«Φαύστα», ένα από τα πιο διάσημα έργα του Μποστ, του κατά κόσμον Μέντη Μποσταντζόγλου. Αυτού του πολυπρισματικού δημιουργού, του ευθυμογράφου, του γελοιογράφου, του ζωγράφου, του θεατρικού συγγραφέα, του στιχουργού, του γλωσσοπλάστη, του πάντα εσκεμμένα «αγράμματου» και «ανορθόγραφου», του μοναδικού έντεχνου και συνάμα λαϊκού καλλιτέχνη, του ιδανικού προβοκάτορα του εφησυχασμένου μικροαστισμού μας. Η «Φαύστα» του λοιπόν, γραμμένη το 1962, που έμελλε όμως να γνωρίσει επιτυχία το 1987 στο θέατρο Στοά του Θανάση Παπαγεωργίου, αφηγούμενη πάντα στον ρυθμό του δεκαπεντασύλλαβου, μέσα από τη γοητεία ενός «πανηγυριώτικου» γλωσσικού αχταρμά, την ιστορία της χαμένης κόρης.

Το Ριτσάκι λοιπόν «που ήτο εν τετραετής κι ωραίον κοριτσάκι», μοναχοπαίδι της Φαύστας και του Γιάννη, χάθηκε στη θάλασσα όταν το κατάπιε ένα θαλάσσιο τέρας. Και τα χρόνια πέρασαν και ο μπαμπάς της Γιάννης ψάρεψε ένα τεράστιο ψάρι που στην κοιλιά του βρέθηκε το Ριτσάκι. Φευ! Δεν πρόλαβαν οι άτυχοι γονείς να το χαρούν γιατί το κορίτσι μύριζε ψαρίλα και το κατασπάραξαν οι γάτες. Τι και εάν αργότερα ήρθε και ένα προξενιό μιας άλλης οικογένειας της οποίας ο γιος είχε επίσης χαθεί στη θάλασσα και βρέθηκε στο στομάχι ενός ψαριού; Μία ιστορία λοιπόν κρεσέντο σουρεαλισμού διά χειρός Μποστ, σε μία υποδόρια κριτική στον έλληνα μικροαστό.

Η ανατρεπτική λοιπόν «Φαύστα» έρχεται για οκτώ παραστάσεις στο Υποσκήνιο Β΄ της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών σε σκηνοθεσία Τάσου Πυργιέρη.

«Ο Μποστ είναι ίσως ο αγαπημένος μου συγγραφέας» αναφέρει. «Νομίζω ότι «γνωριζόμαστε» καλά. Θέλω να πιστεύω ότι εάν ζούσε σήμερα θα ήμασταν φίλοι. Πέρα από όλα θαυμάζω την υψηλή του αισθητική. Ηταν σκιτσογράφος, ζωγράφος, στιχουργός, θεατρικός συγγραφέας, έφτιαχνε κοστούμια. Ενας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης. Μέσα από τα ζωγραφικά του κάδρα απέδιδε τη συνολική αισθητική όσων ήθελε να πει».

Η γλώσσα

Την ίδια στιγμή, όπως τονίζει ο Τάσος Πυργιέρης, τον ελκύει η γλώσσα του Μποστ. «Αυτός ο παράλογος λόγος με τα πολλά επίπεδα. Στη «Φαύστα» μέσα από τον δεκαπεντασύλλαβο «τσαλαβουτά» στη δημοτική ειρωνευόμενος τον καθωσπρεπισμό της καθαρεύουσας. Δημιουργεί μία γλώσσα που «τσακίζει» όχι μόνο κόκαλα, αλλά και τις οικογενειακές μας συμβάσεις, τις κυρίαρχες αντιλήψεις, τα ζωτικά μας ψεύδη».

«Η “Φαύστα” είναι ένας καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας» λέει ο σκηνοθέτης Τάσος Πυργιέρης. @ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΕΠΟΥΛΗΣ

Τι είναι λοιπόν η «Φαύστα»; «Ενας καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας» απαντά. «Αποτυπώνει ακριβώς τον μικροαστισμό, τα κόμπλεξ, τον επαρχιωτισμό μας, την πατριδοκαπηλία, την ξενομανία, τη κομπορρημοσύνη μας. Είναι ένα κείμενο γραμμένο το 1962 και όμως αποδεικνύεται τόσο προφητικό, λες και ο Μποστ μπήκε σε μία μηχανή του χρόνου, είδε το ζοφερό παρόν μας και το «τύλιξε» με λέξεις. Ενα κείμενο που το μικρό Ριτσάκι μπορεί να μιλάει το 1962 για τους εμπρησμούς στα δάση μέχρι τη γιγάντωση της οικονομίας της Κίνας. Ο,τι συμβαίνει δηλαδή σήμερα».

Οπως υπογραμμίζει, το κείμενο του Μποστ έχει κρατηθεί αυτούσιο στην παράσταση. «Δεν έχουμε κάνει καμία περικοπή και μάλιστα προσθέσαμε και αρκετά κομμάτια από τον πρόλογο του Μποστ, τα οποία ακούγονται με τη φωνή του Θάνου Λέκκα».

Η μουσική της παράστασης

Στα μεγαλύτερα συν της παράστασης αναμένεται να είναι και οι πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις του Θέμη Καραμουρατίδη. «Ο Θέμης συνέθεσε μία μουσική που διατρέχει διαφορετικά στυλ. Θα ακούσεις ρεμπέτικο, θα ακούσεις οπερέτα, θα μεταφερθείς μέχρι την Ιταλία για μία ταραντέλα, από κάπου μπορεί να «προβάλει» και μία Εντίθ Πιάφ. Διαφορετικά ειδή μουσικής παντρεύονται σε ένα έργο από μόνο του τόσο λογικά παράλογο. Οπως λέω και στους ηθοποιούς μου, «μπορούμε να οργιάσουμε σε αυτό το οργανωμένο χάος που έστησε ο Μποστ»».

Επί σκηνής θα δούμε λοιπόν στον ρόλο της Φαύστας την Τζίνη Παπαδοπούλου, ως Μαριάνθη τη Βασιλική Δέλιου, ως Γιάννη τον Πέτρο Σκαρμέα, ως Ελένη και κυρία Ιατρού τον Χρήστο Σταθούση, ως κύριο Ιατρού τον Βασίλη Αθανασόπουλο και ως υιό Ιατρού τον Γιάννη Σιάμπαλια. Τέλος, το Ριτσάκι ερμηνεύει η Θαλασσινή Βοσταντζόγλου, εγγονή του θρυλικού Μποστ, η οποία δεν πρόλαβε δυστυχώς να γνωρίσει τον παππού της. Την ίδια στιγμή ο Τάσος Πυργιέρης σκηνοθετεί την παράσταση με μία «σκιτσογραφική αισθητική» κινούμενος στην παλέτα του ασπρόμαυρου, λες και ηθοποιοί του έχουν ξεπηδήσει από σχέδια με κάρβουνο του Μποστ.

O Tάσος Πυργιέρης έγινε γνωστός αρχικά ως ηθοποιός μετρώντας συνεργασίες με σκηνοθέτες όπως ο Νίκος Διαμαντής, ο Νίκος Μαστοράκης, η Νικαίτη Κοντούρη, ο Σίμος Κακάλας, ο Ακύλλας Καραζήσης και πολλοί άλλοι ακόμη.

Το 2015 όμως πήρε μία απόφαση, να εγκαταλείψει τη σκηνή και να καθίσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη. «Δεν το κρύβω, με είχε κουράσει πολύ το επάγγελμα του ηθοποιού, μολονότι ανήκω σε μια γενιά που είχε περισσότερες ευκαιρίες σε σχέση με τις σημερινές. Πριν περίπου 10 χρόνια αποφάσισα ότι ήρθε η στιγμή να καταπιάνομαι πλέον μόνο με όσα με ενδιαφέρουν και αυτό μπορούσε να έρθει μέσω της σκηνοθεσίας. Τότε ήταν και που ορκίστηκα να μην ξαναπαίξω γιατί πιστεύω ότι εάν θέλεις να σε πάρουν σοβαρά ως σκηνοθέτη πρέπει να επικεντρωθείς μόνο σε αυτό.

Τουλάχιστον εγώ δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους ταυτόχρονα. Θέλω να συγκεντρώνομαι σε ένα project ψυχή τε και σώματι και να αναλαμβάνω εξ ολοκλήρου την ευθύνη. Και νομίζω ότι στο βάθος αυτών των 10 ετών αυτό το γεγονός μου έχει αναγνωριστεί». Οπως εξηγεί, δεν ήταν εύκολη η πορεία του στον χώρο της σκηνοθεσίας. «Κακά τα ψέματα, εγώ ξεκίνησα στα 35 μου ενώ αντίστοιχα οι συνομήλικοί μου στα 25 τους, είχαν δηλαδή μια πορεία 10 ετών πίσω τους. Είμαι όμως άνθρωπος επίμονος. Εξελίχθηκα και αυτό θέλω, να εξελίσσομαι συνεχώς».

Ο ίδιος δεν ακολουθεί την πεπατημένη, κινείται μάλλον ριψοκίνδυνα, επιλέγοντας συνήθως έργα που είτε είναι εντελώς άγνωστα ή έχουν παρουσιαστεί ελάχιστα στο ελληνικό θέατρο, όπως για παράδειγμα το «Blink» του Φιλ Πόρτερ που παρουσίασε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου το 2022. «Για να είμαι ειλικρινής «βαριέμαι» να κάνω έναν ακόμη Τσέχοφ, να παρουσιάσω τις «Tρεις αδελφές» ή τον «Γλάρο». Δεν είναι ότι δεν μπορώ, αλλά γιατί να σκηνοθετήσω κάτι που έχει παρουσιάσει κάποιος άλλος λίγο διάστημα πριν από μένα;».

Αλήθεια, ο ίδιος πώς είναι ως σκηνοθέτης; «Αυτό θα το κρίνουν οι ηθοποιοί με τους οποίους συνεργάζομαι» απαντά γελώντας. «Νομίζω πάντως ότι είμαι πάντα ευγενής και διαλλακτικός, την ίδια στιγμή που είμαι αρκετά δύσκολος και απαιτητικός, χωρίς όμως να γίνομαι παράλογος. Ξέρετε τι δεν καταλαβαίνει ο ηθοποιός, που δεν το καταλάβαινα και εγώ όταν έπαιζα; Οτι ο ίδιος έχει μόνο την εικόνα του εαυτού του και όχι του όλου, όπως την έχει ο σκηνοθέτης».

INFO «Φαύστα». Από τις 21 έως τις 24 Νοεμβρίου και από τις 27 έως τις 30 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

*Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr.