«Δεν μου αρέσουν και τόσο οι Ελληνες» θα μου πει με ένα πλατύ χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό του ο Μαντς Μίκελσεν όταν του συστήνομαι και του αναφέρω ότι είμαι Ελληνας, όπως από την πλευρά της μητέρας του ο δανός σκηνοθέτης Νικολάι Αρσέλ με τον οποίο συνεργάστηκε στην ταινία «Bastarden» που παρουσιάστηκε εντός διαγωνισμού στο Φεστιβάλ Βενετίας. Φυσικά, ο 58χρονος δανός ηθοποιός αστειεύεται. Η σχέση του με τον Αρσέλ που ξεκινά το 2012 με τον υποψήφιο για το Οσκαρ διεθνούς ταινίας «Ερωτα της Βασίλισσας», είναι θαυμάσια και οι δυο τους πολύ καλοί φίλοι. «Τον αγαπώ πολύ και ένιωσα πραγματική χαρά όταν με πήρε στο τηλέφωνο για να μου προτείνει να παίξω στην ταινία του» είπε ο Μίκελσεν. «Δέκα χρόνια απουσίας ανάμεσά μας, ήταν αρκετός καιρός…».
Ο ηθοποιός κάθεται στον καναπέ ενός από τα τραπέζια της αυλής του Tennis Club στο Λίντο, όπου λαμβάνει χώρα αυτή η συνέντευξη. Δείχνει ορεξάτος, είναι πολύ απλά ντυμένος (καφέ μακρυμάνικη μπλούζα, μπλε λινό παντελόνι) και έχει «καρφιτσώσει» τα γυαλιά ηλίου του στα σταχτιά μαλλιά της κορυφής του κεφαλιού του. Δεν είναι η πρώτη φορά που τον συναντώ. Εχει προηγηθεί μια συνέντευξη στις Κάννες για το σπουδαίο «Κυνήγι» του Τόμας Βίντερμπεργκ το 2012, σημαντική χρονιά για τον ηθοποιό που τότε είχε κερδίσει το βραβείο ερμηνείας. Νιώθω όμως ότι αυτή τη φορά ο Μαντς Μίκελσεν είναι πολύ πιο χαλαρός, πιο ζεστός και πιο οικείος. Κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης, κάποια στιγμή ο ίδιος ο Μίκελσεν θα αναφερθεί στο πώς «ενώ τα χρόνια περνούν, βλέπω τον εαυτό μου να αλλάζει, να δίνει προτεραιότητες σε διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι παλαιότερα». Χαίρεται πολύ που «είμαι πια παππούς».
Αναγνωρίσιμος ήρωας
Στην ταινία του Νικολάι Αρσέλ, ο Μίκελσεν υποδύεται τον Λούντβιχ φον Κάλεν, έναν απόστρατο λοχαγό στη Δανία του 1750, ο οποίος θα βρεθεί απέναντι σε έναν αδίστακτο μεγαλογαιοκτήμονα από τη στιγμή που αποφασίζει να αγοράσει ένα κομμάτι γης δίπλα στα κτήματα του τελευταίου. Η κοινή πορεία των δύο ανδρών στηρίζεται πάνω στο ταξικό μίσος που τους χωρίζει και θα περάσει από πολλά στάδια μέχρι την τελική λύτρωση σε αυτή την πλούσια σε εικόνες και συναισθήματα ταινία εποχής που είναι βασισμένη στο πρόσφατο μπεστ σέλερ του Αντερς Τόμας Γένσεν.
«Το σενάριο, το καστ, ο σκηνοθέτης, όλα αυτά είναι πάντα σημαντικοί λόγοι για να ασχοληθώ με τη δημιουργία μιας ταινίας» είπε ο Μίκελσεν. «Είναι όμως και το θέμα, ή αυτό που βλέπω εγώ σαν βασική ιδέα πίσω από την ιστορία». Στην προκειμένη περίπτωση ο Μίκελσεν είπε ότι ερωτεύθηκε την ιδέα του πως «το πεπρωμένο δύο ανθρώπων που συναντήθηκαν κάτω από ασυνήθιστες καταστάσεις μπορεί, εντελώς απροειδοποίητα, να οριστεί. Αυτό δεν υπήρχε στο σενάριο, όμως το είδα να γεννιέται και ήθελα να το εξερευνήσω». Και του άρεσε επίσης ο ίδιος ο χαρακτήρας του στην ταινία, «ένας άνθρωπος που θέλει να γίνει μέρος σε κάτι που ο ίδιος μισεί. Γιατί νομίζω όλους μας γοητεύει λίγο αυτό που μισούμε». Του άρεσε επίσης το γεγονός ότι ο λοχαγός Φον Κάλεν είναι τόσο παθιασμένος με τη μία και μοναδική αποστολή που έχει αναλάβει στη ζωή του, που δεν μπορεί να αντιληφθεί τις καταστροφές που μπορεί να προκαλέσει στους γύρω του προκειμένου να τη φέρει εις πέρας. «Αυτό νομίζω ότι είναι πολύ ανθρώπινο και αρκετά αναγνωρίσιμο» είπε ο Μίκελσεν. «Ισως όχι σε αυτόν τον βαθμό, όμως είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σε όλους μας».
Χορευτής και ηθοποιός
Γιος τραπεζίτη και νοσοκόμας, ο Μαντς Μίκελσεν που γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1965 στο Οστερμπρο της Κοπεγχάγης και αφού σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Ααρχους άρχισε τα πρώτα επαγγελματικά βήματά του ως χορευτής. «Πέρα από τα προφανή, ο χορός έχει αρκετά κοινά σημεία με το γύρισμα μιας ταινίας και το πιο βασικό είναι ότι και στα δύο υπάρχει ο παράγοντας του χάους. Η δημιουργία μιας ταινίας είναι πραγματικά μια πολύ χαοτική διαδικασία αλλά στη δουλειά μας το χάος δεν είναι απαραιτήτως κάτι κακό» είπε ο Μίκελσεν. «Πολλές φορές μέσα από το χάος υπάρχει δημιουργία. Μπροστά στο χάος, ας πούμε, υπάρχει η λύση του αυτοσχεδιασμού, κάτι που θα βρούμε τόσο στο σινεμά όσο και στον χορό».
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και κυρίως μετά την επιτυχία της ταινίας «Pusher» (1996) όπου υποδύεται ένα «βαποράκι», ο Μίκελσεν εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους διεθνείς σταρ της Δανίας. Αρκετές ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστεί έχουν προταθεί για το Οσκαρ μη αγγλόφωνης ταινίας και μια, το «Ασπρο πάτο» του Βίντερμπεργκ το έχει κερδίσει. Ανάμεσα στις ηχηρές εισπρακτικές επιτυχίες του σε μεγάλες παραγωγές του Χόλιγουντ είναι το «Casino Royale» (όπου υπήρξε ένας θαυμάσιος αντίπαλος του Τζέιμς Μποντ), η «Τιτανομαχία» και προσφάτως, η τελευταία περιπέτεια Ιντιάνα Τζόουνς, «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο δίσκος του πεπρωμένου». Επίσης, στην τηλεοπτική σειρά «Χάνιμπαλ» υποδύθηκε τον δρα Χάνιμπαλ Λέκτερ, τον ήρωα που έγινε διάσημος από τον Αντονι Χόπκινς στη «Σιωπή των αμνών».
Το γεγονός ότι το θέμα της ταινίας «Bastarden» μπορεί να έχει απήχηση με φαινόμενα των καιρών μας, είναι μεν κάτι όμορφο για τον Μίκελσεν, διότι ο κόσμος μπορεί να επικοινωνήσει με κάτι που αντιλαμβάνεται ως γνώριμο παρότι συνέβη πριν από αιώνες. «Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι κάτι που επεξεργάζομαι ενώ βρίσκομαι στη διαδικασία δημιουργίας μιας ταινίας» είπε. «Οταν βρίσκομαι μέσα στον κόσμο μιας ταινίας, αυτός ο κόσμος είναι το μόνο που με αφορά. Ειδάλλως τα πράγματα μπορούν να πάρουν μια πολύ άκαιρη εξέλιξη και, το χειρότερο, να γίνουν βαρετά μέσα στο στρατευμένο πλαίσιό τους».
Η ταινία «Bastarden» θα διανεμηθεί στις ελληνικές αίθουσες από τη Weirdwave.