω τον «Ερρίκο Δ'» του Πιραντέλο. Απάντησα ότι είμαι ακόμα πολύ νέος για αυτό το έργο. Περίμενα άλλα 20 χρόνια. Το 2006 το σκηνοθέτησα στο Εθνικό Θέατρο με τον Καραθάνο ως Ερρίκο. Σήμερα θα χαρακτήριζα τη σχέση μου με τον Πιραντέλο ως… ισόβια εμμονική!».
Τι είναι το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε»;
«Είναι το κρυφό αριστούργημα του Πιραντέλο, υπό την έννοια ότι η ανάγνωσή του στη μορφή που μας έχει κληροδοτηθεί δεν αποκαλύπτει μεμιας τη δύναμή του. Οι βασικοί χαρακτήρες του είναι ημιτελείς, καθώς αφορούν τους εκάστοτε ηθοποιούς που θα παίξουν πρώτα τους εαυτούς τους και μετά τους ρόλους της μυθοπλασίας σε αυτό το ακραίο έργο θεάτρου εν θεάτρω.
Αγνοώντας τις προσωπικότητες των μελλοντικών ερμηνευτών, ο Πιραντέλo μένει de facto σε ένα απλό σκιτσάρισμα χαρακτήρων. Ο εκάστοτε δραματουργός καλείται να ανασυνθέσει το έργο, κυρίως βάσει των προσωπικοτήτων των ηθοποιών που απαρτίζουν τον θίασο που αυτοσχεδιάζει.
Το έργο βασίζεται σε ένα ιδιοφυές εύρημα, που όμως δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα ημιτελές «πρώτο» θεατρικό κείμενο. Πάνω σε αυτό θα πρέπει να δομείται το νέο κείμενο της εκάστοτε παράστασης. Το έργο ζητάει την ολοκλήρωσή του σχεδόν με τη λογική των έξι πιραντελικών προσώπων που ζητούν συγγραφέα.
Και αυτό όχι μόνο όσον αφορά τους ηθοποιούς-χαρακτήρες του έργου. Πιστεύω ότι η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» στην πρώτη ελληνική παρουσίασή του οφείλεται μεταξύ άλλων και στην τόλμη του Χατζιδάκι, ο οποίος, «παρά τη λογική, παρά την ιστορία», όπως έλεγε, κατήργησε άφοβα τη μουσική του Βέρντι ή τα τραγούδια τζαζ που ήθελε ο Πιραντέλο στην πρωτότυπη γραφή που απευθυνόταν στο ευρωπαϊκό κοινό τού 1930».
 
Αλήθεια, κινδυνεύει ο ηθοποιός από την ταύτιση με τον ρόλο;
«Κινδυνεύει από πολλά ο ηθοποιός με ένα τέτοιο επάγγελμα: σκληρό, ψυχοφθόρο, ακροβατικό για το σώμα και κυρίως για την ψυχή του. Η ταύτιση με τον ρόλο, ναι, μπορεί να είναι επικίνδυνη· μέχρι και θανατηφόρα, μας λέει ο Πιραντέλο στο κλείσιμο κάποιων έργων του. Στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» π.χ., όπως και στους «Γίγαντες του βουνού», η ηθοποιός πεθαίνει στο φινάλε επί σκηνής ταυτισμένη με τον ρόλο της…».
Πώς αποφασίσατε να ανεβείτε στη σκηνή; Είναι η πρώτη φορά νομίζω. Μια εσωτερική, κρυφή ίσως, επιθυμία έκθεσης, προβολής;
«Κάθε άλλο, θα έλεγα! Είμαι παιδιόθεν αποκλειστικά σκηνοθέτης. Ποτέ δεν με φαντάστηκα ηθοποιό. Εχω αρνηθεί να παίξω πρώτους ρόλους σε σκηνοθέτες που αν πω τα ονόματά τους μάλλον δεν θα γίνω πιστευτός και θα δώσω τροφή για εικασίες περί μυθομανίας.
Τώρα βρίσκομαι παγιδευμένος μέσα στην ίδια την επιταγή ενός έργου που σου υποδεικνύει ότι η ορθότερη διανομή για τον ρόλο του σκηνοθέτη είναι να τον υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης της παράστασης. Ετσι είχε γίνει και με τον Μυράτ το 1961. Αν είχα έναν ολόιδιο δίδυμο αδελφό ηθοποιό, θα του ζητούσα να με υποδυθεί, απαλλάσσοντάς με από το καθήκον να βρίσκομαι στη σκηνή, με τον φόβο μη χάσω την εποπτεία των σκηνών όπου παίζω. Ευτυχώς που δύο από τους καλύτερους σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς, ο Μανώλης Δούνιας και η Μαρία Βαρδάκα, καθώς και η εξαίρετη κινησιολόγος Βάλια Παπαχρήστου με διδάσκουν θαυμάσια στις σκηνές μου.
Θυμάμαι έναν συμφοιτητή μου στην κρατική σχολή κινηματογράφου στη Ρώμη, τον Μάριο Γκαρίμπα, σκηνοθέτη, που είχε έναν πανομοιότυπο δίδυμο αδελφό ηθοποιό, τον Φάμπιο. Η ιδανική περίπτωση για κάτι τέτοιο. Η πιραντελική θεματική των διδύμων ή των πολλών εαυτών μας έχει τη δική της θέση στην παράσταση. Θα δείτε…».
Μάνος Χατζιδάκις: Πώς και γιατί σας έχει καθορίσει; Ποιοι άλλοι έχουν παίξει ρόλο στην πορεία σας;
«Ο Χατζιδάκις με καθόρισε δυναμικά με το έργο του ήδη από παιδί. Η αποκάλυψη ήρθε όταν τον γνώρισα 25χρονος στο Παρίσι. Το ίνδαλμά μου, όχι μόνο δεν απομυθοποιήθηκε, όπως συχνά συμβαίνει, αλλά εξυψώθηκε μέσα από τη λάμψη και το ήθος του χαρισματικού και ανεπανάληπτου ψυχισμού του. Οι διδαχές του για τη ζωή και την τέχνη υπήρξαν πολύτιμες. Εκείνος με ώθησε να κάνω την πρώτη μου σκηνοθεσία στον Μουσικό Αύγουστο του 1980, σε μια παράσταση με ποίηση, μουσική και κινηματογράφο. Ο Κούνδουρος την πρώτη μου επαγγελματική ταινία, το «Polemonta». Ο Βολανάκης, όπως είπα, την πρώτη αμιγώς θεατρική σκηνοθεσία και ο Κουρουπός την πρώτη μου όπερα. Τους είμαι ευγνώμων».
Είστε ένας άνθρωπος που έχει ζήσει σε διαφορετικούς τόπους. Πόσο οικείο σάς είναι το σημερινό πρόσωπο της Ελλάδας;
«Οι ραγδαίες εξελίξεις παγκοσμίως απαιτούν επαναπροσδιορισμό της έννοιας «οικείο». Ο «οίκος», που δίνει τη βάση του στη λέξη και στην έννοια «οικειότητα» δεν είναι πια το κλειστό σπίτι μας, όπως το ξέραμε στην προδιαδικτυακή εποχή. Είναι ένας οίκος ορθάνοιχτος στα πάντα, με ό,τι θετικό ή αρνητικό. Εγώ κοιτάζω πρώτα τα θετικά αυτής της συγκλονιστικής τεχνολογικής και κυρίως πολιτισμικής αλλαγής που λέγεται Διαδίκτυο».
Κινδυνεύει, και από τι, από ποιον η ταυτότητα της χώρας μας; Ο πολιτισμός, η τέχνη είναι ένα διαβατήριο;
«Η ταυτότητα της χώρας μας κινδυνεύει πρωτίστως από την κλιματική αλλαγή! Τα υπόλοιπα εντάσσονται στη μοίρα της ιστορίας. Τι σχέση έχουν τα ελληνικά καλοκαίρια της νεότητάς μου με τις απανωτές, θερινές τροπικές καταιγίδες που ζούμε τα τελευταία χρόνια;
Η τέχνη, ναι, μπορεί να μετρήσει ως διαβατήριο, όμως το θέατρο, αντίθετα από τις περισσότερες άλλες τέχνες, τι να το κάνει το διαβατήριο όταν η δυνατότητά του να ταξιδέψει είναι σχεδόν μηδενική; Μια παράσταση δεν είναι ταινία, μυθιστόρημα, μουσική, πίνακας για να ταξιδέψει εύκολα και ανέξοδα. Το θέατρο είναι κατ’ εξοχήν η τέχνη τού εδώ και τώρα».