Ο Νίκος Καρδώνης έχει έναν «διαβολικό» σκηνικό τρόπο να ερμηνεύει τους ρόλους του, συνδυάζοντας μυαλό και φαντασία, ακρίβεια και ελευθερία, ως μονάδα και ομάδα. Αποτελεί έναν απ’ τους βασικούς και σταθερούς ηθοποιούς της πάλαι ποτέ Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού που έστησε προ 25ετίας ο Στάθης Λιβαθινός (επί διεύθυνσης Νίκου Κούρκουλου) και συνεχίζουν. Μαζί με τους φίλους του πλέον Βασίλη Ανδρέου, Αρη Τρουπάκη και Μαρία Σαββίδου συναντιούνται και πάλι επί σκηνής: Αυτή τη φορά για το έργο του Κάρλο Γκότσι «Τουραντό, η γυναίκα που μισούσε τους άντρες» στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, σε απόδοση-διασκευή Στρατή Πασχάλη.
Μια ιστορία για μια χειραφετημένη γυναίκα του 1700. Ο Καρδώνης είναι ο κινέζος αυτοκράτορας και πατέρας της, σε μια παράσταση που ενώνει την παλιά φουρνιά με νέα παιδιά (Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, Βασίλης Ζαφειρόπουλος, Ειρήνη Λαφαζάνη, Βαλέρια Δημητριάδου, Φοίβος Μαρκιανός) και κυλάει όπως τα παραμύθια.
Πώς ξεκίνησε η συνεργασία σας με τον Στάθη Λιβαθινό;
«Η ιστορία ξεκινάει όταν η Ταμίλα Κουλίεβα, δασκάλα μου στη δραματική, με συστήνει, ως αγαπημένο της μαθητή, στον Στάθη Λιβαθινό. Νεοφερμένη απ’ τη Μόσχα, καταπληκτική, με νέες μεθόδους, του λέει «αυτό το παιδί να το προσέξεις, θα μας απασχολήσει στο μέλλον». Φαίνεται ότι αυτό άφησε κάποιον σπόρο. Την επόμενη χρονιά ήμουν στο Από Μηχανής Θέατρο με τον Χρήστο Βαλαβανίδη και την Ασπασία Κράλη, όπου, στον κάτω χώρο, θα παιζόταν «Το κτήνος στο φεγγάρι» σε σκηνοθεσία Λιβαθινού και μετά «Η Φρεναπάτη» του Κούσνερ. Στη «Φρεναπάτη» υπήρχε ένας ρόλος για έναν βουβό μπάτλερ και ο Στάθης, που με είχε δει στην παράσταση με τον Βαλαβανίδη, μου πρότεινε τον ρόλο».
Τι σας οδήγησε στο θέατρο;
«Στο Γυμνάσιο κάναμε μια παράσταση για την Εθνική Παλιγγενεσία – έπαιξα έναν παπά, τύπου Παλαιών Πατρών Γερμανού – και μου άρεσε πολύ επάνω στη σκηνή. Ηταν σαν να είμαι στον φυσικό μου χώρο. Οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο. Ο μπαμπάς καπετάνιος, η μαμά οικιακά. Ταξιδεύαμε πολύ. Εχω φοβερές αναμνήσεις. Η πρώτη παράσταση που είδα ήταν στα Κίροφ με τον Μπαρίσνικοφ. Το θυμάμαι ακόμα. Ημουν εκστασιασμένος. Σαν να ήμουν πάνω σ’ ένα μαγικό χαλί. Εγώ από μικρός είχα μια έφεση στο σχέδιο, ζωγράφιζα, είχα μια αισθητική αντίληψη. Προετοιμαζόμουν για την Καλών Τεχνών. Δεν πέρασα για ένα μόριο. Πήγα στη σχολή Βολουδάκη, σχέδιο μόδας-ενδυματολογία, κάτι που μου άρεσε επίσης πολύ. Ενιωθα όμως ότι έλειπε κάποιο κομμάτι από το παζλ και αποφάσισα να πάω στο θέατρο. Δεν το ανακοίνωσα σε κανέναν. Εδωσα εξετάσεις, πέρασα, ευτυχώς, με την πρώτη και τότε τους το είπα. Μετά κύλησαν όλα σαν ρυάκι, δεν δυσκολεύτηκα».
Εχετε, νομίζω, μεγάλη φαντασία;
«Ναι. Στο θέατρο είναι το άλφα και το ωμέγα αλλά στη ζωή δεν ξέρω αν πρέπει να έχεις τόση φαντασία».
Πώς φτιάχτηκε η Ομάδα του Λιβαθινού;
«Οταν τελείωνε η «Φρεναπάτη», είχα κι εγώ όπως όλοι μας ανασφάλεια για το τι έπεται. Και θυμάμαι, σαν να ήταν χθες, μεγάλη Παρασκευή του 2000, που χτυπάει το τηλέφωνο. «Θα ‘θελες να είσαι μέρος μιας ομάδας που θα κάνω μαζί με άλλους;», μου είπε ο Λιβαθινός, κι έμεινα με το τηλέφωνο στο χέρι. Αυτό είναι το πραγματικό μου σχολείο, τα επτά χρόνια στην Πειραματική με πολύ σημαντικούς ανθρώπους. Κι αυτό είναι το ταλέντο του Στάθη Λιβαθινού – συλλέκτης προσωπικοτήτων».
Τι κρατάτε;
«Οταν πρωτοκάναμε την ομάδα, για να αρχίσει το «Αγάπης αγώνας άγονος» χρειάστηκαν 5-6 μήνες για να δέσουμε και να αποκτήσουμε κοινά χνότα. Βέβαια όλο αυτό ήταν κάτω απ’ την αγκαλιά του Νίκου Κούρκουλου. Ημασταν παραπάνω από ευλογημένοι που είχαμε αυτόν τον άνθρωπο διευθυντή. Ερχόταν και μας ακουμπούσε φιλικά στην πλάτη και μας έλεγε «πάμε παιδιά, μη φοβάστε τίποτα». Στην ομάδα, πρώτα προσπαθήσαμε να βρούμε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας και μετά, σιγά-σιγά αρχίσαμε να ψελλίζουμε τον λόγο του Σαίξπηρ.
Δεν έχω ακόμα καταλάβει πότε πέρασαν 25 χρόνια, πότε έφτασα τα 51. Εχω να θυμάμαι τόσο ωραία πράγματα. Είναι η προίκα μου – δεν το αλλάζω με τίποτα. Ο πήχης είναι ανεβασμένος. Εχω κι εγώ απαιτήσεις πια – πρώτα απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό. Υπάρχει μια μέθοδος στη φαρέτρα μου, κάπως παγιωμένη μέσα μου κι όπου και να πάω, με όποιον σκηνοθέτη, μπορώ να επιβιώσω. Στην ομάδα έχουμε τη λογική του ανσάμπλ – τη μια χρονιά είσαι πρωταγωνιστής, την άλλη έχεις μικρό ρόλο. Δεν έχουμε τέτοια άγχη. Ποτέ δεν με ενδιέφεραν οι ρόλοι αλλά οι καλές συνεργασίες».
Οταν βρεθήκατε εκτός Εθνικού, φοβηθήκατε;
«Οχι. Μετά τον «Ηλίθιο» μας κάλεσε η Αννα Βαγενά να συνεχίσουμε στο θέατρό της. Και ο Λιβαθινός πάντα μας έδειχνε τη μεγάλη του αγκαλιά, πάντα σκεφτόταν αυτή την Ομάδα. Και δεν μας έχει διαψεύσει. Και κάθε φορά είναι κάτι διαφορετικό. Συνταγή δεν υπάρχει».
Πάμε τώρα στην «Τουραντό». Πώς δουλέψατε τον ρόλο σας;
«Στην «Τουραντό» με βοήθησε πολύ η όπερα του Πουτσίνι. Αντιμετώπισα δηλαδή τον ρόλο και τους μονολόγους σαν μια άρια – που ξεκινάει από μια εισαγωγή, ένα diminuendo, κορυφώνει κάπου και καταλήγει σε ένα κρεσέντο. Ενστικτωδώς πήγα προς τα εκεί. Βοήθησε και ο καταπληκτικός έμμετρος λόγος του Στρατή Πασχάλη. Το αρχικό κείμενο είναι πεζό και με την προτροπή του Στάθη έγινε έμμετρο. Κάθε στίχος ήταν κι ένα σκαλί για να πας παρακάτω. Σε άλλους ρόλους μπορεί να ξεκινήσω τελείως εξωτερικά. Η δουλειά μας είναι «ξετσίπωτη». Δεν έχουμε τσίπα, κλέβουμε από παντού, αντλούμε από παντού. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα προκειμένου να φτιάξεις το προφίλ ενός χαρακτήρα. Οι γνώσεις μου στην ζωγραφική με έχουν βοηθήσει. Μια εικόνα μπορεί να μου ξεκλειδώσει ένα ολόκληρο σύμπαν».
Φτιάχνετε και κούκλες με κοστούμια εποχής…
«Παλιά, όταν ήμουν παιδάκι και πήγαινα με τη μαμά μου σε διάφορα σπίτια, ήμουν για τα κορίτσια ο φόβος και ο τρόμος. Ελεγαν «έρχεται ο Νίκος, μαζέψτε τις κούκλες». Τις κούρευα, τους άλλαζα ρούχα, αλλιώς τις έβρισκα βαρετές. Σιγά-σιγά αυτό έγινε χόμπι. Είχα δει στην Αγία Πετρούπολη μια επετειακή έκθεση ενός ρώσου σχεδιαστή μόδας και κάτι μου ενεργοποίησε. Ετσι ξεκίνησα με τις κούκλες. Αντλώ θέματα απ’ το θέατρο – τραγικές ηρωίδες, Αννα Καρένινα, Μαντάμ Μποβαρί… Εχω κάνει δύο εκθέσεις και έχω πουλήσει όλες τις κούκλες. Η Μαρία Σαββίδου μου έβαλε την ιδέα – ήταν η πρώτη που μου ζήτησε κούκλα αλλά ήθελε να την πληρώσει. Για την ώρα έχω σταματήσει, αλλά στο σπίτι παραμένουν χιλιάδες υφάσματα».
Ποια είναι η «Τουραντό»;
«Πιστεύω ότι το έργο είναι ένας ύμνος στη γυναίκα. Πέρα από ένα παραμύθι με χρυσόσκονη, εξυμνεί τη γυναίκα. Αν υπολογίσεις κιόλας ότι γράφτηκε το 1700 κι όλα αυτά λέγονται από στόμα-γραφή άνδρα, καταλαβαίνεις. Ο Γκότσι ήταν λάτρης του γυναικείου φύλου – είχε ταλαιπωρηθεί από μια γυναίκα που δεν ήθελε να τον παντρευτεί. Στο έργο η Τουραντό, μέχρι να γνωρίσει τον Καλάφ, είχε ως ανδρικό πρότυπο τον πατέρα της και κάτι γέρους υπουργούς. Σιγά-σιγά όμως αφυπνίζεται από αυτόν τον άνδρα, απ’ το μυαλό, τη σκέψη, το ταλέντο του. Οι δυο τους είναι σαν φωτιά και πάγος αλλά η μοίρα δεν μπορεί παρά να τους ενώσει. Παντρεύονται και ουσιαστικά από εκεί αρχίζει η ιστορία».