Το πρόσωπό της προβάλλει χαμογελαστό μέσα από την οθόνη του υπολογιστή. Οταν μιλάμε η Ιόλη Ανδρεάδη βρίσκεται ήδη στη Νέα Υόρκη για να παρουσιάσει τις παραστάσεις «Αρτώ/Βαν Γκογκ» με πρωταγωνιστή τον σπουδαίο αμερικανό ηθοποιό Τζιν Ζιλέτ και «Κόκκαλο» με πρωταγωνιστή τον Γεράσιμο Γεννατά στο Off-off Broadway θέατρο του Μανχάταν «Τhe Tank». Η παρουσίαση μάλιστα των παραστάσεων πραγματοποιείται με την ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια, την ευγενική υποστήριξη του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου και του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης και υπό την αιγίδα του γενικού προξενείου της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη και του «International Center for Artistic and Academic Research on Antonin Artaud».
Τα τελευταία χρόνια η προσωπικότητα του μεγάλου διανοητή και καλλιτέχνη του σύγχρονου θεάτρου Αντονέν Αρτώ βρίσκεται στον πυρήνα της δημιουργίας της με την ίδια να έχει παρουσιάσει μία τριλογία έργων («Κόκκαλο», «Οικογένεια Τσέντσι» και «Αρτώ/Βαν Γκογκ), αφιερωμένη σε εκείνον. «Ο Αρτώ έχει έναν πολύ ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο γραφής με τον οποίο μπορεί σε στιγμές να ταυτιστεί ο οποιοσδήποτε από εμάς έχει κουραστεί από τις τυπικότητες και τις συμβάσεις» αναφέρει η Ιόλη Ανδρεάδη μιλώντας στο «Βήμα».
«Πηγαίνει κόντρα σε στερεοτυπικές ιδέες, κυρίαρχες πεποιθήσεις, συμβατικές ιδιότητες. Και το σπουδαιότερο είναι πως μιλά για όλα αυτά δημιουργώντας φως και όχι σκοτάδι. Φτιάχνοντας έργα, λέξεις, ποιήματα, διαλέκτους, ζωγραφιές, όνειρα, οράματα, μεθόδους, δυνάμεις που παρακινούν τον άνθρωπο του θεάτρου και εν γένει τον δημιουργό».
Κυρία Ανδρεάδη, γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε τις παραστάσεις σας «Αρτώ/Βαν Γκογκ» και «Κόκκαλο» κάτω από τον ενιαίο τίτλο «The Artaud Diptych» στο αμερικανικό κοινό;
«Είναι δύο δουλειές που με αντιπροσωπεύουν ιδιαίτερα σε καλλιτεχνικό και ιδεολογικό επίπεδο, τις πιστεύω πολύ και γι’ αυτό θεωρώ πως αξίζει να συνεχίσουν την πορεία τους και να επικοινωνήσουν και με κόσμο έξω από την Ελλάδα. Επίσης το σύμπαν του Αρτώ έχει έναν χαρακτήρα διεθνή, αφού το έργο του, παγκοσμίως, επηρέασε εξαιρετικά το σύγχρονο θέατρο και την τέχνη εδώ και σχεδόν έναν αιώνα. Ταυτόχρονα στις δύο αυτές παραστάσεις τονίζεται, ίσως για πρώτη φορά τόσο πολύ, η ελληνική καταγωγή του παγκόσμιου Αρτώ (σ.σ. είχε ρίζες από τη Σμύρνη)».
Με ποιον τρόπο λοιπόν φωτίζουν αυτά τα δύο έργα την προσωπικότητά του;
«Είναι δύο έργα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Το έργο «Αρτώ/Βαν Γκογκ» είναι πιο κρυπτικό, πιο έμμεσο, σαν ο χαρακτήρας Αρτώ να δειλιάζει να εκτεθεί μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, ενώ παθιάζεται εκπροσωπώντας κάποιον άλλο. Το έργο αυτό φωτίζει τη σχεδόν απόλυτη ταύτιση του Αρτώ με τον μεγάλο καλλιτέχνη Βαν Γκογκ. Επομένως φωτίζει και τη δυνατότητα του Αρτώ να αγαπήσει τον Ανθρωπο, παρά τον αδυσώπητο ψυχικό και σωματικό πόνο που έχει βιώσει από εκείνον. Το έργο «Κόκκαλο», ίσως το πιο αγαπημένο μου έργο από όσα έχουμε γράψει με τον Aρη Ασπρούλη, τολμά το πρώτο πρόσωπο, την εξομολόγηση από τον ίδιο τον Αρτώ, με πίκρα και πάθος – αλλά και δίχως έπαρση – και ταυτόχρονα με θεατρικότητα και με ανάγκη την ισότιμη συνομιλία με τον θεατή».
Εάν με έναν μαγικό τρόπο ο Αρτώ μπορούσε να βρίσκεται ανάμεσα στο κοινό, τι σχόλιο πιστεύετε ότι θα σας έκανε;
«Τα δύο αυτά έργα γράφτηκαν με μεγάλη αγάπη προς το πρόσωπό του. Θεωρώ πως βρίσκονται και σε επικοινωνία με το έργο του. Τώρα, για την ψυχή του, δεν μπορώ να ξέρω. Θέλω να πιστεύω ότι θα χαμογελούσε».
Τα τελευταία χρόνια τόσο με τις παραστάσεις «Iων» και «Φιλική Εταιρεία. Η αδελφότητα πίσω από την Επανάσταση» που παρουσιάσατε στη Νέα Υόρκη, αλλά και τις παραστάσεις «Ολα αυτά τα υπέροχα πράγματα» και «Στη μνήμη ενός μικρού παιδιού» που ανεβάσατε στο Λονδίνο έχετε μία σταθερή διεθνή παρουσία. Πόσο εύκολο ήταν να βαδίσετε σε αυτό το μονοπάτι;
«Αυτό είναι κάτι που δεν έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά χτίστηκε σιγά-σιγά μέσα στον χρόνο. Πρόκειται για έναν ρυθμό που με χαρακτηρίζει γενικότερα: ό,τι έχω κάνει έχει χτιστεί σταδιακά, και αυτό είναι κάτι που με χαροποιεί. Το γεγονός ότι στα πρώτα βήματα της σκηνοθετικής μου διαδρομής έζησα επτά χρόνια εκτός Ελλάδας, εργαζομένη ως σκηνοθέτρια κυρίως στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, είναι η αρχή αυτής της διαδρομής που φτάνει σήμερα ως εδώ. Σε αυτές τις δύο πόλεις απέκτησα φίλους, συνεργάτες, ανθρώπους που άρχισαν να εμπιστεύονται τη δουλειά μου, έτσι επιστρέφω σταθερά εκεί για να παρουσιάσω τις παραστάσεις μου μέχρι σήμερα».
Γιατί είναι λίγες οι ελληνικές παραστάσεις που ξεφεύγουν των συνόρων μας;
«Θεωρώ πως είναι θέμα έλλειψης αντίστοιχης πολιτικής της χώρας μας, όπως και ακόμη θέμα μιας νοοτροπίας που θαυμάζει το ξένο (ιδίως το «δυτικό», ως πιο ισχυρό) και δεν δίνει μεγάλη αξία στο εγχώριο. Φυσικά, υπάρχουν και οι λαμπρές εξαιρέσεις όσων στηρίζουν αυτή την εξωστρέφεια και έτσι τέτοιες προσπάθειες βρίσκουν τον χώρο και τη δυνατότητα να υπάρξουν».
Θα μπορούσε όμως να υπάρχει μεγαλύτερη εξωστρέφεια πιστεύετε;
«Ναι. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης».
Συνήθως τα κείµενα των παραστάσεών σας, είτε πρόκειται για πρωτότυπα έργα, είτε για διασκευές, τα γράφετε µαζί µε τον Aρη Ασπρούλη. Πρακτικά πώς είναι να δουλεύουν μαζί δύο άνθρωποι στη συγγραφή ενός έργου;
«Με τον Αρη μάς ενώνει κάτι βαθύ και απροσδιόριστο. Ενα παρόμοιο σύστημα αξιών; Ενα κοινό πάθος για κάποια πράγματα; Για κάποιες ιδέες; Δεν ξέρω ακριβώς. Ως εκ τούτου, ακόμα και οι όποιες διαφωνίες λύνονται σύντομα και λειτουργούν γόνιμα. Και σίγουρα έχουμε την τύχη να μοιραζόμαστε κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα που αλληλοσυμπληρώνονται στον τρόπο που εργαζόμαστε στη συγγραφή. Ετσι, ενώ είμαστε δύο συγγραφείς που δουλεύουν ξεχωριστά τη στιγμή της δημιουργίας, εν τούτοις μέχρι τώρα ό,τι έχουμε γράψει αποτελεί μία αφήγηση».
Αν δεν απατώμαι, μόλις 15 γυναίκες σκηνοθέτριες έχουν προσκληθεί να αναλάβουν παραστάσεις στην Επίδαυρο στα 68 χρόνια αυτού του θεσμού. Ποια είναι η δική σας εξήγηση γύρω από αυτό το φαινόμενο;
«Είναι προφανές πως κυριαρχεί παραδοσιακά και στον – κατά τα άλλα ανοιχτόμυαλο – χώρο του θεάτρου η πεποίθηση ότι οι γυναίκες δεν είναι ικανές όσο οι άντρες να αναλάβουν θέσεις ευθύνης, όπως είναι η σκηνοθεσία μιας παράστασης ή μιας μεγάλης παραγωγής ή μιας επιδαύριας τραγωδίας κ.τ.λ. Η πεποίθηση αυτή αποτελεί ένα κενού περιεχομένου στερεότυπο που αναπαράγεται συνειδητά μέσα στα χρόνια για λόγους ενδυνάμωσης της έμφυλης ανισότητας. Είμαστε εδώ για να το αλλάξουμε και αυτό».