Είναι η τέταρτη φορά που κατεβαίνει στην Επίδαυρο, αλλά η πρώτη με έναν τόσο μεγάλο ρόλο. Για τον Βασίλη Μπισμπίκη ο Κρέων στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή που σκηνοθετεί ο Τσέζαρις Γκραουζίνις είναι ένα σύμβολο. Ο ίδιος πιστεύει ότι διαθέτει τον «εξοπλισμό» για να τον αντιμετωπίσει. Οπως διαθέτει και τις άμυνες για όλη αυτή τη συζήτηση περί «τηλεοπτικών» θιάσων.
Πώς αντιμετωπίζετε τον ρόλο του Κρέοντος;
«Είχα έναν φόβο για το πώς θα έρθω αντιμέτωπος με έναν τόσο μεγάλο χαρακτήρα, σύμβολο σχεδόν. Αλλά με τις πρόβες, άρχισα να νιώθω χαρά που είμαι μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Δεν μ’ έπιασε άγχος. Τέτοιοι ρόλοι όμως απαιτούν άλλη προετοιμασία, άλλη εκπαίδευση, άλλη παιδεία. Κι εγώ ευτυχώς την έχω, έχω κλασική παιδεία. Πέρα από τους δασκάλους που είχα στη σχολή που ήταν και εκείνοι κλασικής παιδείας, παλιάς κοπής, ήμουν και τέσσερα χρόνια με την Αννα Συνοδινού, οπότε έχω και το τεχνικό κομμάτι και το θεωρητικό.
Είναι δύσκολος χώρος το αρχαίο δράμα, απαιτεί άλλα μεγέθη, δεν είναι ρεαλιστικό θέατρο, είναι κάτι άλλο. Για να περάσει στον θεατή θέλει ένα όργανο πολύ δουλεμένο, φωνή, σώμα, σκέψη. Θεωρώ ότι έχω μια καλή εκπαίδευση πάνω σε αυτό».
Μιλήσατε για το σύμβολο που είναι ο Κρέων…
«Ναι, σύμβολο όπως και η Αντιγόνη. Δύο σύμβολα που έχουν και οι δύο δίκιο και όπως λέει ο Αισχύλος, το δίκιο μεταβαίνει, γιατί αν δεν υπάρχει δίκιο δεν υπάρχει τραγωδία.
Για μένα υπάρχουν πολλές ρωγμές στον Κρέοντα – και πρέπει να τον δικαιολογήσω. Δεν θεωρώ ότι από την αρχή μπαίνει στην σκηνή ένας τύραννος. Οχι. Μπαίνει ένας άνθρωπος που έχει αναλάβει την εξουσία μια μέρα πριν, μετά τον θάνατο του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, που αλληλοεξοντώθηκαν. Οπότε είναι ο μόνος στον οποίο πηγαίνει η εξουσία κατευθείαν πάνω του. Θεωρώ ότι είναι λίγος για αυτόν τον ρόλο που του φορέθηκε και για αυτόν τον λόγο το χάνει και γίνεται τύραννος, αυταρχικός. Είναι ένας άνθρωπος που δεν το πάει ως το τέλος – όταν έρχεται ο γιος του και του λέει ότι «θα πεθάνω κι εγώ», ή ο Τειρεσίας, τον βλέπουμε να έχει μια μεταστροφή και να τρέχει να πάει να τους βρει να τους βγάλει έξω».
Είναι το τραγικό πρόσωπο του έργου;
«Ναι, θεωρώ πιο τραγικό πρόσωπο τον Κρέοντα. Βλέπουμε έναν άνθρωπο που παλεύει για κάτι. Αν τον δούμε σε θεωρητικό επίπεδο, βλέπουμε έναν άνθρωπο που προσπαθεί να φέρει μια νέα τάξη πραγμάτων, κάτι καινούργιο, που πετάει τους θεούς απ’ έξω. Σε θεωρητικό επίπεδο φαίνεται ότι μπορεί να είναι και πιο δημοκρατικός από την Αντιγόνη. Το ότι δεν είναι σε θέση ο λαός να αντέξει όλες αυτές τις μεγάλες αλλαγές, το βλέπουμε να συμβαίνει. Δεν είναι εκείνος που πατάει πάνω στο να μαζέψει ψήφους – θα μπορούσε κάλλιστα να τον θάψει και να είναι όλα μια χαρά. Προσπαθεί όμως να φέρει μια αλλαγή – εμείς μετά τη χαρακτηρίζουμε τυραννία αλλά εγώ δεν πιστεύω ότι είναι προς αυτή την κατεύθυνση.
Είναι όμως τελικά πιο μικρός, λίγος, και δεν μπορεί να διαχειριστεί τα πράγματα. Κι αυτό είναι κάτι που φαίνεται και σε άλλα κομμάτια του έργου, πώς αντιμετωπίζει τον γιο του, πώς αντιμετωπίζει την Αντιγόνη, χάνει… Δεν είναι έτοιμος».
Η εφετινή χρονιά άνοιξε τη συζήτηση για «τηλεοπτικούς» θιάσους…
«Φωτογραφίζοντας κυρίως τη δική μας παράσταση… Λοιπόν, το θέατρο πήγε στην τηλεόραση και όχι η τηλεόραση στο θέατρο. Ο Γάλλος, ο Λούλης, εγώ, δεν παίζαμε πριν; Επειδή κάναμε τηλεόραση να πάψουμε να κάνουμε θέατρο; Η Κίτσου δεν έχει παίξει θέατρο, Επίδαυρο; Είναι σαν να έρθεις τώρα και να πεις για τη Μαρία Πρωτόπαππα – παίζει μαζί με τον Τάσο Νούσια και τον Γιώργο Αμούτζα, κι οι τρεις του «Σασμού» – να μην παίξει, να μην παίξουν… Αλήθεια, τι προτείνουν; Αλλά δεν είναι θέμα του κόσμου, του κοινού, κι αυτό φαίνεται από τα εισιτήρια. Το θέμα είναι των δημοσιογράφων και των κριτικών. Αλλωστε κι αν κάποιος έρθει να δει τραγωδία εξαιτίας ενός ηθοποιού που είδε στην τηλεόραση, πάλι κέρδος υπάρχει».
Πόσο σας απασχολεί το θέμα;
«Εγώ τα έχω σπάσει όλα αυτά, όλες τις ταμπέλες εδώ και πάρα πολλά χρόνια, έχω κάνει τρία-τέσσερα καθημερινά. Οταν βγήκα στην τηλεόραση και έκανα καθημερινό, τα «Μυστικά της Εδέμ», όλοι αυτοί που παίζουν τώρα στην τηλεόραση έλεγαν για μένα «αυτός που κάνει καθημερινό». Οπότε και δεν σε έπαιρναν στο θέατρο. Και τώρα κάνουν όλοι τηλεόραση. Τα έχω ζήσει εγώ αυτά. Δεν με ενδιέφερε ποτέ γιατί τελικά και η πορεία μου έδειξε ότι όλο αυτό καλό μου έκανε. Και λεφτά μάζεψα και το θέατρο έφτιαξα και γνωστός έγινα…
Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη δύναμη της τηλεόρασης; Μόνο στην Ελλάδα γίνεται αυτό -άλλη μια παγκόσμια πατέντα. Στο εξωτερικό βλέπεις σπουδαίους ηθοποιούς να παίζουν σε πάρα πολύ εμπορικά πράγματα και σε πάρα πολύ ποιοτικά. Εγώ πιστεύω στο αποτέλεσμα.
Αλλά πάνω απ’ όλα είναι η παράσταση, ας κρίνουν αφού τη δουν. Πόσο εύκολα κρίνουν πια και πόσο εύκολα μιλάνε για το ταλέντο, τη μόρφωση, την παιδεία, την καλλιέργεια του καθενός και πώς την αποδομείς, επειδή μπορεί να διαφωνείς, ας πούμε, με τη «Μήδεια» του Μποστ στην Επίδαυρο ή να θεωρείς ότι πρέπει να πηγαίνουν μόνο με τη χλαμύδα;».
Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτή η αντιμετώπιση;
«Είμαστε βλάχοι, χωριάτες. Ο,τι έρχεται απ’ έξω είναι σούπερ-ντούπερ. Ισως έχει λίγο μετακινηθεί αυτό επειδή έρχονται όλο και περισσότερες παραστάσεις από το εξωτερικό και έτσι αρχίσαμε να εκτιμάμε και τα δικά μας. Παλαιότερα ό,τι ερχόταν από το εξωτερικό έπρεπε να το αποθεώσουμε».
Σας φοβίζει η ιστορία, το μέγεθος του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου;
«Εχω ξαναπάει, είναι η τέταρτη φορά που παίζω, αλλά η πρώτη με τόσο μεγάλο ρόλο. Σκέφτομαι ότι θα είναι μια αγκαλιά ο κόσμος εκεί, ότι δεν θα έρθει κακοπροαίρετα και δεν έρχεται κακοπροαίρετα. Ερχεται και θέλει να συνδεθεί με αυτό που θα συμβεί εκεί. Τον χώρο τον ξέρω, τον σέβομαι και αν σεβαστείς τον χώρο, όλα καλά θα πάνε…».