Ο Γιάννης Μπέζος συνεχίζει στον δρόμο της ελληνικής κωμωδίας και επιλέγει το «Υπάρχει και φιλότιμο» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, έργο διαχρονικό με πολιτικό υπόβαθρο. Και έχει πολλά να πει.
Γιατί επιλέγετε άλλη μια ελληνική κωμωδία;
«Το «Υπάρχει και φιλότιμο», μαζί με κάποια ακόμα – «Ενας ήρωας με παντούφλες», «Δεσποινίς ετών 39», «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» –  ανήκουν στα πολύ σημαντικά του συγγραφικού διδύμου. Αυτό που βλέπουμε στην ταινία είναι η λάιτ εκδοχή, με κάποια κοψίματα λόγω λογοκρισίας της εποχής, και τη σκηνοθεσία του Σακελλάριου. Στη δική μας παράσταση δεν αφήνουμε τίποτα να περάσει επιφανειακά».
 
Εννοείτε στο πολιτικό κομμάτι;
«Πέρα από τους δύο τύπους που κάνουν όλη τη βρώμικη δουλειά, ένα φαινόμενο διαχρονικό και επίκαιρο, χαρακτηριστικό της πολιτικής, αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι ότι πρόκειται για δύο κόσμους, παράλληλους. Οι μεν, στην κοσμάρα τους, στην Κηφισιά, που δεν καταλαβαίνουν τίποτα, και οι άλλοι στην επαρχία, από κάτω. Καμία επαφή. Η πολιτική, όπως λέει και το έργο, ασκείται από τα μπαλκόνια της «Μεγάλης Βρεταννίας», τα σαλόνια, τα γραφεία και γι’ αυτό δεν έχουν ιδέα. Βέβαια εδώ παρουσιάζεται στην υπερβολή του, γιατί είναι κωμωδία».
 
Ποιος είναι αυτός ο Μαυρογιαλούρος;
«Στην αρχή είναι τελείως αλλού. Μετά του έρχονται απανωτά χτυπήματα, συνέρχεται και στο τέλος παίρνει θέση. Μα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος; Αναρωτιέμαι. Δεν θέλουμε να εμφανίζεται αρχικά σαν γελοίος και μέσα σε μια μέρα να γίνεται συνειδητοποιημένος. Διαθέτει και μολιερικές επιρροές το έργο, όχι μόνο γέλιο».
 
Ετσι είναι οι έλληνες πολιτικοί;
«Εχουν καλές προθέσεις. Δεν είναι όλοι απατεώνες. Αλλά είναι ψώνια. Και το ψώνιο που «τρώει» κιόλας δεν το συγχωρείς. Στο έργο μας δεν «τρώει» ο υπουργός, αλλά οι γύρω του. Ο Μαυρογιαλούρος τι κάνει; Ασκεί την πολιτική με επιπόλαιο τρόπο. Βέβαια είναι θετικός, γιατί στο τέλος παραιτείται. Ομολογεί ότι είναι ακατάλληλος για αυτή τη δουλειά».
 
Θεωρείτε εκτεταμένο το φαινόμενο;
«Ο,τι έρχεται στο φως είναι το ελάχιστο. Σε όλους τους τομείς του Υπουργικού Συμβουλίου συμβαίνουν αυτά, ξεκινώντας από το μεγάλο φαγοπότι στο Εθνικής Αμυνας – με το παράδειγμα του Τσοχατζόπουλου. Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που μόλις δουν χρήμα τρέχουν. Αλλά την πολιτική ευθύνη την έχει ο υπουργός και φυσικά ο Πρωθυπουργός. Αυτή είναι η κατάρα της πολιτικής, η ευθύνη».
 
Ο κόσμος είναι διχασμένος;
«Ζούμε μια περίοδο ταραγμένη, γι’ αυτό και ακίνητη, διχαστική. Συμπίπτει με τα εκατό χρόνια από τον Διχασμό. Και τώρα στην Ελλάδα ανέβηκε στην εξουσία η πλευρά, κινηματικού χαρακτήρα, που δεν είχε κυβερνήσει. Πιστεύω όμως ότι είναι καλό, αλλά εμείς δεν θα το δούμε. Θέλει χρόνο να καταλαγιάσει, να το χωνέψουμε. Θα ταλαιπωρηθούμε ακόμα λίγο, αλλά κάτι θα δώσει αυτή η κατάσταση, και με καινούργια πρόσωπα. Θα αναγκαστούν να αλλάξουν τον τρόπο που πολιτεύονται και οι ίδιοι οι πολιτικοί. Και ξεκαθαρίζω ότι δεν ανήκω στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ».
 
Σας απογοήτευσε ο Φώτης Κουβέλης;
«Πολιτικά δεν προσέβλεπα στον Φώτη ότι θα γίνει ο Μεσσίας της Ελλάδας, αλλά ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει συνθετικά τη δεδομένη στιγμή. Δεν τα κατάφερε. Εκανε ένα λάθος και του το έχω πει: δημιούργησε ελπίδες και απογοήτευσε πάρα πολύ γρήγορα. Διατηρώ επικοινωνία μαζί του».
 
Είστε και αγαπητός και απόμακρος. Δύσκολο;
«Μόνο έτσι συνδυάζεται. Δεν είμαι ο τύπος του ηθοποιού που θα βγει να μιλήσει με το κοινό, ούτε μ’ αρέσει ούτε έχω τίποτα να πω. Είμαι λαϊκός ηθοποιός και πιστεύω ότι έτσι είναι ο κανονικός λαϊκός ηθοποιός. Ο άλλος κάνει ότι είναι. Λαϊκός ήταν ο Τσάπλιν – δεν υπήρχε πιο σνομπ άνθρωπος. Ελεγε την αλήθεια του χωρίς φόβο. Δεν ξέρω αν έχω τη σνομπ πλευρά, αλλά θέλω να επιλέγω εγώ πού θα μιλήσω. Και δεν το έχω πληρώσει καθόλου».
 
Σας αρέσει να προκαλείτε;
«Επειδή καταλαβαίνω τις ερωτήσεις που γίνονται για να δοθούν συγκεκριμένες απαντήσεις, η δική μου απάντηση είναι πιο καυστική από αυτό που περιμένουν. Δεν θέλω να βγαίνει ένα πρόσωπο προς τα έξω που δεν είναι δικό μου. Στο κάτω-κάτω αυτό είμαι εγώ. Αυτό το πρόσωπο που βγάζω θέλουν ορισμένοι να το περάσουν σαν περίεργο, παράδοξο… Αν περιμένουν να πω κάτι, τότε θα το πω τρεις φορές παραπάνω. Η δική μου αντίδραση είναι πάντα συνειδητή. Και ενοχλεί αυτούς που είναι έτοιμοι να ενοχληθούν, ενοχλεί αυτούς που δεν εκτιμώ – καλλιτέχνες, δημοσιογράφους. Είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό για μένα, το πανηγυρίζω κιόλας. Δεν μ’ αρέσει να τσουβαλιάζω τους ανθρώπους. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Ισοι ναι, ίδιοι όχι».
 
Είχατε σχεδιάσει την πορεία σας;
«Βγήκα στο θέατρο πριν σαράντα χρόνια. Δεν ήξερα άνθρωπο. Μέλημά μου ήταν να βρω δουλειά. Βρήκα μέσα από τρέξιμο και ακροάσεις. Δεν έμεινα ποτέ χωρίς δουλειά, πλην επιλογής. Με ενδιέφερε να είμαι πολύ συνεπής και όσο γινόταν καλύτερος σ’ αυτό που μου έδιναν – την επίδοση την έκριναν οι άλλοι. Η συνέπεια ήταν το πρώτο. Επιμένω, κι ας μην είναι της μόδας. Το κοινό καταλαβαίνει τον ασυνεπή. Οταν απέκτησα δυνατότητα επιλογών, προσπαθούσα να επιλέγω ό,τι μου έλεγαν η αισθητική και η καρδιά μου και να μπορώ να ζω. Δεν ταλαιπωρήθηκα πάντως. Είχα μια σωστή και χωρίς ιδιαίτερα σύννεφα πορεία».
 
Πότε έγινε η πρώτη μεγάλη στροφή;
«Επαιζα με την Αλίκη στο θέατρο Κήπου, την «Εύθυμη χήρα». Την προηγουμένη σεζόν ήμουν στην «Εβίτα». Εκεί είχα μια κόντρα με την επιχείρηση, όχι με τη Βουγιουκλάκη. Η Αλίκη ήξερε πως έχω δίκιο. Το επόμενο καλοκαίρι με ξαναφώναξε, και μάλιστα έβαλε το όνομά μου ξεχωριστά. Για μένα το πρώτο πράγμα είναι ο επαγγελματισμός και το μυαλό. Να λες την αλήθεια, να έχεις θάρρος. Αρκεί να πιστεύεις σ’ αυτό που κάνεις. Οι δειλοί δεν θα προχωρήσουν. Στην τέχνη η δειλία δεν συγχωρείται.
Το πρώτο ξεπέταγμα ήταν με την Αλίκη Γεωργούλη στο Αποθήκη με τα «Σκουπίδια» του Ξανθούλη. Εμεινα δύο χρονιές. Μετά το καλοκαίρι βγήκα στην επιθεώρηση με τον Σταμάτη (σ.σ.: Φασουλή). Είχα πολλές προτάσεις. Δεν πήγα πουθενά. Είχα δώσει τον λόγο μου στη Γεωργούλη. Το είπα στον Κούρκουλο που με φώναξε για τη «Φωλιά του κούκου», να παίξω τον Ινδιάνο. Δεν πήγα. «Και πολύ καλά κάνετε. Πάντα αυτό να κάνετε». Δεν μπορούσα αλλιώς. Νομίζω ότι το καρπώθηκα».
Πώς νιώθετε σήμερα;
«Μου είπαν για την Επίδαυρο του χρόνου. Είπα όχι. Δεν με ενδιαφέρει. Σαν κάτι μέσα μου να έχει ατονήσει ή και να έχει χορτάσει. Νομίζω ότι πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας αλλού: Διάβαζα στη συνέντευξη του βέλγου σκηνοθέτη Ιβο βαν Χόβε ότι έχουμε ξεχάσει σε ποιον απευθυνόμαστε και περιχαρακωθήκαμε στον δικό μας δρόμο. Πρέπει να καταλάβουμε ότι απευθυνόμαστε στο κοινό. Και ότι χωρίς τον ηθοποιό δεν γίνεται τίποτα».
 
Φιλότιμο υπάρχει;
«Προφανώς και υπάρχει. Το κρίνει ο καθένας με τα μέτρα του».