Είναι κοινή παραδοχή πια και έχει γραφτεί πολλές φορές πως η παρακαταθήκη του Παύλου Σιδηρόπουλου είναι ότι κατάφερε να πείσει τους σκεπτικιστές πως μπορεί να λειτουργήσει η ελληνική γλώσσα στις rock φόρμες. Αυτή δεν είναι μια τεχνικής φύσεως παρατήρηση, ούτε κάποια δευτερεύουσα αρετή του Σιδηρόπουλου. Κι αυτό γιατί στην τέχνη οι διαφορετικές φόρμες γεννούν πολλές φορές και το διαφορετικό περιεχόμενο. Τον διαφορετικό τρόπο να λέγονται τα πράγματα. Ο Σιδηρόπουλος τα είπε διαφορετικά. Τόσο ο εμβληματικός του δίσκος με τους Σπυριδούλα, το «Φλου», όσο και οι πρώτοι δίσκοι του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, των Φατμέ και των Τερμιτών προστέθηκαν στα τραγούδια του Πουλικάκου και δημιούργησαν τα πρώτα ουσιαστικά λαϊκά (με την έννοια της οικειότητας και της αποδοχής) ελληνικά rock τραγούδια στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ή, για να είμαι πιο ακριβής και πιο δίκαιος με τους παλαιότερους, δημιούργησαν με ολοκληρωμένους δίσκους και όχι με σκόρπια τραγούδια τόσο το ηχητικό όσο και το θεματολογικό περίγραμμα της ελληνικής ηλεκτρικής σκηνής.
140 ανέκδοτα ποιήματα
Την ποιητική του Σιδηρόπουλου τη γνωρίζαμε έως τώρα μέσα από τα τραγούδια του. Και τώρα, 28 χρόνια μετά τον θάνατό του, έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο με περίπου 140 ανέκδοτα έως τώρα ποιήματά του και ορισμένα μικρά πεζά, το οποίο είναι πραγματικά αποκαλυπτικό.
Αποκαλυπτικό για πράγματα που μάλλον τα γνωρίζαμε αλλά σίγουρα όχι σε αυτόν τον βαθμό και αυτό το βάθος. Πως ήταν δηλαδή τόσο ρομαντικός και ανθρωπιστής, εκλιπαρούσε τόσο για την ανθρώπινη επαφή και πίστευε στο καλό, που ακυρώνει κατά κάποιον τρόπο εκείνο το στερεότυπο που έχουν φτιάξει ορισμένοι, ότι ήταν ένας οργισμένος ροκάς, ένας τύπος που τα «έχωνε». Στο βιβλίο δεν υπάρχει ο Σιδηρόπουλος του «Ποιοι είσαστε εσείς», δεν θα βρεις φτηνές καταγγελίες σε δεύτερο ενικό, ούτε συνωμοσίες σε δεύτερο και τρίτο πληθυντικό. Δεν υπάρχουν ευκολάκια παρά μόνο ένα χέρι που απλώνεται και ζητάει χέρια για να κρατηθεί.
Χωρίς ημερομηνίες
Τα γράφω όλα αυτά και ακούγονται και στα δικά μου αφτιά αρκετά ακαδημαϊκά και στεγνά γιατί το μόνο που θα ήθελα να γράψω για αυτό το βιβλίο είναι πως συγκινήθηκα. Συγκινήθηκα βαθιά διαβάζοντάς το. Αν αγαπάς λίγο τον Παύλο, εδώ θα τον λατρέψεις. Θα ήθελες να πάνε τα χρόνια πίσω και να τον πάρεις αγκαλιά. Μια αγκαλιά που του χρωστάμε όλοι όσοι αγαπήσαμε το ελληνικό τραγούδι, τις ιστορίες και τα ποιήματα. Οσοι μεγαλώσαμε σε αυτήν την πόλη, την Αθήνα, περπατήσαμε στους ίδιους δρόμους, συναντήσαμε περίπου τους ίδιους ανθρώπους, οι οποίοι πριν από τον Παύλο ήταν ατραγούδιστοι. Υπήρχαν ολοζώντανοι αλλά όχι στα τραγούδια μας.
Τραγουδήθηκαν και «αθωώθηκαν». Δεν ηρωοποιήθηκαν, αθωώθηκαν. Για την πίστη τους στον άνθρωπο, στις καλές του δυνατότητες, στο αίσθημα, για τη μετωπική με τη ματαίωση, αλλά και για την αυτοκαταστροφική δίνη που έπεσαν πολλοί, από δύναμη ή από αδυναμία – δεν ξέρω.
Η συγκέντρωση αυτού του υλικού οφείλεται στην αδελφή του, Μελίνα Σιδηροπούλου, και στην αρωγή του Ηλία Καραλιά, της Αννας Στάικου, του Δημήτρη Βέλλα και του Νίκου Παπαχριστόπουλου.
Δεν ακολουθούν κάποια χρονολογική σειρά γιατί ελάχιστα είχαν γραμμένη ημερομηνία και η μοναδική παρέμβαση που έγινε ήταν η απόδοσή τους σε μονοτονικό. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Opportuna.