Τους συναντώ στη Σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Ο Λευτέρης Γιοβανίδης συνομιλεί με την Μπέσσυ Μάλφα. Η πρόβα έχει τελειώσει. Ο ίδιος επέλεξε εφέτος να σκηνοθετήσει τον «Ελέφαντα» του Κώστα Μποσταντζόγλου, αυτή την πικρή κωμωδία ή μάλλον καλύτερα αυτό το ανελέητα σαρκαστικό δράμα που ακτινογραφεί ένα σκοτεινό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Ενα κομμάτι που νοσεί, που διακατέχεται από αντιλήψεις ρατσιστικές και προγονοπληξία, με τους ήρωες του έργου να καίνε για παράδειγμα καλύβες Ρομά.
Πρόκειται για ένα έργο τεσσάρων προσώπων. Πρώτον ο Μήτσος (τον υποδύεται ο Γιώργος Γιαννόπουλος), ένας χαρακτήρας βυθισμένος στην ημιμάθεια που νομίζει ότι τα γνωρίζει όλα. Υστερα η νεαρή Βούλα (την ενσαρκώνει η Στεφανία Ζώρα), η οποία έχει μεγαλώσει μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν έχει μάθει να έχει αξίες. Και έπειτα ο Τάσος, ο άνδρας της (τον ενσαρκώνει ο Βαγγέλης Δαούσης), ο οποίος ζει σε μία σύγχυση για τα πάντα και φυσικά η Γωγώ, «ένα πλάσμα που ξέρει τι θέλει, που προσπαθεί να πετύχει αυτό που θέλει, αλλά από παντού προδίδεται και τέλος οδηγείται σε μια απονενοημένη πράξη μέσα στην ανάγκη της να λυτρωθεί», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Λευτέρης Γιοβανίδης μιλώντας στο «Βήμα».
Η ιστορία του ελέφαντα
Και κάπου εκεί έρχεται μία ιστορία για έναν ελέφαντα της Ινδίας που δεν ξεχνά και εκδικείται για τον θάνατο του αφεντικού του, μία ιστορία που δρα ως καταλύτης για τη Γωγώ που ενσαρκώνει η Μπέσσυ Μάλφα. «Πρόκειται για μία γυναίκα χωρίς μόρφωση, απόλυτα αφοσιωμένη στον σύζυγό της, πιστή, μία απλή νοικοκυρά που ζει στην επαρχία» αναφέρει η καταξιωμένη ηθοποιός σκιαγραφώντας την. «Κόρη αριστερού με τη στάμπα της παρακατιανής και της φτωχής, ασφυκτιά εγκλωβισμένη σε μια μικρή συντηρητική κοινωνία, όπου ο άνδρας της ο Μήτσος, είναι ο αφέντης του σπιτιού. Χωρίς παιδιά, παρόλο που το μοναδικό όνειρό της ήταν να κάνει οικογένεια, είναι μία γυναίκα προδομένη από τον σύζυγό της που έχει ερωμένη».
Γιατί λοιπόν ο Λευτέρης Γιοβανίδης θέλησε να δώσει σάρκα και οστά σε αυτούς τους χαρακτήρες; «Γιατί με γοήτευσε η ιστορία της Γωγούς, που πάντα με ταπεινότητα προσπαθεί για το καλό. Αυτοί οι άνθρωποι πάντα με συγκινούν. Εχει χτυπήσει ο συγγραφέας μια φλέβα που έχει πολύ ενδιαφέρον και τα πρόσωπα που έχει χτίσει είναι μοναδικά, δίνοντας ευκαιρίες για ερμηνείες σε αυτό το έργο» αναφέρει και συμπληρώνει: «Τέλος, ως ο άνθρωπος που είχα την ευθύνη του ρεπερτορίου που παρουσιάζει το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ως πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του, θεωρώ σημαντικό να ανεβάζουμε έργα από την ελληνική δραματουργία. Και στη Σκηνή Ωμέγα έχουν παρουσιαστεί πολλά ελληνικά κείμενα τα τελευταία τρία χρόνια που λειτουργεί».
Ομιλείτε ελληνικά;
Την ίδια στιγμή η γλώσσα μοιάζει να αποτελεί κομβικό στοιχείο καθώς το τοπικό ιδίωμα στο έργο συνδυάζεται ταυτόχρονα με την κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας από τους ήρωες. «Αντιμετωπίζω θα έλεγα τη γλώσσα του έργου με σεβασμό και αγάπη, γιατί είναι ο τρόπος που μιλάνε αυτοί οι άνθρωποι» παρατηρεί η Μπέσσυ Μάλφα. «Αυτό είναι βέβαια το ένα σκέλος, γιατί το άλλο είναι το σχόλιο του συγγραφέα πάνω στην κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας» καταλήγει. «Αυτό που στιγματίζει ο Μποσταντζόγλου δεν αποτελεί μόνο ελληνικό φαινόμενο» συμπληρώνει ο Λευτέρης Γιοβανίδης. «Παγκοσμίως σε όλες τις κοινωνίες οι γλώσσες φτωχαίνουν, αλλά και κακοποιούνται. Ενας έφηβος στην Αμερική σήμερα χρησιμοποιεί τον μισό αριθμό λέξεων από αυτό που χρησιμοποιούσαν οι γονείς του. Η ανάγνωση λογοτεχνίας έχει εξαφανιστεί από τους σημερινούς εφήβους. Σε αυτό έχει συμβάλει η τεχνολογία που έχει κατακλύσει τη ζωή μας. Η χρήση των greeklish εξαφανίζουν την ελληνική γλώσσα. Χάνεται η μουσικότητά της και ο πλούτος της».
Γιατί όμως θεωρεί ότι ο Κώστας Μποσταντζόγλου χρησιμοποιεί τόσο έντονα αυτό το στοιχείο; Πρόκειται για ένα έξυπνο κλείσιμο του ματιού στον γλωσσοπλάστη Μποστ, πατέρα του; «Χωρίς αμφιβολία θα έχει επηρεαστεί από τον μεγάλο Μποστ. Πατέρας του ήταν» απαντά. «Αλλά ο Κώστας είχε ένα δικό του στυλ, μια δική του προσέγγιση. Δυστυχώς πέθανε αρκετά νέος και δεν έχουμε περισσότερα δείγματα από τη γραφή του, να δούμε πώς θα εξελισσόταν. Σίγουρα, καταλαβαίνει την ελληνική επαρχία, τη νιώθει, κι αυτό το αποδίδει μοναδικά μέσα στο κείμενό του. Η χρήση της ντοπιολαλιάς φωτίζει διαφορετικά τους ήρωες, τους κάνει πιο αναγνωρίσιμους».
Κοινωνία και συντηρητισμός
Τελικά όμως η πραγματικότητα του έργου σε ποιον βαθμό αντιπροσωπεύει τη σημερινή ελληνική κοινωνία; «Η κοινωνία μας δυστυχώς νοσεί ακόμα από ρατσισμό, ομοφοβία, κακοποίηση» αναφέρει η Μπέσσυ Μάλφα. «Χωρίς παιδεία και πολιτισμό, επικρατεί πάντα το χάος. Βολικό για κάποιους. Πιστεύω ότι οι Ελληνες γενικότερα βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο σημαντικότερο σταυροδρόμι και πρέπει να κάνουν μια επιλογή ανάμεσα σε αυτή της εξέλιξης και αυτή της οπισθοδρόμησης».
«Υπάρχει σταθερά ένα κομμάτι, μικρό μεν αλλά υπαρκτό, που μολονότι έχουν περάσει πενήντα χρόνια από την πτώση της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και έχουν αλλάξει γενιές από τότε, παραμένει κολλημένο σε ρατσιστικές και φασιστικές αντιλήψεις»
Καθώς τα χρόνια περνούν εκείνη λοιπόν έχει την αίσθηση ότι η κοινωνία μας συντηρητικοποιείται ή ανοίγεται μπροστά σε βήματα προόδου; «Ολοι βλέπουμε πως τα πάντα οδηγούν προς έναν συντηρητισμό γενικότερα» απαντά. «Λυπάμαι που λέγοντας αυτό θα απογοητεύσω κάποιους, αλλά εγώ είμαι ήδη απογοητευμένη. Ως καλλιτέχνης απεχθάνομαι τον συντηρητισμό. Για αυτό και διάλεξα να παίξω σε αυτό το έργο. Σε μερικά χρόνια θα τον απεχθάνονται βέβαια όλοι!».
Με την άποψή της συμφωνεί και ο Λευτέρης Γιοβανίδης. «Είμαστε μια συντηρητική κοινωνία» αναφέρει. «Υπάρχει σταθερά ένα κομμάτι, μικρό μεν αλλά υπαρκτό, που μολονότι έχουν περάσει πενήντα χρόνια από την πτώση της δικτατορίας του Παπαδόπουλου και έχουν αλλάξει γενιές από τότε, παραμένει κολλημένο σε ρατσιστικές και φασιστικές αντιλήψεις. Αυτό φαίνεται και στα εκλογικά αποτελέσματα, που τα τελευταία 50 χρόνια υπάρχει σταθερά ένα 5% της ελληνικής κοινωνίας που ανήκει στην άκρα Δεξιά».
Τελικά λοιπόν αυτό το έργο του Κώστα Μποσταντζόγλου είναι μία μαύρη κωμωδία ή ένα σύγχρονο δράμα; «Στη ζωή ξέρετε πολλές φορές το τραγικό από το κωμικό απέχουν ελάχιστα» απαντά ο Λευτέρης Γιοβανίδης. «Εκεί βρίσκεται και η ομορφιά της ζωής, στις ανατροπές της και στα παιχνίδια που μας κάνει. Και εκεί οφείλουμε εμείς να είμαστε ανοιχτοί στην όποια πρόκληση, να τη βιώσουμε, να την αντιμετωπίσουμε, να την ξεπεράσουμε και να πάμε στην επόμενη. Δεν βοηθάει σε τίποτα να βάζουμε ταμπέλες στη ζωή μας και να είμαστε μοιρολάτρες. Εξάλλου η ζωή μας είναι μια μαύρη κωμωδία με πολύ δράμα».
Στο ίδιο μήκος κύματος απαντά και η Μπέσσυ Μάλφα. «Δεν ξεχωρίζω τα έργα σε δράματα ή κωμωδίες, γιατί η ζωή η ίδια είναι και τα δύο. Και ο «Eλέφας» του Μποσταντζόγλου είναι ένα πολύ καλό έργο γιατί μοιάζει με τη ζωή».