Στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών η Πενέλοπε Κρους, πρωταγωνίστρια στην ταινία «Το ξέρουν όλοι» του Aσγκάρ Φαραντί, τον αποκάλεσε «φεμινιστή». Από μια άποψη, η ισπανίδα ηθοποιός ίσως να έχει ένα δίκιο. Σχεδόν όλες οι ταινίες του διασημότερου εν ζωή ιρανού σκηνοθέτη και ενός πολύ σπουδαίου κινηματογραφιστή παγκοσμίως είναι ειπωμένες από την πλευρά της γυναίκας. Ταινίες όπως το «Τι απέγινε η Ελι;», το «Παρελθόν» και φυσικά, η πιο διάσημή δημιουργία του, «Ενας χωρισμός», που απέσπασε το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας το 2012.
«Δεν θα αποκαλούσα τον εαυτό μου φεμινιστή» θα μου πει ο ίδιος ο Ασγκάρ Φαραντί στη συνάντησή μας λίγο μετά την πρεμιέρα της ταινίας με την οποία οι Κάννες σήκωσαν εφέτος αυλαία. «Πιστεύω όμως στην ισότητα των ανθρώπων – ανεξαρτήτως φύλου, χρώματος, εθνικότητας ή οποιουδήποτε άλλου παράγοντα. Αν ο φεμινισμός εμπίπτει σε αυτή την ιδέα, τότε σύμφωνοι, είμαι φεμινιστής. Ειδάλλως όχι. Το σίγουρο είναι ότι στις ταινίες μου οι γυναίκες φέρνουν την αλλαγή, κάτι που έχω νιώσει προσωπικά στη ζωή μου. Οι γυναίκες είναι πάντα εκείνες που τελικά πατούν τη σκανδάλη για να γίνουν αλλαγές στην κοινωνία».
Η Πενέλοπε Κρους είναι όντως η ψυχή τού «To ξέρουν όλοι». Υποδύεται τη μητέρα μιας μυστηριωδώς εξαφανισμένης κοπέλας κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους από την Αργεντινή στο χωριό τής πρώτης, στην Ισπανία. Το γεγονός κινητοποιεί την τοπική κοινότητα αλλά συγχρόνως βγάζει στην επιφάνεια έναν δαίδαλο κρυμμένων μυστικών που αφορούν ζητήματα όχι μόνον συναισθηματικά αλλά και πρακτικά, οικονομικά. Και ο τρόπος με τον οποίον ο Φαραντί ενώνει τις ψηφίδες του παράξενου αυτού παζλ είναι δεξιοτεχνικός, δεν αφήνει τον θεατή ούτε στιγμή σε ησυχία.
Δουλεύοντας στην Ισπανία
Το «Το ξέρουν όλοι» γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ισπανία, ο πολιτισμός της οποίας ήταν εντελώς άγνωστος στον Ασγκάρ Φαραντί. Είπε ότι η ταινία είχε δυσκολίες, ακριβώς για αυτόν τον λόγο «όμως αυτές οι δυσκολίες ήταν που έκαναν την όλη διαδικασία συναρπαστική. Δημιουργία σημαίνει δυσκολία. Υπάρχουν στιγμές στη ζωή σου που αξίζει να πειραματιστείς με πράγματα που δεν ξέρεις, ακόμη και αν δεν μπορείς εκ των προτέρων να ξέρεις ότι το αποτέλεσμα θα είναι επιτυχημένο. Αλλά ακόμη και αν αποτύχεις, ο κόπος δεν θα έχει πάει χαμένος».
Ο Ασγκάρ Φαραντί όμως δεν βρήκε μόνον διαφορές αλλά και ομοιότητες ανάμεσα στην ισπανική και την ιρανική κουλτούρα. Μιλώντας για αυτές τις ομοιότητες αναφέρθηκε «στα συναισθήματα της καθημερινής ζωής, στις ανθρώπινες σχέσεις, στη δομή της οικογένειας, στην ιδιοκτησία, στη σημασία του παρελθόντος· θέματα που μπορούν να βρεθούν παντού». Γι’ αυτό εξάλλου πιστεύει ότι η ίδια ιστορία θα μπορούσε να διαδραματίζεται ακόμη και στο Ιράν, ανεξαρτήτως από το ότι η ταινία που γυρίστηκε δεν θα μπορέσει να παιχτεί στο Ιράν λόγω της απεικόνισης κάποιων σκηνών θρησκευτικού περιεχομένου. «Αλλά ακόμη και στο ζήτημα της θρησκείας, το Ιράν, πια ίσως να μη διαφέρει και πολύ από άλλες χώρες» πρόσθεσε. «Εχει γίνει πολύ διπολικό, ίσως βέβαια για πολιτικούς κυρίως λόγους. Η σχέση των ιρανών πολιτών με την πίστη είναι τεράστιο ζήτημα αυτές τις μέρες στο Ιράν, είτε πιστεύουν, είτε όχι».
Αγάπη για την πατρίδα
Το πρώτο σχέδιο σεναρίου τού «Το ξέρουν όλοι» γράφτηκε πριν από πέντε χρόνια και ενώ ο Φαραντί είχε τη δυνατότητα να κάνει τότε την ταινία, δεν την έκανε. Είχε μόλις τελειώσει το «Παρελθόν» στο Παρίσι όπου είχε μείνει για αρκετό χρονικό διάστημα. «Ενιωσα την ανάγκη της επιστροφής στο Ιράν» είπε και για ένα δευτερόλεπτο το βλέμμα του χαμήλωσε. «Ηθελα να γυρίσω μία ακόμη ταινία εκεί. Ηθελα να κάνω κάτι στο σπίτι μου, μια ταινία, κάτι, πάντως να είναι στην πατρίδα μου. Γιατί ανεξάρτητα από το πόσο με έχει στενοχωρήσει, το Ιράν δεν σταμάτησε ποτέ να είναι το σπίτι μου, εκεί όπου έμαθα όσα ξέρω, εκεί έπλασα τον εαυτό μου».
Γεννημένος στο Κομεϊνί Σαρ του Σιφαχάν τον Μάιο του 1972, ο Ασγκάρ Φαραντί έδειξε από πολύ νωρίς το ενδιαφέρον του προς το σινεμά. Στα 14 έγινε μέλος της Εφηβικής Κινηματογραφικής Κοινότητας του Εσφαχάν γυρίζοντας «σπιτικά» ταινιάκια σε 16 ή 8 mm. Μετά το bachelor στο θέατρο που πήρε το 1998 στη Σχολή Δραματικών Τεχνών της Τεχεράνης, πήρε το master θεατρικής σκηνοθεσίας στο Πανεπιστήμιο Ταρμπιάτ Μοντάρες. Δούλεψε για χρόνια στην ιρανική τηλεόραση, μεταπήδησε στον κινηματογράφο και το 2006, με την τέταρτη ταινία του, «Τι απέγινε η Ελι;» και την προβολή της στο φεστιβάλ Βερολίνου, κέρδισε για πρώτη φορά τη διεθνή αναγνώριση. Από εκεί και πέρα όλα είναι Ιστορία. Μεγάλες διακρίσεις σε φεστιβάλ, Οσκαρ (ένα ακόμη ξενόγλωσσης ταινίας το 2017 για τον «Εμποράκο») και ο Ασγκάρ Φαραντί είναι αυτή τη στιγμή ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά celebrity του Ιράν.
Οσκαρ και πολιτική
Την εποχή της συνάντησής μας, μια καθοριστική απόφαση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για τη διαμόρφωση των ισορροπιών στη Μέση Ανατολή είχε προκαλέσει διεθνή θόρυβο. Διαμαρτυρόμενοι προς την απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία που είχε υπογραφεί το 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ιρανοί βουλευτές έβαλαν φωτιά στην αμερικανική σημαία μέσα στο κοινοβούλιο. Ζήτησα από τον Φαραντί να σχολιάσει το θέμα. «Είναι μια κατάσταση που με θλίβει πάρα πολύ διότι έχει άσχημες επιπτώσεις στην ψυχολογία του ιρανικού λαού» είπε. «Είχε γίνει τεράστια προσπάθεια για να επιτευχθεί η συμφωνία της Βιέννης και αυτή η ανεξήγητη καταστροφή της προκαλεί μια νέα σύγκρουση, μια νέα κρίση. Αναρωτιέμαι πώς μετά από μια τέτοια καταπάτηση συμφωνίας ο κόσμος θα εμπιστεύεται πια τις διεθνείς συμφωνίες;». Ο Φαραντί χαρακτήρισε την κατάσταση «μαύρη κωμωδία. Είναι κωμικό η Αμερική να κάνει και μετά να ξεκάνει συμφωνίες για τον πυρηνικό εξοπλισμό, την ώρα που είναι η μόνη η οποία έχει όντως κάνει χρήση πυρηνικού εξοπλισμού!».
Χωρίς αυτά να σημαίνουν ότι ο σκηνοθέτης δεν σέβεται τους πολίτες, τα έθιμα ή τις διακρίσεις της Αμερικής. «Είναι κανόνας μου να μην μπερδεύω ποτέ τους ανθρώπους μιας χώρας με την πολιτική της και υπάρχουν πολλοί ενδιαφέροντες άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμη και το Οσκαρ είναι ένας κρίκος πολιτισμού τον οποίο θεωρώ ενδιαφέροντα και ουσιαστικό. Διότι εκεί που η αμερικανική πολιτική και τα media παρουσιάζουν την Αμερική και το Ιράν ως δυο χώρες εχθρούς, ξαφνικά, με το Οσκαρ, βλέπεις τη συμπάθεια με την οποία η μία χώρα αγκαλιάζει την ταινία τού «εχθρού» της».