«Τα μεγάλα υπέροχα ρεφρέν, ο τρόπος που σμίγει τους μουσικούς δρόμους, η ευαισθησία στον στίχο. Και όταν γράφει ο ίδιος αλλά και όταν διαλέγει. Το πιο σημαντικό είναι ότι εξέλιξε τον τρόπο του με βαθιά έντεχνη γραφή και με απόλυτη λαϊκότητα. Αυτό τον κάνει μοναδικό! Και όχι μόνο για μένα. Το ευχαριστήθηκα με την καρδιά μου γιατί διάλεξα αυτούς που ήθελα για να ψάξουμε, να θυμηθούμε, να πειράξουμε τα τραγούδια του. Και πάντα μια γλυκιά ενοχή. Τα πιο πολλά τραγούδια του πάλι είναι απ’ έξω! Ο Μανώλης (Πάππος), ο Φώτης (Σιώτας), ο Σπύρος (Χατζηκωνσταντίνου), ο Αγης (Παπαπαναγιώτου) γύρω απ’ το τραπέζι, δίπλα στο τζάκι με καλό κρασί και ωραίες ιδέες. Μετά κάτω στο στούντιο να μας ηχογραφεί ο Γιώργος (Ανδρέου) αλλιώς. Χωρίς μετρονόμο. Ολοι μαζί». Από αυτό το απόσπασμα του σημειώματός της και μόνο καταλαβαίνει εύκολα κανείς πόσο προσωπική υπόθεση ήταν για την Ελένη Τσαλιγοπούλου η δημιουργία του δίσκου «Ο δικός μου Απόστολος Καλδάρας» με νέες ερμηνείες σε διάσημα (αλλά και σε λιγότερο γνωστά) διαμάντια του σπουδαίου λαϊκού δημιουργού.

Διαχρονικά τραγούδια

Γιατί όμως Απόστολος Καλδάρας; «Από τότε που ξεκίνησα να τραγουδάω άρχισα να καταλαβαίνω το μεγαλείο αυτού του συνθέτη, στον οποίο έχω ιδιαίτερη αδυναμία επειδή αισθάνομαι ότι μάλλον είναι και λίγο ριγμένος. Ισως επειδή κρατούσε χαμηλό προφίλ – και ο Γιάννης Σπανός ήταν μία αντίστοιχη περίπτωση. Στο έργο του υπάρχουν τόσα αριστουργήματα και ένιωσα την ανάγκη, σε μια εποχή που γίνονται πράγματα εσωτερικής κατανάλωσης, από τους μουσικούς για τους μουσικούς και για τους λίγους που ενδιαφέρονται πραγματικά, να προσεγγίσω το υλικό του σήμερα με τη δική μου αισθητική και με αυτή των ανθρώπων που επιλέχθηκαν για αυτή ειδικά τη δουλειά».

Τη ρωτάω αν φοβήθηκε καθόλου να ερμηνεύσει ξανά κομμάτια που έχουν ακουστεί και τραγουδηθεί πολύ και από πολλούς. «Δεν το είδα καθόλου έτσι. Η «Φαντασία», ας πούμε, ένα από τα πιο φθαρμένα τραγούδια της δεκαετίας του ’70, δεν μπορεί να θεωρηθεί «σούπα», επειδή το έχουμε χιλιοτραγουδήσει ή επειδή το έχουμε χιλιοακούσει. Η πορεία κάποιων τραγουδιών δεν τελειώνει, θα συνεχίζεται για πάντα. Οσο και να αλλάξει η κοινωνία, τα γούστα, κάποια τραγούδια θα είναι εκεί».

Μουσικοί και συνεργασίες

Πώς λοιπόν πλησίασε σε συνεργασία με τους μουσικούς αυτό το υλικό; «Ηθελα να το προσεγγίσω μέσα από την αφαίρεση. Με λίγα όργανα και με πολλή αγάπη δώσαμε έμφαση στην αρμονία, μπήκαμε ακόμη και στη διαδικασία να καταλάβουμε τι μπορεί να ήθελε και δεν μπορούσε να κάνει στην εποχή του ο Καλδάρας. Προσπαθήσαμε δηλαδή να μεταφράσουμε τη σκέψη του, πειράζοντας αυτά τα λαϊκά και έντεχνα αριστουργήματα. Θέλω όμως να τονίσω κάτι. Ο Καλδάρας στη δεκαετία του ’70 υπέστη μια εσωτερική μετατόπιση και άρχισε να γράφει με πιο έντεχνο τρόπο, σαν να έκανε μια βουτιά μέσα του, να εμπλούτισε τις γνώσεις του, να διάβασε, να άκουσε, να μόνασε κιόλας τρόπον τινά, είχε φύγει εκείνη την περίοδο από τα νυχτερινά μαγαζιά και του βγήκε άλλος ένας πιο έντεχνος λαϊκός τρόπος».

Σε δύο τραγούδια συνεργάζεται με παλιούς της γνώριμους: «Με τον Γιώργο Ανδρέου σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα πείραμα ερμηνεύοντας το «Αν είναι η αγάπη έγκλημα» μόνο με πιάνο και φωνή. Εδώ και πολλά χρόνια τολμάμε τέτοιες κινήσεις, ξεκινώντας από τη «Μαρκίζα». Ο Νίκος Πορτοκάλογλου είναι φίλος μου από πάντα, ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα κατεβαίνοντας στην Αθήνα, ήταν και παραγωγός στο «Κορίτσι και Γυναίκα», έχουμε τραγουδήσει το «Μονάχοι στη Γη» σε εκείνον τον δίσκο, έχουμε πει μαζί και το «Να με προσέχεις». Αγαπιόμαστε μεταξύ μας, αγαπάμε τον Καλδάρα και σκέφτηκα ότι θα ήταν μια πολύ ωραία ιδέα να συμμετάσχει και αυτός στο «Αργά, είναι πια αργά»».

Τα εύσημα στη νέα γενιά τραγουδιστών

Της λέω πόσο πολύ μου αρέσει η ερμηνεία της στο «Πάλι κι απόψε σκεφτικός (Ανθρωπε)» που τελειώνει με τον στίχο «κουράγιο θέλει η ζωή, άνθρωπε, τι βγαίνει με το κλάμα». «Αυτό το τραγούδι είναι σαν να γράφτηκε σήμερα, παρόλο που πρόκειται για πολύ παλιό ρεμπέτικο. Το τραγουδούσε η Χασκίλ με άλλου είδους εισαγωγή και ενορχήστρωση. Υπάρχουν πολλά τέτοια αριστουργήματα που δεν έχουν αναδειχθεί όσο θα τους άξιζε και θα ήθελα να δώσω τα εύσημα στη νέα γενιά λαϊκών τραγουδιστών και τραγουδοποιών, που βρίσκονται εκεί μεταξύ 20 και 35, αναφέρομαι στη γενιά της κρίσης, και που έχουν ξαναπιάσει το νήμα του λαϊκού τραγουδιού με τα τσίπουρα και στα μικρά μαγαζιά, με ωραίες φωνές και πολύ ταλέντο στο παίξιμο. Αγαπάνε τόσο πολύ αυτό που κάνουν και ίσως βοηθήσουν το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι να εξελιχθεί με έναν νέο, πιο σημερινό τρόπο».

Ποια ονόματα θα ήθελε να μου αναφέρει; «Τη Σεμέλη, τη Νεφέλη Φασούλη, την Ανατολή Μαργιόλα, την Ιουλία Καραπατάκη, τον Γιάννη Διονυσίου, τον Γιάννη Παπαγεωργίου που είναι και συνεργάτης μου, τα Kadinelia, τον Βασίλη Κορακάκη, γιο του Βαγγέλη, τον Θοδωρή Μέρμηγκα, την Ασπασία Στρατηγού. Ξεχωρίζω και τη Μαρίνα Σάττι που είναι μια κατηγορία από μόνη της και μου αρέσει που ενώ έχει κάνει σπουδές στην Αμερική και είναι σε επαφή με το τώρα έχει σκύψει με τρυφερότητα και πάνω στην παράδοση».

Νοσταλγός της παράδοσης

Η ίδια ταυτίζεται με αυτό; «Κοιτάζοντας πίσω βλέπω ότι το πιο αγαπημένο μου και πιο τρυφερό μου και πιο ακριβό μου κομμάτι είναι αυτό που προέρχεται από την παράδοση. Ισως γιατί δεν έχει φθαρεί ακόμη, δεν είμαι μια τραγουδίστρια του δημοτικού τραγουδιού που ξέρει αυτό το πεδίο απ’ έξω κι ανακατωτά και θα μπορούσε να ανέβει στη σκηνή και να κάνει ένα πρόγραμμα για ώρες ή να πάει σε ένα πανηγύρι. Θα το ήθελα πάρα πολύ αλλά δεν έχω το ρεπερτόριο. Εκεί τραγουδάνε για τον χορό και όχι για να δει ο κόσμος τα ωραία τους γυρίσματα ή τις γνώσεις τους, το κάνουν για να χορέψουν οι άλλοι, δεν είναι τόσο εγωιστές όσο εμείς» λέει παιγνιωδώς. «Είναι πιο καλοί άνθρωποι» συμπληρώνει γελώντας.