Τους χωρίζει σχεδόν μισός αιώνας, αλλά μοιάζουν συνομήλικοι. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου και ο Αποστόλης Τότσικας πρωτοσυναντήθηκαν με αφορμή την παράσταση. Σύντομα η σχέση τους ξεπέρασε τα επαγγελματικά όρια. Αλλωστε και στο «Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκριν» του Τζεφ Μπάρον οι δύο ήρωες διαγράφουν τη δική τους πορεία και συνδέονται βαθιά.

Σχέσεις, οικογένεια, διαφορετικότητα, θρησκεία, αναζήτηση ταυτότητας και αποδοχής είναι μερικά από τα θέματα που διαχειρίζονται ο ηλικιωμένος κύριος Γκριν και ο νεαρός Ρος. Στη σκηνή του θεάτρου Αργώ, σε σκηνοθεσία του Κώστα Γάκη, οι δύο ηθοποιοί μοιράζονται ένα παιχνίδι σκληρό, τρυφερό, αληθινό.

Πώς έγινε το «πάντρεμα» μεταξύ σας;

Γιώργος Κωνσταντίνου: «Εμένα με «πάντρεψε» ο Κώστας Γάκης. Είχαν ήδη συνεννοηθεί οι δυο τους με τον Αποστόλη. Μετά μου το είπαν».

Αποστόλης Τότσικας: «Εμένα όταν μου το είπε για πρώτη φορά ο Γάκης μου έπεσε το τηλέφωνο από το χέρι. Το πίστεψα μόνο όταν είδα μπροστά μου, στην πρώτη συνάντηση, τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Τον λάτρευα πάντα, με αυτή την αίσθηση ρεαλισμού που έβγαζε σε ό,τι έκανε. Και εγώ αυτό προσπαθώ, αυτό ψάχνω».

Γ. Κ.: «Εγώ τον Αποστόλη δεν τον ήξερα, δεν τον είχα δει ποτέ. Σημασία όμως έχει ότι από την αρχή, στις πρόβες, είδα έναν άνθρωπο που έπαιζε τόσο σύγχρονα, τόσο αληθινά, και δεν είναι εύκολο αυτό. ΄Η που θα είσαι μισοατάλαντος ή που θα έχεις το ελάττωμα της μανιέρας, της μονοτονίας. Και βρήκα έναν άνθρωπο που μιλάει όπως κι εγώ. Αυτό που λέμε χημεία έπαιξε σημαντικό ρόλο. Μιλάμε σαν να είμαστε στην πραγματικότητα, όχι σε παράσταση. Οταν ξεκινάμε να παίξουμε, μπαίνουμε σ’ ένα κλίμα και ξαφνικά αλλάζει όλη μας η ζωή. Μέσα στο θέατρο ζωντανεύει ένας άλλος κόσμος, μια άλλη στιγμή. Το χαιρόμαστε πολύ».

Δεν σας ένοιαξε που δεν ξέρατε καθόλου τον Τότσικα;

Γ. Κ.: «Οχι. Ηθελα τόσο πολύ να παίξω με έναν νέο. Αυτή είναι η χαρά μου. Γιατί και ο σκηνοθέτης είναι ένας νέος άνθρωπος και ξαφνικά βρέθηκα σε αυτόν τον κόσμο των νέων – ήταν μια ένεση για εμένα».

Η σκέψη ότι θα παίξετε με τον Κωνσταντίνου σας άγχωσε;

Α. Τ.: «Κατ’ αρχάς αυτή την ένεση της νιότης την είχε ήδη, δεν μας χρειαζόταν. Στην πρώτη συνάντηση κοιταχτήκαμε στα μάτια. Αυτό ήταν. Τον θαύμαζα, αλλά η έγνοια μου ήταν να μην είναι κανένας περίεργος, κανένας τρελός. Τελικά ήταν το ίδιο τρελός με εμένα. Εγώ ποντάρω πάντα στις συνεργασίες, έτσι κάνω τις δουλειές μου. Τώρα είναι σαν να ήρθε ένα καινούργιο όπλο στο οπλοστάσιό μου και παίζεις με το όπλο, βρίσκεις τις δυνατότητές του και κάθε μέρα πετυχαίνεις τους «στόχους» σου. Σκέφτομαι συχνά αυτό το «βαριέμαι» που λέμε όταν παίζουμε για εκατοστή φορά το ίδιο έργο. Αλλά τώρα με τον Γιώργο ξεχνιόμαστε. Υπάρχει μεταξύ μας αυτή η έγνοια. Συνδεόμαστε, κάτι σπάνιο».

Γ. Κ.: «Εγώ σε όλες τις παραστάσεις, συνήθως, γελάω εκ των προτέρων, γιατί ξέρω ότι οι συνάδελφοι που δεν με γνωρίζουν θα λένε τι είναι τώρα αυτός, παράξενος, θα έχει καβαλήσει κανένα καλάμι, θα μας κοιτάει περίεργα. Αλλά εγώ είμαι σαν κι αυτούς, έτσι ήμουν όλη μου τη ζωή, 64 χρόνια στη δουλειά. Ακόμα όταν μου λένε «συγχαρητήρια» νιώθω άσχημα».

Υπάρχει καχυποψία ανάμεσα στις γενιές;

Γ. Κ.: «Με τον Αποστόλη, καθόλου. Αλλά έχω γνωρίσει νέους που δυστυχώς δεν είναι έτσι. Εχουν κάνει λίγη τηλεόραση και νομίζουν ότι έχουν γίνει κάποιοι, οπότε είναι λίγο συγκρατημένοι απέναντί σου. Εδώ μπήκα και βρήκα μια χύμα κατάσταση, με δύο νέα παιδιά να ρίχνουν καλάθια στα σκουπίδια και αγαλλίασε η ψυχή μου. Είπα «εδώ είμαστε». Σύμπτωση, βρε Απόστολε, που βρεθήκαμε έτσι… Ειδικά η δική μου η γενιά ήταν λίγο διστακτική απέναντι στους νέους. Εγώ τους αγαπούσα πάντα και όταν είχα τη δυνατότητα τους βοηθούσα. Εχουν βγει από εμένα άνθρωποι. Δεν έβαλα ποτέ τρικλοποδιά».

Α. Τ.: «Εγώ την έχω νιώσει την αμφισβήτηση, όχι μόνο από τις παλαιότερες γενιές. Αλλά μου αρέσει πάντα να διαψεύδω, διά της σιωπής, διά της απόδειξης και του αποτελέσματος. Γιατί έχω μάθει ότι όποιος λέει πολλά ξέρει λίγα και όποιος λέει λίγα ξέρει πολλά. Ημουν πάντα ένα σφουγγάρι. Καθόμουν σε μια γωνιά και ρουφούσα από όλες τις συνεργασίες, καλές και κακές. Γιατί σου δημιουργούν μια πανοπλία για το πώς μπορείς να αντεπεξέλθεις στα πράγματα. Είχα μάθει από τον πατέρα μου το χιούμορ, το μεγαλύτερο όπλο που μπορεί να έχεις στη ζωή σου. Εμαθα να μπορώ να είμαι ο εαυτός μου. Γιατί τι νόημα έχει να δείχνω έναν ψεύτικο άνθρωπο. Θέλω να είμαστε αληθινοί, να μπαίνουμε στο ζουμί, χωρίς αναλύσεις και δηθενιές».

Γ. Κ.: «Εχω συνεργαστεί με ηθοποιούς που δεν φαντάζεστε τον βεντετισμό και τον τρόπο που σου φέρονται. Είναι θέμα χαρακτήρα. Στην επιτυχία θα ήταν αλλιώς, αλλά εγώ που τους είδα σε αποτυχία, βγήκαν οι χαρακτήρες τους. Τους έφταιγαν όλοι, πλην του εαυτού τους. Τώρα θα μου πείτε γιατί έπαιζα μαζί τους. Δεν τους ήξερα – επιπλέον δεν μπορείς να λες συνέχεια «όχι». Η δουλειά μας είναι και επιβίωση».

Α. Τ.: «Ούτε μπορείς να ακούς τι λέει το σινάφι. Εγώ συνεργάστηκα με ανθρώπους που μου τους έλεγαν περίεργους και ήταν μια χαρά. Είναι και θέμα στιγμής».

Γ. Κ.: «Για τον Αποστόλη δεν είχα ακούσει τίποτα, αλλά δεν πήγε το μυαλό μου στο κακό. Ηταν τόσος ο ενθουσιασμός μου που θα συνεργαστώ με έναν νέο άνθρωπο».

Α. Τ.: «Αναρωτιόμασταν με τον Κώστα τι τύπος είναι ο Κωνσταντίνου. Δεν είχαμε ακούσει κάτι. Οπότε είπαμε πάμε να παίξουμε μπάλα και όπως πάει. Είμαι όμως θετικός απέναντι στα πράγματα. Συχνά το θέατρο έχει ένα σκοτάδι, και χωρίς λόγο. Και ο Γιώργος που έχει τόσα χρόνια στο θέατρο έχει μόνο φως, και αυτό λέει πολλά για την ποιότητα και τη σταθερότητα σε έναν χώρο που μπορεί να σε φθείρει. Θυμάμαι στη σχολή, όταν γίνονταν οντισιόν, οι άλλοι δεν τις ανέφεραν μήπως πάμε και εμείς. Στην αρχή νευρίαζα. Μετά ένιωθα κατανόηση απέναντί τους – έβλεπα ότι φοβόντουσαν».

Γ. Κ.: «Εγώ όταν ξεκίνησα είχα μια διαίσθηση που έβλεπα ότι δεν έβγαινε σε καλό. Γιατί είχα το μεγάλο ελάττωμα να έχω ταλέντο και αυτό δεν άρεσε. Εζησα ακραίες αντιδράσεις, κι ας ήμουν νεότατος».

Α. Τ.: «Για εμένα το σημαντικό είναι να δίνεις το 100% σου. Γιατί όλα είναι όπως τα αντιμετωπίζουμε – αν τα αντιμετωπίσουμε σαν σκουπίδι, έτσι θα βγει. Αν έχεις θράσος και λες ποιος είναι ο άλλος, έχεις τελειώσει».

Γ. Κ.: «Εγώ έχω παίξει με τη γενιά του και ομολογώ ότι έχω εισπράξει σεβασμό. Ανάμεσά τους υπάρχουν και εκείνοι που δεν είναι ζεστοί απέναντί σου, που παριστάνουν κάτι, λόγω μιας τηλεοπτικής επιτυχίας. Το θέατρο όμως είναι οι ρίζες. Και αυτό το βλέπεις με ηθοποιούς που ενώ έχει επιτυχία το σίριαλ που παίζουν, θεατρικά είναι ανεπαρκείς. Αλλά δεν το έχουν καταλάβει».

Α. Τ.: «Θέατρο, σινεμά, τηλεόραση, αυτά είναι τα μέσα μας. Και το θέατρο είναι η βάση, τα θεμέλια, δεν μπορείς να κοροϊδέψεις».

Πάμε στο έργο, τώρα…

Α. Τ.: «Εγώ δεν το ήξερα, μόνο ακουστά. Είχαμε την τύχη να διαβάσουμε το ακριβές κείμενο γιατί ο Γάκης συνεργάστηκε με τον Μπάρον στη μετάφραση. Οσο καλύτερη είναι η μετάφραση τόσο καλύτερα μπορούμε να παίξουμε. Και αυτή εδώ είναι συμπαγής, κάτι που το κάνει δυσκολότερο. Αλλά μας βάζει να γίνουμε πιο ευέλικτοι σαν ηθοποιοί. Γνωρίζοντάς το έργο, το τοποθέτησα κατευθείαν στα κλασικά. Μιλάει για όλα, για τη διαφορετικότητα, τη μοναξιά».

Γ. Κ.: «Ωραία η μετάφραση, εκπληκτικό το έργο, αλλά πάνω απ’ όλα είναι ένα δοκίμιο για τους ηθοποιούς. Εάν δεν είσαι ευαίσθητος, δεν ξέρω πώς μπορείς να το παίξεις. Γιατί ξεκινάει με τόσο διαφορετικές ψυχολογίες, που ανεβοκατεβαίνουν και αλλάζουν, μπορεί και δέκα φορές μέσα στο δίωρο. Είναι έργο μεγάλης ευαισθησίας – το ίδιο απαιτεί από εμάς. Το θέμα είναι πώς θα το υπηρετήσεις, πώς θα κάνεις τις μεταλλάξεις. Τα καταφέρνουμε, φαίνεται από το κοινό. Και ο Αποστόλης είναι καραευαίσθητος. Προχθές δάκρυσε, εγώ έκλαψα».

Α. Τ.: «Και η δομή του είναι φοβερή. Τη μια πάει την σχέση πέντε βήματα μπρος, μετά δύο πίσω και ύστερα πάλι μπρος. Μέχρι να έρθει η ισορροπία, να πέσουν κάποιοι τοίχοι, κάποια οχυρά – τα λάθος οχυρά».

Γ. Κ.: «Το θέμα του είναι τόσο παλιό, τόσο γνωστό. Κι όμως οδηγεί σε μια έκρηξη».

Α. Τ.: «Αν ο καθένας άφηνε τον άλλον να ζει όπως θέλει, εντός νόμου, θα ήταν αλλιώς η ζωή μας».

Αναφέρεστε στην ομοφυλοφιλία…

Γ. Κ.: «Ναι, και αντιμετωπίζεται με μια ακραία άρνηση στο έργο, κάτι που σήμερα δεν αντιμετωπίζεται εξίσου ακραία. Ακραίοι όμως πάντα θα υπάρχουν».

Α. Τ.: «Και κατά εποχές οι ακραίοι γίνονται ακόμα πιο ακραίοι. Δεν νομίζω ότι έχει ξεπεραστεί».

Γ. Κ.: «Εγώ πιστεύω ότι έχει γίνει πρόοδος. Τώρα έχει φύγει από την κακία και έχει περάσει στην ειρωνεία, σε μια σάτιρα κακής ποιότητας».

Α. Τ.: «Η ειρωνεία είναι κρυφή κακία».

Γ. Κ.: «Εχω ζήσει στη χώρα αυτή, παλιότερα, τον διωγμό».

Α. Τ.: «Και τώρα υπάρχει μια ένταση που υποβόσκει, μια ένταση κόντρα στο διαφορετικό».

Τι έμαθε ο ένας από τον άλλον;

Γ. Κ.: «Αλλοτε κοίταζα από τα παρασκήνια να δω πώς παίζει κάποιος, τώρα το ζω πάνω στη σκηνή με τον Αποστόλη. Και του το έχω πει».

Α. Τ.: «Εγώ έμαθα να ακούω πραγματικά. Κάθομαι και ακούω τον Γώργο. Παλιότερα άκουγα περισσότερο τον εαυτό μου, πώς θα πω την ατάκα μου. Τώρα υπάρχει μόνο αυτή η αλήθεια».

Δυσκολίες;

Γ. Κ. & Α. Τ.: «Καμία».

Γ. Κ.: «Είμαστε ομάδα οι τρεις μας, με τον σκηνοθέτη, τον Κώστα Γάκη. Ηταν παράδεισος για εμένα».

Α. Τ.: «Υπάρχει, πράγματι, ένα δυνατό τρίγωνο».

Γ .Κ.: «Είμαι 89 χρόνων. Φτάνεις σε αυτή την ηλικία και σου συμβαίνει κάτι καινούργιο – απίστευτο. Γι’ αυτό λέω ότι δεν πρέπει να απελπίζεται κανένας. Και στα ενενήντα σου μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα όνειρο. Και για εμένα αυτό είναι όνειρο».

Α. Τ.: «Βλέπεις πόσο κουβαλάει το παιδί μέσα του, τη φρεσκάδα – σπάνιο. Είναι συγκλονιστικό αυτό που είπε. Ποτέ μη χάνεις την ελπίδα σου, όλα μπορούν να γίνουν».

Γ. Κ.: «Και εγώ τα δικά του μυαλά έχω».

Τζεφ Μπάρον, ο συγγραφέας

Ο Τζεφ Μπάρον δεν παρακολουθεί όλα τα ανεβάσματα του έργου του – ούτε θα μπορούσε. Το «Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκριν» παίζεται συστηματικά εδώ και 25 χρόνια ανά τον κόσμο. Στην Αθήνα όμως ήθελε να ξανάρθει – το είχε παρακολουθήσει όταν πρωτοπαίχτηκε με τους Γιώργο Μιχαλακόπουλο – Γεράσιμο Σκιαδαρέση.

Ενθουσιασμένος με την παράσταση στο θέατρο Αργώ, ο αμερικανός συγγραφέας μιλάει για το πώς γεννήθηκε το έργο, πόσο αγάπησε αυτή την παράσταση και τους ανθρώπους της.

«Πριν από το «Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκριν» ήμουν  σεναριογράφος. Δεν σπούδασα θέατρο, δεν δούλευα στο θέατρο, αλλά πήγαινα συχνά, το αγαπούσα. Είχα ήδη γράψει σενάρια για ταινίες, αλλά σε κανένα απ’ αυτά δεν ήμουν εγώ. Ετοιμαζόμουν για το επόμενο, χωρίς να πιστεύω πια στους παραγωγούς. Το Χόλιγουντ πάντα αγοράζει παραπάνω απ’ ό,τι χρειάζεται.

Αποφάσισα να γράψω ένα θεατρικό. Δεν ήξερα. Το έγραψα όπως το σκέφτηκα. Είναι πολύ προσωπικό. Υπό μία έννοια είμαι ο νεαρός του έργου, που ήρθε σε αντιπαράθεση με την οικογένεια και τον εαυτό του. Ο κύριος Γκριν, οι συνήθειές του, πολλά απ’ αυτά που σκέφτεται και κάνει είναι εμπνευσμένα από τη γιαγιά μου – με αγαπούσε πολύ. Βέβαια ο κύριος Γκριν γίνεται συχνά αντιπαθής.

Η πορεία του έργου ξεκίνησε από την ανάγνωση με τον Ελάι Γουάλας, ο οποίος όμως δεν θα το ερμήνευε σκηνικά. Σε αυτή την ανάγνωση κλήθηκαν παραγωγοί και πριν καν ολοκληρωθεί τέσσερις εξ αυτών είπαν ότι το θέλουν. Δεν το περίμενα. Ηταν κι ένας γερμανός ατζέντης – το πήρε και το ανέβασε στο Ααχεν το 1997. Είχε ήδη παιχθεί στις ΗΠΑ, μετά στη Νέα Υόρκη. Μετά, η μία παραγωγή οδηγούσε στην επόμενη – από τη Χιλή και την Αργεντινή ως το Τόκιο. Στην Αμερική έχει ανέβει σε 48 Πολιτείες. Είμαι πολύ περήφανος.

Τώρα, στην παράσταση με έχει εντυπωσιάσει ο Κωνσταντίνου, δεν τον ήξερα. Τώρα που τον γνώρισα και τον αγάπησα, θέλω να δω τις ταινίες του. Οπως αγάπησα και τον Τότσικα. Εμπιστεύτηκα τον σκηνοθέτη, συνεργαστήκαμε εξαιρετικά στη μετάφραση. Δεν είχαμε λάθος στιγμές μεταξύ μας».