«Το χιούμορ είναι η τρυφερότητα του φόβου, η οποία σε έναν ευτυχισμένο κόσμο δεν θα ήταν απαραίτητη». Με αυτόν τον τρόπο έδινε τον ορισμό του χιούμορ ένας από τους διασημότερους εκπροσώπους του, ο αργεντινός κομίστας Γκιγέρμο Μορντίγιο, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 87 ετών την περασμένη Κυριακή, στο σπίτι του στο νησί της Μαγιόρκας.
Ο Μορντίγιο – ή Μορντίλο όπως συνηθίζεται να τον αποκαλούν στην Ελλάδα, δεδομένου ότι έφθασε σε εμάς μέσω της Γαλλίας και των γαλλικών εντύπων – δημιούργησε έναν δικό του πολύχρωμο κόσμο από ζώα, στον οποίο σχεδόν πάντα είχαν θέση οι καμηλοπαρδάλεις, ζώα τα οποία ο ίδιος θεωρούσε κομψά και σιωπηλά. Εναν κόσμο ο οποίος περιελάμβανε επίσης στρογγυλά ανθρωπάκια με μεγάλες μύτες – εμπνευσμένα από τους επτά νάνους της Χιονάτης -, που έπαιζαν ποδόσφαιρο και γκολφ. Το σήμα κατατεθέν του Μορντίγιο είναι ότι τα σκίτσα του αυτά δεν είχαν ποτέ λεζάντες, ήταν «βωβά»: η ισπανική εφημερίδα ABC αποχαιρέτησε τον Μορντίγιο, χαρακτηρίζοντάς τον «δάσκαλο του βωβού σκίτσου». Αυτή όμως η σιωπή προέκυψε από ανάγκη, επειδή όταν ο Μορντίγιο εγκαταστάθηκε και άρχισε να εργάζεται στη Γαλλία στα μέσα της δεκαετίας του 1960, δεν γνώριζε καθόλου γαλλικά. Η «σιωπή» ήταν που κατέστησε οικουμενικό τον αργεντινό κομίστα. Οπως εξηγεί ο Ανδρέας Πετρουλάκης, ο γνωστός σκιτσογράφος της εφημερίδας «Καθημερινή»: «Ο Μορντίγιο ήταν ένας παγκόσμιος κομίστας, με μοναδική γραφή, η οποία επηρέασε πάρα πολλούς γελοιογράφους στον πλανήτη. Ηταν ο πρώτος που εισήγαγε τα ζώα ως ανθρώπινες προσωπικότητες σε ευρεία κλίμακα και τους έδωσε ανθρώπινα χαρακτηριστικά – ο Αρκάς έχει νομίζω επηρεαστεί καταλυτικά από τον Μορντίγιο. Θα έλεγα ότι ο Μορντίγιο είχε μια επιθετική αθωότητα: ενώ ακροβατούσε με το αφελές, το σκίτσο του ουδέποτε έπεσε στο αφελές. Είναι κορυφαίος στο είδος του ως «βωβός» κομίστας. Το γεγονός ότι δεν ήξερε γαλλικά ευλόγησε τη μοίρα του στο επάγγελμα. Ισως αν ήξερε γαλλικά να μην είχε γίνει παγκόσμιος. Τα σκίτσα του, θυμίζω, ήταν αφίσες σε εφηβικά δωμάτια σε όλον τον κόσμο, ο Μορντίγιο ήταν ένας Τσε Γκεβάρα του κόμικς. Νομίζω ότι είναι ο μόνος που συναγωνίζεται τον Γκεβάρα σε νεανικές αφίσες. Τα σκίτσα του άλλωστε ήταν αφισωτά: είχε ρίξει το βάρος του σε σκίτσα σε μεγαλύτερους καμβάδες όπως οι αφίσες, γιατί ακριβώς αυτό το είδος των σκίτσων «ανέπνεε» καλύτερα σε αυτό το μέγεθος. Η σχεδιαστική του γραμμή ήταν αξιοζήλευτη, ήταν από τους καλύτερους στον κόσμο. Είχε τη δυνατότητα με πολύ καθαρές γραμμές να δίνει απίθανες λεπτομέρειες σε περιορισμένο καμβά. Μόνο με τις σχεδιαστικές του επινοήσεις έφτιαχνε μια ιστορία, και κατόρθωνε να εισαγάγει τον αναγνώστη στην ιστορία».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.