Με λιμπρέτο βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η όπερα «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη έκανε πρεμιέρα το 2014 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (και επαναλήφθηκε το 2016), με την Ειρήνη Τσιρακίδου και την Τζούλια Σουγλάκου να εναλλάσσονται στον ρόλο της Φραγκογιαννούς. Η επιτυχία του έργου ήταν μεγάλη. Η επιστροφή του στη σκηνή, αυτή τη φορά με πρωταγωνίστρια τη Μαίρη-Ελεν Νέζη, έρχεται για να το γνωρίσει το νεότερο κοινό. Αλλά και για να δώσει την ευκαιρία στους συντελεστές της παραγωγής για μια νέα ανάγνωση ενός πολυσύνθετου και πολύπλοκου μουσικού κειμένου. Αυτό επισημαίνει και ο μαέστρος Βασίλης Χριστόπουλος, που ξαναβρίσκει το έργο (ο ίδιος είχε διευθύνει όλες τις προηγούμενες παραστάσεις του) για να επιχειρήσει «μία κάπως διαφορετική προσέγγιση. Επτά χρόνια μετά την πρεμιέρα δίνω λιγότερη έμφαση στη ρυθμική ακρίβεια και περισσότερη έμφαση στα ηχοχρώματα, στη ροή και στην ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει ο συνθέτης». Ιδιαίτερη τεχνοτροπία Εχοντας ωριμάσει ως μαέστρος και με τη σημαντική εμπειρία που έχει αποκτήσει ως καθηγητής διεύθυνσης ορχήστρας στην Ακαδημία Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Φρανκφούρτης, ο Χριστόπουλος εμβαθύνει περισσότερο στο σύμπαν της εν λόγω όπερας: «Ο Κουμεντάκης χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη τεχνοτροπία» εξηγεί. «Βασισμένος σε ισοκρατήματα δημιουργεί ένα κέντημα, ένα μελίσσι, μια διαρκή αέναη κίνηση στον ορχηστρικό ιστό, μέσα όμως από ένα πέπλο αρμονικών στατικών ογκόλιθων. Δηλαδή έχεις κάποια τονικά κέντρα που μένουν για πολλή ώρα αναλλοίωτα και μέσα τους γίνονται διαρκώς πράγματα. Σαν να βλέπεις μια κυψέλη, ένα ορθογώνιο κουτί που είναι σταθερό αλλά που στο εσωτερικό του επικρατεί πανικός. Αυτόν τον εμπνευσμένο και δημιουργικό «πανικό» προσπαθώ να αναδείξω οργανώνοντάς τον». Ο μαέστρος χαρακτηρίζει τη «Φόνισσα» έργο «πάρα πολύ δύσκολο για τους μουσικούς. Δύσκολο και για τους τραγουδιστές, στην εκμάθηση του κειμένου και στην ερμηνεία. Ειδικά για τον μαέστρο η δυσκολία αφορά την πολυπλοκότητα των στοιχείων που συνδυάζονται. Υπάρχει προφανώς η συμφωνική ορχήστρα, υπάρχουν και οι σολίστες που είναι πολλοί. Εχουμε όμως και ανδρική και γυναικεία χορωδία. Εχουμε και παιδική χορωδία. Πάνω στη σκηνή παίζει και ένα μουσικό τρίο. Εχουμε και το πολυφωνικό σύνολο που τραγουδάει τα μοιρολόγια. Ολα αυτά καλείται ο μαέστρος να τα «δέσει». Πρόκειται για ακροβασία ως προς την οργάνωση αλλά και ως προς την ηχητική ισορροπία. Γιατί πρέπει τα πάντα να συμπλεύσουν με τρόπο που να ακούγονται καθαρά, ώστε να μην καπελώνει το ένα είδος το άλλο. Απαιτείται, εκτός από δουλειά, φοβερή συγκέντρωση για να καταφέρεις αυτά τα σε μεγάλο βαθμό ανομοιογενή δομικά υλικά να χρησιμοποιηθούν με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να ολοκληρωθεί το οικοδόμημα». Το λιμπρέτο της «Φόνισσας» έχει γράψει ο Γιάννης Σβώλος. Σκηνοθεσία Αλέξανδρος Ευκλείδης, σκηνικά Πέτρος Τουλούδης, κοστούμια Πέτρος Τουλούδης – Ιωάννα Τσάμη. Με τους Μαίρη-Ελεν Νέζη, Αννα Στυλιανάκη, Τάσο Αποστόλου, Σοφία Κυανίδου, Γιάννη Χριστόπουλο, Νίκο Στεφάνου, Βαγγέλη Μανιάτη κ.ά. Παραστάσεις θα δοθούν στις 3, 5, 28 και 30 Δεκεμβρίου. Η Φραγκογιαννού την εποχή της ανθρωποφαγίας Ο συνθέτης Γιώργος Κουμεντάκης μοιράζεται μαζί μας μερικές σκέψεις για το έργο του αλλά και για τον κόσμο μας: l «Από την πρώτη παρουσίαση της “Φόνισσας” έως σήμερα, έχουν συμβεί πολλά στον κόσμο. Πράγματα που άλλαξαν τις ζωές μας. Η αίσθησή μου είναι ότι η ανθρωποφαγία – από τα πιο σκληρά χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνιών – όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε στην πανδημία, αλλά αντιθέτως γιγαντώθηκε. Μέσα από αυτή την αίσθηση της ανθρωποφαγίας βλέπω τη “Φόνισσα” σήμερα. Αισθάνομαι ότι μιλάει για όλα τα τραγικά που συμβαίνουν στον κόσμο. Καθώς δουλεύουμε ξανά πάνω στο έργο, προσπαθώ να επαναπροσδιορίσω τη σημασία του, μετά από όλα αυτά που ζήσαμε. Μέσα από αυτή τη διαδικασία αναστοχασμού, επανέρχεται μέσα μου το ίδιο σημείο αναφοράς που είχα και όταν συνέθετα, αλλά ακόμα πιο έντονα: η πραγματική έλλειψη αγάπης για τη “Φόνισσα”. Επειδή η κλειστή κοινωνία που έζησε δεν της άφησε κανένα περιθώριο να είναι διαφορετική, η Φραγκογιαννού έφτιαξε έναν κόσμο σκοτεινό, αδιέξοδο λόγω της έλλειψης αγάπης. l Καθώς η “Φόνισσα” υπήρξε σταθμός στη μουσική μου πορεία, αισθάνομαι τυχερός που το νέο ανέβασμα – το τρίτο κατά σειρά – γίνεται στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ, έναν χώρο με μεγάλες δυνατότητες και σπουδαία ακουστική. Ταυτόχρονα αισθάνομαι ευτυχής για την ομάδα των υψηλού επιπέδου καλλιτεχνών που συμμετέχουν στην παραγωγή, και περισσότερο με τη σπουδαία μας μεσόφωνο Μαίρη-Ελεν Νέζη, η οποία ερμηνεύει τον απαιτητικό ρόλο της Φόνισσας. l Ολες οι επιρροές που είχα από την παραδοσιακή μουσική, και η δεκαετής συνθετική μου εργασία πάνω στην ενσωμάτωση των παραδοσιακών στοιχείων στη μουσική μου γλώσσα, δημιούργησαν ένα μωσαϊκό για τη σύνθεση της “Φόνισσας”, αποδίδοντας στο έπακρο αυτό που θεωρούσα σωστό για το έργο. Από τον μοντερνισμό των προηγούμενων ετών πέρασα στην προσωπική μου ταυτότητα, μετά από μια επίπονη συνθετική διαδρομή με έντονο πειραματισμό. Αισθάνομαι ότι η “Φόνισσα” είναι το επιστέγασμα της περιπέτειάς μου στην παραδοσιακή μουσική. l Για τρία χρόνια έζησα νύχτα-μέρα με τη μορφή της Φόνισσας, μιας σύνθετης και δύσκολης προσωπικότητας, με ποικιλία καλών και κακών συναισθηματικών αποχρώσεων. Προβληματίστηκα για το πώς θα μπορούσα να εκφράσω μουσικά τον κόσμο της. Αυτό που μου έμεινε στο τέλος ήταν μια απέραντη συμπάθεια προς αυτό το ανθρώπινο τέρας. Στάθηκα με ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα ενός ανθρώπου, ο οποίος προσπάθησε να επιβάλει μια νέα πραγματικότητα, ακυρώνοντας ακόμα και τη θεία υπόσταση στην οποία υποτίθεται ότι πίστευε, για να φτάσει σε αποτρόπαιες πράξεις. l Ο μεγαλύτερος δάσκαλος στη μουσική μου εκπαίδευση είναι η ίδια η φύση. Θεώρησα εξ αρχής ότι η “Φόνισσα” θα έπρεπε να αποδοθεί μουσικά και δραματουργικά μέσα στο φυσικό της περιβάλλον. Οταν ολοκλήρωσα το έργο, η Φραγκογιαννού, ο Παπαδιαμάντης, η μουσική, η δραματουργία συγκέντρωσαν όλα τα φυσικά φαινόμενα που ζούσα στα Υστέρνια της Τήνου κατά τη διάρκεια της σύνθεσης. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι η “Φόνισσα” θα μπορούσε να υπάρξει χωριστά από τη φύση. Μέσω των στοιχείων και των ήχων της φύσης αποδίδεται η μουσική της με καθαρότητα και διαύγεια».