Επειτα από έναν επιτυχημένο πρώτο κύκλο sold-out παραστάσεων ο «Αποτυχημένος»σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου, η παράσταση μουσικού θεάτρου, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του κορυφαίου αυστριακού συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ, επιστρέφει στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) στο ΚΠΙΣΝ, από τις 9 έως και τις 27 Οκτωβρίου 2024.
Γραμμένο το 1983 στο γνωστό παραληρηματικό ύφος του Μπέρνχαρντ, το μυθιστόρημα ζωντανεύει μια επινοημένη ιστορία γύρω από έναν από τους σημαντικότερους πιανίστες του 20ού αιώνα. Ο θρυλικός καναδός πιανίστας Γκλεν Γκουλντ, δύο πρώην συμμαθητές του που έζησαν τη ζωή τους ως αποτυχημένοι πιανίστες, οι Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ, το φουαγέ ενός παρατημένου κεντροευρωπαϊκού ξενοδοχείου και η ιδιοκτήτριά του συνθέτουν ένα ιδιότυπο «προφορικό μιούζικαλ» για την ιδιοφυΐα, την εμμονή και τη ματαίωση.
Για τον επιτυχημένο «Αποτυχημένο» μιλάει στο «Βήμα» ο πάντα καλλιτεχνικά ανήσυχος σκηνοθέτης, ηθοποιός και κινηματογραφιστής Εκτορας Λυγίζος. Στην παράσταση συμμετέχουν o Αρης Μπαλής στον ρόλο του «αποτυχημένου» Βέρτχαϊμερ, ο Γιάννης Νιάρρος υποδύεται τον Γκλεν Γκουλντ, η Αμαλία Μουτούση την ξενοδόχο και ο Εκτορας Λυγίζος τον αφηγητή.
Τι σας κέντρισε το ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα του Τόμας Μπέρνχαρντ και αποφασίσατε να το μεταφέρετε στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής;
«Από τις πρώτες κιόλας σελίδες κατάλαβα ότι με ενδιαφέρει πάρα πολύ το θέμα της αποτυχίας και πώς το διαχειρίζεται καθένας στη ζωή του. Ο τρόπος με τον οποίο γράφει ο Μπέρνχαρντ, ο οποίος ούτως ή άλλως είναι από τους συγγραφείς που αγαπάω πολύ γιατί καταφέρνει να μιλήσει για τα πιο βαριά θέματα με ένα πολύ δικό του ιδιαίτερο χιούμορ που πάντα με κάνει να γελάω με έναν τρόπο λίγο πικρό. Εξαρχής λοιπόν μου φαινόταν ένα πολύ πρόσφορο υλικό για μία θεατρική διασκευή λόγω του θέματος και λόγω κυρίως των προσώπων. Από την πρώτη στιγμή άρχισα να βλέπω καθαρά τα πρόσωπα στη σκηνή και στη συγκεκριμένη συνθήκη που είχα στο μυαλό μου. Αποδείχτηκε ότι τελικά αυτό λειτουργούσε. Συν ότι ήταν η ευκαιρία για ένα έργο με έντονα τα μουσικά χαρακτηριστικά, που μελετάω εγώ, μέσα στην παράσταση».
Ποιο θα λέγατε ότι ήταν ίσως το μεγαλύτερο σκηνοθετικό στοίχημα μεταφέροντας αυτή τη μονολογική αφήγηση στη σκηνή;
«Το να ζωντανέψουν τα πρόσωπα που είναι ουσιαστικά μέσα στη φαντασία του αφηγητή. Να είναι πειστική η συνθήκη ότι υπάρχουν σε διαφορετικές χρονικότητες. Επιμέρους υπήρχαν δυσκολίες που ήταν όμως δημιουργικές».
Πόσο έχει εξελιχθεί η παράσταση σε σχέση με την πρώτη φορά που ανέβηκε στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής; Θα υπάρξουν αλλαγές;
«Η παράσταση ως επί το πλείστον είναι η ίδια. Οταν ξαναπιάνεις όμως ένα υλικό μετά από δυο-τρεις μήνες, βλέπεις ότι υπάρχει μια μεγαλύτερη άνεση. Σαν να ακούς καλύτερα το κείμενο. Είναι πιο εύκολος ο συντονισμός. Προκύπτουν και άλλες ιδέες. Νομίζω ότι προσπαθήσαμε πιο πολύ να επαναφέρουμε την αρχική αίσθηση και να εμβαθύνουμε ακόμα πιο πολύ, να δουλέψουμε ακόμα πιο πολύ τις λεπτομέρειες. Φυσικά προέκυψαν και προκύπτουν καινούργια πράγματα στις πρόβες, αλλά επειδή ήταν μια παράσταση πολύ καλά σχεδιασμένη πριν καν ξεκινήσουν οι αρχικές πρόβες, με χαρά βλέπω ότι δεν χρειάζονται σοβαρές αλλαγές κατά την αναβίωσή της».
Πώς επιλέξατε τους συγκεκριμένους ηθοποιούς για την παράσταση;
«Εξ αρχής, γράφοντας το κείμενο είχα και τους τρεις στο μυαλό μου, για διαφορετικούς λόγους τον καθένα, και χάρηκα πολύ που όντως μπορούσαν να είναι μέρος αυτής της παράστασης. Τον Αρη Μπαλή τον είχα στο μυαλό μου για τον ρόλο του Βέρτχαϊμερ. Τον Γιάννη Νιάρρο τον σκέφτηκα διότι λόγω μουσικής αντίληψης έχει τη δυνατότητα να διαχειριστεί τον ρόλο του Γκλεν Γκουλντ. Ο Γιάννης παίζει πιάνο και επί σκηνής ερμηνεύει πολύ δύσκολα κομμάτια. Η Αμαλία Μουτούση είναι μια ηθοποιός που ήθελα πολύ καιρό να δουλέψουμε παρέα. Την εκτιμώ για χίλιους λόγους, σε σχέση με τη δουλειά της και με τον τρόπο που την αντιμετωπίζει. Ηταν μια ευτυχής συγκυρία μεταξύ μας».
Την ανάπτυξη των χαρακτήρων, που βασίζονται σε μουσικά ταλέντα αλλά κατακλύζονται από τη ματαίωση, πώς την προσεγγίσατε;
«Πολύ προσεκτικά. Ηδη από το στάδιο της διασκευής διαλέγοντας πολύ προσεκτικά τα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα που χρησιμοποιήθηκαν έτσι ώστε να φτιαχτούν καινούργια κεφάλαια. Σεβόμενος λοιπόν τη δομή του πρωτοτύπου, έφτιαξα καινούργια κεφάλαια που επικεντρώνονταν το καθένα σε κάποιον χαρακτήρα, έτσι ώστε συνεχώς να εμβαθύνεται η μελέτη του κάθε χαρακτήρα σε σχέση με το πώς ο καθένας βιώνει μέσα του και έξω του τη ματαίωση».
Θεωρείτε ότι την ταμπέλα του αποτυχημένου τη φοράμε στους άλλους πιο εύκολα πλέον;
«Νομίζω είναι διαχρονικό το ζήτημα. Μπορεί και να κολλάμε πιο εύκολα στον εαυτό μας την ταμπέλα του αποτυχημένου σε σχέση πια με το τι σημαίνει επιτυχημένος σήμερα. Δηλαδή μπορούμε να θεωρήσουμε τον εαυτό μας αποτυχημένο σε χίλιους δυο τομείς, είτε στον επαγγελματικό, είτε στον προσωπικό είτε σε οτιδήποτε αφορά αυτό. Θεωρώ ότι η σημερινή εποχή είναι μια σκληρή εποχή σε σχέση με το τι θεωρείται επιτυχία και επίσης πώς διατηρείται η επιτυχία».
Πώς αντιλαμβάνεστε την επίδραση του έργου στο σημερινό κοινό;
«Με χαρά ένιωθα πάνω στη σκηνή μια διαρκή επικοινωνία με το κοινό. Επειδή η παράσταση, από τον τρόπο που είναι φτιαγμένη, έχει μια μαλακή και υπομονετική ανάπτυξη, ένιωθα από σκηνής ότι αυτό το πράγμα σιγά-σιγά ερχόταν σε επαφή με το κοινό. Από τη μέση της παράστασης κι έπειτα θεωρώ ότι υπήρχε και έμπρακτα μια ατμόσφαιρα επικοινωνίας, που όταν τη νιώθεις σκηνικά είναι πολύ ευτυχές».
Σε αυτή την επικοινωνία με το κοινό πιστεύετε ότι συνέβαλε και η μουσική του Μπαχ;
«Σίγουρα, γιατί στον βαθμό που βοηθάει, κι είναι μεγάλος, εμάς πάνω στη σκηνή να μας συντονίσει, να μας βάλει σε μια κοινή ατμόσφαιρα, σε ένα κοινό κλίμα, αντίστοιχα θεωρώ ότι βοηθάει και την επικοινωνία όλης της αίθουσας. Κάπως έτσι δόμησα εξ αρχής την παρουσία της κίνησης και τη λειτουργία της μουσικής στη διασκευή, προσπαθώντας το τελικό αποτέλεσμα να έχει μια δραματουργία και μια συνειδητή χρήση των εναλλαγών και της εμβάθυνσης σε σχέση με το θέμα που πραγματεύεται».
Υπάρχει κάποια φράση του κειμένου που σας έχει εντυπωθεί πιο πολύ και σας χαρακτηρίζει;
«Είναι δύσκολο να ξεχωρίζω μια φράση, γιατί το κείμενο είναι πολύ πυκνό. Βέβαια η πρώτη φράση που μου έρχεται στο μυαλό είναι αυτή που καταλογίζει ο Γκουλντ στον Βέρτχαϊμερ. Του λέει «ο αποτυχημένος μας είναι άνθρωπος φανατικός. Πεθαίνει σχεδόν αδιάλειπτα από οίκτο για τον εαυτό του». Νομίζω ότι τον οίκτο και την αυτολύπηση τα έχουμε κολλημένα πάνω μας για πολλούς λόγους, κοινωνικούς και θρησκευτικούς».