Η εφηβεία μάς έχει καθορίσει σχεδόν όλους. Οπως και τη Μαρία Φαραντούρη. Σε μια εκδήλωση του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής, το 1963, την άκουσε ο Μίκης Θεοδωράκης να τραγουδά τον δικό του «Καημό». Ηταν τόση η εντύπωση που του προκάλεσε, ώστε στο τέλος της συναυλίας τη συνάντησε στα παρασκήνια και της είπε: «Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;». «Το ξέρω» ήταν η απάντηση της 16χρονης τραγουδίστριας. Από το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς η «αυθάδεια» την έσπρωξε ώστε να αποτελέσει μέρος του γκρουπ του Θεοδωράκη. Δίπλα στους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Ντόρα Γιαννακοπούλου και Σούλα Μπιρμπίλη. Από κει και πέρα όλα είναι ιστορία.
Μια ιστορία που δεν περιλαμβάνει μόνο τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, δύο συνθέτες με τους οποίους έχει ταυτιστεί. Περιλαμβάνει και άλλους έλληνες συνθέτες, καλλιτέχνες όπως είναι οι Juliette Gréco, Mercedes Sosa, Myriam Makeba, Maria del Mar Bonet, Zülfü Livaneli, Charles Lloyd κ.ά. ή συγκροτήματα όπως οι Inti-Illimani. Ανέπτυξε παράλληλα και πολιτική δράση. Υπήρξε βουλευτής του ΠαΣοΚ, βεβαίως ήταν παρούσα στις μεγάλες «πολιτικές» συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και παραμένει ενεργή πολίτις με ανοιχτούς ορίζοντες.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.