Η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ξεκίνησε τη νέα περίοδο λειτουργίας της με μια τολμηρή σύγχρονη όπερα δωματίου. Η «Κασσάνδρα» του αργεντινού συνθέτη Πάβλο Ορτίς, σε κείμενο του ουρουγουανού δραματουργού Σέρχιο Μπλάνκο (μια διεθνής συμπαραγωγή με το Κέντρο Πειραματισμού του Teatro Colon του Μπουένος Αϊρες), σε μουσική διεύθυνση Νίκου Βασιλείου και σκηνοθεσία Ντιάνας Θεοχαρίδη και Αλέξανδρου Ευκλείδη (συμμετέχουν μουσικοί του Ergon ensemble), «ενώνει μέσω της μουσικής το τρομερό με το υπέρτατο, το βλάσφημο με το ιερό, το σύγχρονο με το αρχαίο, τον μύθο με το παρόν».

Και φέρνει στην Ελλάδα μια ασυνήθιστη περίπτωση λυρικής τραγουδίστριας για τον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο, τη διεμφυλική βραζιλιάνα σοπράνο Μαρία Καστίγιο ντε Λίμα. Πρόκειται για την πρώτη τρανς που εμφανίστηκε ως σοπράνο στη σκηνή του ιστορικού Teatro Colon. Και που, έχοντας μεταπηδήσει από το ρεπερτόριο του τενόρου στο ρεπερτόριο της υψιφώνου, ερμηνεύει τώρα απαιτητικούς δραματικούς γυναικείους ρόλους όπως την «Τουραντότ».

Αντί όμως να ανατρέχουμε στο βιογραφικό της, ας αφήσουμε την ίδια να μας ταξιδέψει στη ζωή της. Εχει πολλά να μας πει, πράγματα που θα μας παραξενέψουν, που θα μας εκπλήξουν, που πιθανώς θα μας συγκινήσουν, που σίγουρα θα μας δώσουν τροφή για σκέψη.

Για να ξεκινήσουμε από το έργο που σας έφερε στην Ελλάδα, ποια είναι, τι είναι για εσάς η «Κασσάνδρα»;

«Μια μεγάλη και πολύπλοκη πρόκληση. Το έργο απαιτεί πολλά: Πρέπει να τραγουδάω σε μεγάλη φωνητική έκταση, αλλά και να απαγγέλλω, να ερμηνεύω το κείμενο ως ηθοποιός και να το κάνω όσο γίνεται πιο κατανοητό για το κοινό. Η μουσική απαιτεί επιπλέον τις αλλαγές διάφορων στυλ, ακόμα και να «ραπάρω» μου ζητάει σε ένα σημείο όπου η Κασσάνδρα αναφέρεται στα τρομερά γεγονότα της ζωής της. Την περίοδο που το μελετούσα, η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να απομνημονεύσω όλο αυτό το κείμενο με τα ατελή αγγλικά μου. Είναι πολλές, πάρα πολλές οι πληροφορίες που περιέχει αυτό το κείμενο και είναι καθήκον μου να τις μεταφέρω στους θεατές με τον πιο καθαρό τρόπο. Πάντως για εμένα το πιο γοητευτικό στοιχείο του έργου είναι το μήνυμα για την αποδοχή και την αποκατάσταση των τρανς ατόμων. Η Κασσάνδρα έρχεται να πει την αλήθεια της, να γίνει σύμβολο δικαιοσύνης, θάρρους, αγώνα, ανθεκτικότητας. Αυτό το μήνυμα, ένα μήνυμα ελπίδας, με συνδέει με τον ρόλο».

Για να φτάσετε εδώ διανύσατε, από όσο γνωρίζω, μακρύ και δύσκολο δρόμο. Πώς ξεκινήσατε; Πώς ανακαλύψατε το πάθος σας για το λυρικό τραγούδι;

«Στα 13 μου χρόνια ξεκίνησα μόνη, ουσιαστικά αυτοδίδακτη, με τα βιβλία μιας δημόσιας βιβλιοθήκης και με ένα μικρό πιάνο – παιχνίδι που ανήκε στην αδελφή μου. Είχα όμως τη βεβαιότητα ότι μάθαινα ξανά κάτι που ήδη ήξερα! Και αφιερώθηκα πλήρως στην αναζήτηση περισσότερων πληροφοριών για τη μουσική και για την ιστορία της. Στο σχολείο μου υπήρχε ένα παλιό ξεκούρδιστο πιάνο και όταν μπορούσα, όταν βρισκόμουν μόνη σε εκείνη την αίθουσα, προσπαθούσα να παίξω, δημιουργώντας σιγά-σιγά τα πρώτα μου έργα. Μεγαλώνοντας μπήκα στο ωδείο και σπούδασα πιάνο (διαδικασία που κράτησε πολλά χρόνια), ενώ παράλληλα άρχισα να συνθέτω τραγούδια και μια όπερα που την ολοκλήρωσα στα 16 μου χρόνια. Στα 21 μου τραγουδούσα στη Χορωδία της Οπερας του Teatro Argentino de La Plata και στα 24 μου χρόνια στη χορωδία του περίφημου Teatro Colon στο Μπουένος Αϊρες».

«Με πολλή μελέτη και δουλειά πέρασα από το ρεπερτόριο του τενόρου στο ρεπερτόριο της σοπράνο. Αντλώντας σε αυτή τη δύσκολη διαδικασία έμπνευση από τα δύο μεγαλύτερα είδωλά μου, τη Μαρία Κάλλας και την Γκένα Ντιμιτρόβα»δψ

Η οικογένειά σας πώς αντιμετώπισε την ενασχόλησή σας με την τέχνη αλλά και την πορεία που πήρατε στη ζωή σας;

«Στην οικογένειά μου με υποστήριζαν πάντα, οι γονείς μου εξάλλου αγαπούν τη μουσική. Αλλά τότε ήμουν ένας νεαρός τενόρος! Αρχισα τη μετάβαση φύλου το 2010. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε το 2014, οπότε απέκτησα και τα νέα επίσημα έγγραφα όπου αναφερόμουν με το γυναικείο φύλο μου. Οπως όλα άλλαζαν, σχεδόν με τρόπο μαγικό άρχισε να αλλάζει και η φωνή μου. Με πολλή μελέτη και δουλειά πάνω στην τεχνική πέρασα από το ρεπερτόριο του τενόρου στο ρεπερτόριο της σοπράνο. Αντλώντας, σε αυτή τη δύσκολη διαδικασία, έμπνευση από τα δύο μεγαλύτερα είδωλά μου, την Ελληνίδα Μαρία Κάλλας και τη Βουλγάρα Γκένα Ντιμιτρόβα. Ετσι δημιούργησα έναν χαρακτήρα σοπράνο που τον ονόμασα Vkallasova, για να συνηθίσω στη νέα μου ζωή ως γυναίκα τραγουδίστρια. Με τα χρόνια η Vkallasova εξαφανίστηκε και άφησε πίσω της αυτή τη γυναίκα, τη σοπράνο Μαρία Καστίγιο ντε Λίμα, σολίστ πλέον του Teatro Colon, νικήτρια διεθνών διαγωνισμών, τιμημένη από διάφορους οργανισμούς, καθώς και από την κυβέρνηση της Αργεντινής».

Θα θέλατε να αναφερθείτε πιο διεξοδικά στις προκλήσεις και στις δυσκολίες που αντιμετωπίσατε στην καριέρα σας λόγω και της φυλομετάβασης; Πώς γίνεται δεκτή μία τρανς τραγουδίστρια σε έναν χώρο αρκετά (μέχρι πρότινος τουλάχιστον) συντηρητικό όπως εκείνος της όπερας;

«Υπήρξαν πολλές προκλήσεις, όπως υπήρξε από μεριάς μου και πολλή πάλη! Αγωνίστηκα κυρίως για να μπορέσει ένας παραδοσιακός θεσμός όπως το Teatro Colon (και όλες οι σκηνές όπερας, σε όλον τον κόσμο) να κατανοήσει την περίπτωσή μου. Από το 2014 έως το 2019 έζησα πέντε χρόνια συνεχούς αναμονής. Μερικές φορές ήταν απογοητευτικό, καθώς στη χορωδία συνέχιζα να τραγουδώ ως τενόρος, αν και σε παραγωγές εκτός θεάτρου τραγουδούσα ως σοπράνο. Αυτή η αντιφατική κατάσταση με στενοχωρούσε. Αλλά το 2019 κέρδισα έναν σημαντικό διαγωνισμό τραγουδιού, το Concurso Internacional de Canto Opera Mendoza. Εκείνο το βραβείο ήταν το έναυσμα για να μου δοθεί στη χορωδία του Teatro Colon η θέση που έπρεπε ήδη να έχω. Δημιουργήθηκαν μάλιστα και νέοι κανονισμοί για τους χορωδούς που θέλουν να αλλάξουν ρεπερτόριο, με απόφαση της τότε διευθύντριας του θεάτρου».

Οι συνάδελφοί σας πώς σας αντιμετώπισαν τότε;

«Η ανδρική χορωδία με αντιμετώπιζε πάντα με πολλή αγάπη και σεβασμό. Στη γυναικεία χορωδία υπήρχε πάντα δυσαρέσκεια και ενόχληση μπροστά στο αίτημά μου να τραγουδώ ως σοπράνο, αλλά με τον καιρό όλα ηρέμησαν. Εννοείται πως δεν σταμάτησα ποτέ να μελετώ και να προσπαθώ να κάνω τη φωνή μου όλο και καλύτερη ώστε να ακούγεται πραγματικά σαν τη φωνή μιας δραματικής σοπράνο ικανής να τραγουδήσει την «Τουραντότ» και την «Ηλέκτρα». Και έτσι σήμερα φτάνω και στην «Κασσάνδρα», όπου μπορώ να δείξω όλη τη φωνητική μου δύναμη».

Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες μουσικές επιρροές σας; Ποιοι καλλιτέχνες σάς ενέπνευσαν;

«Η Μαρία Κάλλας για τη δραματική της δύναμη, η Γκένα Ντιμιτρόβα για τη δύναμη της φωνής της και την ποιότητα των ερμηνειών της, η Ρενάτα Σκότο, για το ένστικτό της και την ευαισθησία με την οποία αποδίδει κάθε φράση. Από τις σύγχρονες, η Μαρία Γκουλέγκινα, με την οποία είχα την ευχαρίστηση να μοιραστώ τον ρόλο της «Τουραντότ» το 2019, στο Teatro Colon, και η Αντζελα Γκεόργκιου για τη γραμμή του τραγουδιού της αλλά και για τον ντιβισμό της, τα έντονα ξεσπάσματά της, που με συναρπάζουν γιατί είναι και αυτά μέρος του οπερατικού σόου. Δεν μπορώ να μην αναφέρω και τις Τζέσι Νόρμαν, Λεοντίν Πράις, Γκρέις Μπάμπρι, Σίρλεϊ Βέρετ και Μαρτίνα Αρόγιο».

Τι μουσική ακούτε; Μόνο όπερα;

«Οχι βέβαια, εκτός από όπερα ακούω κάθε είδους μουσική και δεν σταματώ να ερωτεύομαι δημοφιλείς καλλιτέχνες από την Αργεντινή και το εξωτερικό όπως η Ginamaria Hidalgo, η Mercedes Sosa, ο Horacio Guarany, o Fito Paez, η Madonna και τόσοι άλλοι!».

Πώς αντιλαμβάνεστε την παρουσία των τρανς ατόμων στον σύγχρονο κόσμο της τέχνης;

«Ως τρανς καλλιτέχνιδα γνωρίζω πολύ καλά τη σημασία της ύπαρξής μου στις σκηνές του κόσμου: Είναι μια κραυγή για να σπάσουν οι αλυσίδες, ένα τραγούδι για την προσωπική και συλλογική ολοκλήρωση. Εχω συνείδηση ότι με κάθε βήμα που κάνω αφήνω τα ίχνη μου για το μέλλον».

Και πώς βλέπετε το μέλλον των τρανς καλλιτεχνών στην όπερα;

«Ευτυχώς στη χώρα μου υπάρχουν αρκετά τρανς άτομα στον κόσμο του θεάματος. Οχι όμως και στην όπερα, όπου είναι πολύ λίγα. Στην όπερα πρέπει να είσαι άριστος για να διακριθείς, πέρα από κάθε συνθήκη φύλου, επομένως για να υπάρχει τρανς εκπροσώπηση και στο λυρικό τραγούδι πρέπει να υπάρχει πολύ φυσικό ταλέντο και διάθεση για σκληρή μελέτη πάνω στην τεχνική».

Ποια ήταν η πιο κομβική στιγμή της καριέρας σας μέχρι τώρα;

«Υπήρξαν πολλές, αλλά ξεχωρίζω τρεις: Οταν κέρδισα το Concurso Internacional de Canto Opera Mendoza, τον Απρίλιο του 2019, γεγονός που καθόρισε το μέλλον μου με την αλλαγή φωνητικής κατηγορίας στη χορωδία και μου έδωσε μεγάλη δημοσιότητα στα μέσα ενημέρωσης. Το ρεσιτάλ μου για τη διαφορετικότητα στο Teatro Real της Κόρδοβα, σε μια αίθουσα γεμάτη τρανς άτομα που για πρώτη φορά στη ζωή τους πήγαιναν στην όπερα για να ακούσουν μια σοπράνο, η οποία όμως ήταν μία από εκείνους. Η συγκίνηση ήταν τεράστια, ποτέ στη ζωή μου δεν με είχαν χειροκροτήσει τόσο πολύ. Τέλος, μου έχει μείνει αξέχαστο το ντεμπούτο μου τον Δεκέμβριο του 2019 στο Teatro Colon ως Lucia Joyce, έναν εμβληματικό χαρακτήραστην αργεντίνικη όπερα «La Ciudad Ausente». Εδώ μπόρεσα να δείξω τις φωνητικές και ερμηνευτικές μου δυνατότητες μπροστά σε όλους».

Τι συμβουλή θα δίνατε στους νέους τρανς καλλιτέχνες που αρχίζουν να εξερευνούν την ταυτότητα και τη δημιουργικότητά τους;

«Θα τους έλεγα να ακολουθούν πάντα την εσωτερική φωνή τους, αυτή τη φωνή που τους καθοδηγεί, που τους σπρώχνει να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους. Να μη φοβούνται να παλέψουν και να καταστρώσουν στρατηγικές για να πετύχουν τους προσωπικούς τους στόχους. Να μελετούν πολύ, γιατί η μελέτη και η συνεχής έρευνα είναι οι μόνοι δρόμοι προς την αριστεία και την τελειότητα. Να είναι παθιασμένοι και αποφασιστικοί, να μη διστάζουν, να είναι τολμηροί και έξυπνοι. Να σκέφτονται πρώτα και μετά να δρουν, αλλά και να δρουν πάντα ακολουθώντας αυτό που επιθυμεί η ψυχή τους».

Ποιους ρόλους αγαπάτε ιδιαίτερα; Ποιους θα θέλατε να ερμηνεύσετε στο μέλλον;

«Ονειρεύομαι να είμαι ξανά και η «Τουραντότ» σε όλον τον κόσμο, νιώθω πολύ ικανή σε αυτόν τον ρόλο. Οπως αγαπώ την «Τόσκα» και τη Μανταλένα από τον «Αντρέα Σενιέ». Και την Αμπιγκαΐλε από τον «Ναμπούκο» και τη Λαίδη Μάκβεθ από τον «Μάκβεθ». Εχω τραγουδήσει με μεγάλη επιτυχία την Ατσουτσένα από τον «Τροβατόρε». Αγαπώ τους μπελκάντο ρόλους της «Αννα Μπολένα» και της «Νόρμα». Και ελπίζω μια μέρα να ερμηνεύσω την «Ηλέκτρα», την Μπρουνχίλντε από το «Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ», την Ορτρουντ από τον «Λόενγκριν»».

Τελικά ποιος είναι ο στόχος; Τι είναι αυτό που θέλετε να πείτε, που ελπίζετε να μεταδώσετε μέσω της τέχνης σας στο κοινό που έρχεται στις παραστάσεις σας;

«Πρώτα απ’ όλα θέλω να τους ταξιδέψω σε διάφορα συναισθήματα, από τον πόνο και το κλάμα ως το γέλιο. Επίσης, μου αρέσει να τους κάνω να σκέφτονται. Να υπάρχει κάτι που πιθανώς με την πρώτη ματιά να μην μπορούν να το κατανοήσουν, αλλά στο τέλος να μη φεύγουν από το θέατρο μόνο με μία απορία, αλλά και με ένα ελπιδοφόρο μήνυμα. Η «Κασσάνδρα» μού δίνει τη δυνατότητα να τα επιχειρήσω όλα αυτά, να έχω μπροστά μου ένα κοινό έκπληκτο, αλλά ταυτόχρονα σκεπτόμενο και συγκινημένο. Πολλές φορές παρατηρώ ότι οι θεατές που δεν με γνωρίζουν μένουν αρχικά έκπληκτοι. Δεν μπορούν να πιστέψουν πώς μια φωνή και μια καλλιτεχνική προσωπικότητα σαν τη δική μου κρύβονται μέσα στο σώμα και στη ζωή μιας τρανς. Ερχονται στιγμές που το μυαλό τους φτάνει σε αδιέξοδο, μου αρέσει να το παρατηρώ αυτό, αλλά συνήθως στο τέλος έρχεται και η αποδοχή. Μαζί της και ηευγνωμοσύνη για την αποκάλυψη μπροστά στα μάτια τους και άλλων τρόπων για να αντιληφθούν τον κόσμο. Για εκείνους είμαι ένα παράθυρο προς μια άλλη πραγματικότητα. Τότε ακούγονται τα χειροκροτήματα».

INFO «Κασσάνδρα»: Εναλλακτική Σκηνή ΕΛΣ (ΚΠΙΣΝ), Κυριακή, 29 Σεπτεμβρίου. Θεσσαλονίκη, ΚΘΒΕ – Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στις 5 Οκτωβρίου, στο πλαίσιο του 59ου Φεστιβάλ Δημητρίων.